Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Λόγω της ευτυχούς ανάθεσης στον Μαργαρίτη Σχοινά του χαρτοφυλακίου για την Προστασία του Ευρωπαϊκού Τρόπου Ζωής (ονομασία που λογικά θα αλλάξει: το πυροβολικό βάλλει πάντα πάνω από την εμπροσθοφυλακή των λέξεων, τα στειλιάρια κατεβάζουν βιτρίνες πάντα πιασμένα σε δάχτυλα βουτηγμένα πρώτα σε λέξεις), γεγονός για το οποίο οφείλουμε μεν ευχαριστίες στη νέα πρόεδρο της Επιτροπής αλλά και σε όσους μόχθησαν για να «μείνουμε Ευρώπη», εδώ και πάνω από μία εβδομάδα είχαμε πάλι την ευκαιρία να διαβάσουμε τοποθετήσεις πολλών διανοουμένων για την ήπειρό μας, τις αξίες της —όποιες και αν είναι αυτές— και τον τρόπο ζωής των πολιτών της — που βέβαια δεν είναι ακριβώς ένας, και ασφαλώς δεν είναι κοινός: ωστόσο πρέπει να τον θεωρούμε κοινό, πρέπει να θεωρούμε ότι πράγματι έχεις κοινές βάσεις, δηλαδή συγκεκριμένες κοινές αξίες, αλλιώς χαθήκαμε. (Περισσότερα όμως για το «αλλιώς χαθήκαμε» πιο μετά).
Ως προς αυτό πάντως, ως προς τα κείμενα και την όλη συζήτηση δηλαδή, μπορούμε πράγματι να μιλάμε για μια εξαιρετικά παραγωγική εβδομάδα. Όταν συντηρείται ένα επίπεδο, ποτέ οι τέτοιες τοποθετήσεις, και οι συνακόλουθες αντιπαραθέσεις, δεν είναι για κακό, ακόμη και όταν κάποιες θέσεις συγκρούονται μετωπικά με τις δικές μας (δηλαδή με τα συμφέροντά μας).
Αναφορικά με εμένα, παρά ταύτα, δεν είμαι καθόλου σίγουρος αν βγήκα ακριβώς σοφότερος από όλα αυτά, ή αν, μολονότι βγήκα, έστω, κάπως σοφότερος, και μολονότι ασφαλώς έμαθα ή εμπέδωσα μπόλικα πράγματα για μία ακόμη φορά — δεν είμαι καθόλου σίγουρος, λέω, αν μπόρεσα πράγματι να σχηματίσω επιτέλους μία οριστική γνώμη. Δεν είμαι.
Διάβασα μεν αρκετά από τα κείμενα, και περιέτρεξα πολλά περισσότερα, αλλά το θέμα είναι τόσο σύνθετο, η εποχή μας τόσο κρίσιμη, το «διακύβευμα» τόσο σκοτεινό και τόσο πολυσήμαντο, οι παίκτες τόσο πολλοί και με τόσο διαφορετικές αφετηρίες και τόσο διαφορετικούς στόχους, αλλά και οι δικές μου παραστάσεις τόσο φτωχές, που δεν μπορώ —ποτέ δεν μπορώ, τελικά: αυτή η συζήτηση είναι τόσο παλιά όσο κι εγώ, έχει γίνει, και έχει ξαναγίνει πάμπολλες φορές—, που δεν μπορώ, επαναλαμβάνω, να έχω μία σαφή, τελεσίδικη και «αδιαπραγμάτευτη» θέση σε ό,τι έχει να κάνει με τη μαζική μετανάστευση «μη λευκών / μη χριστιανών» στην Ευρώπη —διότι περί αυτού πρόκειται— και με τα παρεπόμενά της, σε ό,τι έχει να κάνει εντέλει με την αλλοίωση μιας κάποιας ταυτότητας —της ευρωπαϊκής εν προκειμένω— ενός τόσο μεγάλου οργανισμού — όσο είναι η Ευρώπη. (Και οι ΗΠΑ, και ο Καναδάς, και η Ωκεανία: μα αυτά τα μέρη ανήκουν σχεδόν σε άλλο ηλιακό σύστημα. Και, αναφορικά με την Αμερική, οι σχέσεις μας πρόκειται σύντομα να διαρραγούν, πολύ φοβούμαι).
«Ενός τόσο μεγάλου οργανισμού»: έχω όμως μία σχετική ανάλογη γνώση —όχι πολύ μεγάλη, και μάλλον περιορισμένη και λειψή— για έναν άλλο μεγάλο (ζωντανό) οργανισμό: τη γλώσσα. Γιατί η μετανάστευση θυμίζει κάπως τις ομιλούμενες γλώσσες. Γι' αυτό και, στο σημερινό σημείωμα, επιτρέψτε μου να σταθούμε λίγο εδώ.
Αναφορικά λοιπόν με τις ομιλούμενες, ζωντανές γλώσσες, δεν υπάρχει καμία που να μην υιοθετεί από την πρώτη-πρώτη στιγμή της ύπαρξής της (έστω ότι υπάρχει μια τέτοια στιγμή) πάμπολλες λέξεις, ή και εκφράσεις ολόκληρες, από άλλες γλώσσες με τις οποίες έρχεται σε επαφή: είτε γεωγραφική, εξ ωσμώσεως, είτε πολιτιστική. Η ελληνική, αίφνης, είναι ένα τρανταχτό (φυσικά όχι το μόνο) παράδειγμα — και ασφαλώς το πιο προσιτό σε εμάς, εξ ορισμού.
Η ελληνική, ο ελληνικός τρόπος επικοινωνίας, δανείζεται από παντού και με κάθε ευκαιρία, και σε όλη τη διάρκεια της ζωής της. Το έκανε από πάντα, το κάνει ακόμη. Είναι εξπέρ σ' αυτό. Η ελληνική πανηγυρίζει όταν πιάνει με την απόχη μια ξένη λέξη, και πετά βεγγαλικά στον αέρα όταν εντάσσει στο κλιτικό της σύστημα λέξεις από την αλλοδαπή — χαίρεται στ' αλήθεια να τις κάνει δικές της, και τις καμαρώνει. Και μάλιστα, μόλις τις πολιτογραφήσει, μόλις τούς δώσει την υπηκοότητα, τις ξεχνά. Κανείς έξω από τα λεξικά δεν θυμάται και δεν νοιάζεται για το πότε πρωτοήρθαν εδώ, ποιος τις έφερε και γιατί. Πια, είναι δικές της. Ένα φανταχτερό γλωσσικό πάτσγουορκ, η ελληνική δεν παύει βεβαίως, μολαταύτα, να είναι… ελληνική. Εκείνη η ίδια-μα-αλλιώτικη παλιά γλώσσα που τη μιλούσαν τόσο πολλοί, επί τόσο πολύ, από τόσο παλιά. Και που έδωσε στον κόσμο τόσα βιβλία για να πορεύεται.
Μάλιστα, όπως πάντα συμβαίνει με το παιχνίδι των γλωσσών, εύκολα ανακαλύπτει κανείς πως και οι εντελώς δικές της λέξεις, οι σίγουρα ντόπιες από μάνα κι από πατέρα, στην πραγματικότητα δεν είναι ακριβώς σίγουρα ντόπιες. Εντέλει, είναι και αυτές δανεισμένες —όχι δανεικές, αλλά σχεδόν πάντα αγύριστες— από μια άλλη τράπεζα. Κι ακόμα περισσότερο: κι εκείνες οι τόσο μα τόσο παλιές, οι τόσο μα τόσο ξασπρισμένες από τον επίσης τόσο μα τόσο παλιό δικό μας ήλιο κι από τη γριά θάλασσα εδώ, χρωστάνε το κεφάλι τους, τη ρίζα τους, τη θεματική τους ψυχή, την ψίχα τους, σε κάποιους τόσο μα τόσο πολύ μακρινούς ομιλητές — σε κάτι σιδεράδες, εμπόρους και μαραγκούς, σε κάτι ψαράδες, γεωργούς και τσομπάνηδες, σε κάτι αριστοκράτες, λαϊκούς και καλαμαράδες ολότελα ξένους, σε «χρήστες» που ποτέ δεν έμαθαν για μας? ούτε και είχαν και καμιά λαχτάρα να μας μάθουν βέβαια — είχαν άλλους καημούς. Μα και πάλι: δεν έχει να κάνει. Είναι δικές μας, όπως και όλες οι άλλες, εκατό τοις εκατό: ΑΥΤΑ είναι τα ελληνικά, κι είναι και τούτος εδώ ένας πολύ σπουδαίος λόγος για να περηφανευόμαστε που τα χρησιμοποιούμε κι εμείς, που γράφουμε τη λίστα του σουπερμάρκετ και δηλώνουμε τον θαυμασμό μας σε μια ωραία φωτογραφία στο Facebook με αυτά — και που βλέπουμε όνειρα με αυτά.
Έτσι, πώς να προστατεύσεις —πες— τη γλώσσα, αν υποτεθεί (πράγμα λάθος, αλλά ας το πούμε: γιατί το ισχυρίζονται κατά καιρούς διάφοροι) ότι κινδυνεύει; Μα, μιλώντας την και γράφοντας σ' αυτήν, και μαθαίνοντάς τη στα νέα παιδιά που γράφονται στα σχολειά σου, πώς αλλιώς; (Το αντίθετο: μόνο εσύ μπορείς να τη σκαρτέψεις, σκαρτεύοντας τα σχολεία σου).
Να τη μιλάς, να γράφεις σ' αυτή, να τη διδάσκεις: δεν μένουν άλλα πράγματα να κάνεις. Και δεν είναι καν και λόγος να κάνεις άλλα πράγματα. Η γλώσσα, έτσι κι αλλιώς, σε ξεπερνά. Ξεπερνά κάθε ρύθμιση, ξεπερνά ακόμα και τον γραμματικό, ξεπερνά ακόμη και τον σοφολογιότατο, βγάζοντάς του… τη γλώσσα: ακόμα και το σημερινό λάθος, αύριο θα γίνει κανόνας από τη γενική χρήση — από τη λάτρα. Κι αυτό, με έναν τρόπο περίεργο, και χαριτωμένο, είναι εντέλει σωστό. Και δίνει, μάλιστα, στη γλώσσα νέα πνοή. Ή, να το πούμε αλλιώς: μ' αυτά και μ' αυτά, με τον εισερχόμενο πλούτο, με τις ζυμώσεις, με τη χρήση και τη λάτρα, και με το παράδειγμα των παλαιοτέρων, αύριο θα γραφτούν κι άλλα βιβλία στα ελληνικά, και κάποια τους θα είναι ωραιότατα. Και μια μέρα θα γραφτεί —στην τότε ελληνική γλώσσα— και το πιο σημαντικό βιβλίο του γλωσσικού ελληνικού έθνους.
Και ίσως να το γράψει ένας που να μην τον λένε κατ' ανάγκην Παπαδόπουλο, αλλά που να τον λένε Αντετοκούνμπο.
Πώς μπορείς λοιπόν να κατηγορήσεις τη γλωσσική μετανάστευση, ε;
Αλλά περισσότερα αύριο — περάσαμε προ πολλού, και πάλι, το όριο.