Το 1936 ο Λαϊκός Κομισάριος Δικαιοσύνης Νικολάι Κριλένκο, αποφάσισε πως η ομοφυλοφιλία είναι «προϊόν της αποσύνθεσης των εκμεταλλευτριών τάξεων, οι οποίες δεν ξέρουν πως να περάσουν την ώρα του. Στο δικό μας περιβάλλον, ανάμεσα στους εργαζόμενους, οι οποίοι συμμερίζονται την οπτική γωνία των φυσιολογικών σχέσεων ανάμεσα στα φύλα, οι οποίοι οικοδομούν την κοινωνία μας σε υγιείς αρχές, τέτοιοι κυριούληδες δεν μας χρειάζονται».
Αν αναρωτηθεί κανείς πού οφείλεται αυτή η σκληρότητα, θα πρέπει να αναζητήσει την απάντηση στην δημογραφική καμπύλη της χώρας μετά τον Εμφύλιο πόλεμο και την αλληλοσφαγή ανάμεσα στο Κόκκινους και Λευκούς, στο τεχνητό λιμό των αρχών της δεκαετίας του ’30, όταν εξοντώθηκαν εκατομμύρια άνθρωποι στην Ουκρανία, την νότια Ρωσία κ.λπ.
Η εκστρατεία της ομοφυλοφιλίας, εξάλλου, ήταν ένα από τα εύκολα χαρτιά του καθεστώτος. Ανέκαθεν η αρσενοκοιτία τιμωρούνταν με θάνατο δια λιθοβολισμού στην ρωσική ενδοχώρα. Η αγροτική κοινότητα, με τα αυστηρά ήθη, δεν έδειχνε την παραμικρή ανοχή στο «σοδομικό αμάρτημα». Το δε νέο στελεχειακό δυναμικό του κόμματος και του κράτους, γόνοι, κατά πλειοψηφία, αγροτικών οικογενειών, δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να αποδεχτεί την νέα ερμηνεία περί «φυσιολογικών σχέσεων ανάμεσα στον άντρα και στην γυναίκα» και την καταδίκη κάθε απόκλισης.
Την ίδια περίοδο, ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός ως επίσημη ιδεολογία τέχνης είχε επιβληθεί, έχοντας ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με την «πολιτιστική διαστροφή» της ρωσικής πρωτοπορίας όπως ο κυβισμός και, κατ’ εντολή του κόμματος, ανέλαβε να θέσει τα θεμέλια του σοβιετικού θεσμού του γάμου.
Το 1926, με τον νέο Ποινικό Κώδικα ξεκίνησε η δήλωση των γάμων σε ειδικά θεσμικά όργανα, ενώ δέκα χρόνια αργότερα, απαγορεύτηκαν οι αμβλώσεις. Έτσι, στην περίοδο που εξετάζουμε, η υπόθεση της ομοφυλοφιλίας, ήταν νερό στον μύλο της επίσημης προπαγάνδας και η αναγωγή της σε ποινικά κολάσιμο έγκλημα με ηθική και κοινωνική απαξίωση.
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να τονίσουμε πως από την δεκαετία του ’20 η σοβιετική επιστήμη θεωρούμε την ομοφυλοφιλία ιδιαίτερα ασθένεια, ενώ οι νομομαθείς του κομμουνιστικού καθεστώτος την προσέγγιζαν κάπως διαφορετικά, θεωρώντας τους ομοφυλόφιλους μία ειδική ράτσα ανθρώπων, οι οποίοι δεν φέρουν ευθύνη για αυτό που είναι, δηλαδή ανάπηροι, «λόγω της αποξένωσής τους από την κολλεκτίβα. Κατ’ επέκταση, η αναδιαπαιδαγώγησή της μέσα στην σωστή κολλεκτίβα, θα φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα και την επανένταξη του ατόμου στην κοινωνία».
Προκειμένου, λοιπόν, να «αποφευχθεί η μη παραγωγική σπατάλη των βιολογικών πόρων του έθνους», οι καταδικασμένοι με το άρθρο 121, λόγω της εξαντλητικής καταναγκαστικής εργασίας, αλλά και των κακουχιών, είναι αμφίβολο αν θα είχε την επιθυμία να προσεγγίσει ερωτικά μία άλλη γυναίκα.
Την ιδεολογική κάλυψη αυτής της εκστρατείας, την ανέλαβε ο τροβαδούρος του προλεταριάτου, γνωστός συγγραφέας Μαξίμ Γκόρκι, ο οποίος στο άρθρο του με τίτλο «Προλεταριακός ουμανισμός» που δημοσιεύτηκε στην «Πράβντα», δήλωσε: «Στην χώρα, όπου με ανδρεία και επιτυχία διοικεί το προλεταριάτο, η ομοφυλοφιλία, που διαφθείρει την νεολαία, θεωρείται κοινωνικά εγκληματικά τιμωρείται». (Μ. Γκόρκι, Άπαντα σε 30 τόμους, Τόμος 27).
Έχοντας τα χέρια του τον νέο νόμο ο Γιάγκοντα εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση εναντίον όλων θεωρούσαν οι υπηρεσίες του ως «έχοντες μη παραδοσιακές ερωτικές σχέσεις» Άρχισαν οι συλλήψεις και οι ανακρίσεις. Κατά ένα παράδοξο τρόπο (ή μήπως λόγω της άνωθεν προστασίας) το μόνο τμήμα που δεν άγγιξε αυτή η εκστρατεία ήταν το μπαλέτο του Λένινγκραντ, πολλοί εκπρόσωποι του οποίου ήταν γνωστοί ομοφυλόφιλοι. Το μεγαλύτερο πλήγμα δέχτηκαν οι συγγραφείς, οι διπλωμάτες και άλλοι εκπρόσωποι της διανόησης.
Το αγγλικό παράδοξο
Ο μόνος που αντέδρασε σε αυτό, ήταν ένας Εγγλέζος κομμουνιστής που ζούσε την εποχή εκείνη στην Ρωσία και ήταν ανταποκριτής της εφημερίδας Moscow News, ο Γκάτι Ουάιτ. Ο τολμητίας αυτός, έγραψε μία επιστολή προς τον Στάλιν, τον Μάιο του 1934. Στο κείμενο της επιστολής ο κομμουνιστής Ουάιτ, θεωρούσε δίκαιη την ποινική τιμωρία των παιδεραστών εκείνων, «οι οποίοι έγιναν τέτοιοι λόγω της διαστροφής τους... είναι εκπρόσωποι της μπουρζουαζίας που έχουν χορτάσει κάθε είδους απολαύσεων, στα προσιτά πλαίσια των ερωτικών σχέσεων με γυναίκες». Συνεχίζοντας, διατυπώνει την άποψη πως θα πρέπει να τιμωρηθούν και «εκείνοι που απέκτησαν αυτό το ελάττωμα λόγω φτώχιας. Ως αποτέλεσμα υλικής ανάγκης, οι άνθρωποι αυτοί αναγκάστηκαν, γιατί δεν μπορούν να παντρευτούν ή να στραφούν προς τις πόρνες». Ωστόσο, θεώρησε σκόπιμο να υπερασπιστεί εκείνους που είναι εκ φύσεως ομοφυλόφιλοι γιατί οι άνθρωποι αυτοί «υπάρχουν σε διαφορετικές αναλογίες σε όλες τις τάξεις της κοινωνίας και αποτελούν περίπου το 2%. Αν δεχτούμε αυτή την αναλογία, στην Ε.Σ.Σ.Δ. υπάρχουν περίπου 2 εκατομμύρια, ανάμεσα στους οποίους υπάρχουν σίγουρα και εκείνοι που συμβάλλουν στην σοσιαλιστική οικοδόμηση και δεν θα ήταν δυνατό να φυλακιστεί ένας τέτοιος αριθμός ατόμων!»
Στο κείμενο της επιστολής του Ουάιτ, υπάρχει μία ιδιόχειρη σημείωση του Στάλιν: «Στο αρχείο. Ηλίθιος κι εκφυλισμένος. Ι. Στάλιν».
Λίγες ημέρες αργότερα, οι σοβιετικές αρχές απέλασαν τον Εγγλέζο κομμουνιστή, χωρίς αυτός να καταλάβει πως το θέμα δεν ήταν απλά η ομοφυλοφιλία.
Συνολικά, για όλα τα χρόνια που το άρθρο 121 του Ποινικού Κώδικα, ήταν σε ισχύ, καταδικάστηκαν περίπου 60.000 άτομα.
Διαβάστε το πρώτο μέρος του αφιερώματος εδώ.