Του Βασίλη Γεώργα
Παρά τα όσα υποστηρίζουν στην Ελλάδα κορυφαίοι υπουργοί περί απομόνωσης του ΔΝΤ από τη διαπραγμάτευση, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αν και ωσεί παρών στο ελληνικό πρόγραμμα, αναδεικνύεται στον πιο καθοριστικό κρίκο του τρίτου μνημονίου.
Η χθεσινή ανώνυμη δήλωση Ευρωπαίου αξιωματούχου στο Bloomberg ότι το ΔΝΤ ενδέχεται τελικά να μην συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα πριν τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2017, έρχεται επιτείνει τις ανησυχίες σε μια ιδιαίτερα κομβική συγκυρία για την ελληνική οικονομία κατά την οποία εκκρεμούν σημαντικές αποφάσεις για το χρέος και την συνακόλουθη προοπτική ένταξης των ελληνικών ομολόγων στην ποσοτική χαλάρωση.
Τον κρίσιμο ρόλο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου φρόντισαν πρώτοι από όλους να υπενθυμίσουν προχθές οι «άσπονδοι φίλοι» του Γερμανοί. Έχοντας γνώση του παρασκηνίου το Βερολίνο έστειλε το μήνυμά πως αν δεν λάβει αποφάσεις για συμμετοχή στη χρηματοδότηση του τρίτου μνημονίου, υπάρχει κίνδυνος να διακοπεί εντελώς από τις αρχές του 2017 η χρηματοδότηση του ελληνικού προγράμματος καθώς θα τεθεί θέμα διενέργειας νέας ψηφοφορίας στο γερμανικό κοινοβούλιο.
Η θέση αυτή δεν έχει εκφραστεί ακόμη επισήμως από την γερμανική κυβέρνηση. Τη διακινούν όμως ανοιχτά ως μοχλό πίεσης, χριστιανοδημοκράτες βουλευτές από το περιβάλλον του υπουργού Οικονομικών Β. Σόϊμπλε. Ο τελευταίος με τη σειρά του επιμένει να κρατά κλειστές τις πόρτες της συζήτησης για το χρέος επιδιώκοντας να περιορίσει τον αντίκτυπο στην εσωτερική πολιτική σκηνή της Γερμανίας, αλλά παράλληλα δημοσίως εμφανίζεται να επιδιώκει την με κάθε τρόπο παραμονή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα υπό «γερμανικούς όρους».
Η ανακίνηση του θέματος τα τελευταία 24ωρα δείχνει ότι έχει πλέον ξεκινήσει ο επόμενος γύρος του μπρα - ντε - φέρ μεταξύ ΔΝΤ και Βερολίνου, με το χέρι της Ουάσιγκτον να πιέζει προς την κατεύθυνση επιβολής νέων μέτρων αλλά και πιο αποφασιστικών κινήσεων σε ότι αφορά στο χρέος, και τη Γερμανία να επιμένει ότι το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι το χρέος αλλά οι εφαρμοζόμενες πολιτικές.
Στην προγραμματισμένη για τις 7-10 Οκτωβρίου ετήσια σύνοδος του ΔΝΤ στην Ουάσινγκτον, όλοι περιμένουν πλέον από το Ταμείο να «μιλήσει» και να σκιαγραφήσει τους όρους για τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα. Η εκτίμηση που επικρατεί αυτή τη στιγμή είναι πως το Ταμείο θα επιδιώξει να επανέλθει ως χρηματοδότης από το 2017, δεδομένου ότι διακυβεύονται μεγάλα πολιτικά, οικονομικά και επενδυτικά συμφέροντα πίσω από την εμπλοκή του στο ελληνικό πρόγραμμα. Συνεπώς μένει να βρεθεί η φόρμουλα του «συμβιβασμού» με την Ευρώπη.
Από τις αποφάσεις του ΔΝΤ θα εξαρτηθούν τρία κομβικής σημασίας ζητήματα για την Ελλάδα:
- Το πρώτο είναι το πόσο μακριά μπορεί να φτάσουν - εάν και εφόσον ξεκινήσουν φέτος - οι διαβουλεύσεις για την διευθέτηση του χρέους στο μέλλον, και με ποιες συγκεκριμένες ενέργειες θα θεωρηθεί «βιώσιμο».
- Το δεύτερο αν και σε τι βαθμό θα χρειαστεί να «παρεισφρήσουν» στο μνημόνιο νέα μέτρα για τις συντάξεις (περικοπές) και τους φόρους (αφορολόγητο), ανατρέποντας εκ νέου τα όσα έχουν συμφωνηθεί μέχρι σήμερα. Το ΔΝΤ έχει ήδη θέσει εμμέσως πλην σαφώς θέμα περικοπής των σημερινών συντάξεων μέσω της κατάργησης της «προσωπικής διαφοράς» και επίσης εισηγείται μεγάλη μείωση στα αφορολόγητα όρια και τις φοροαπαλλαγές.
- Το τρίτο έχει να κάνει με τις πρωτοβουλίες που θα κληθεί να λάβει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με βάση τις προτάσεις του ESM, όποτε αυτές κατατεθούν. Στο σενάριο που το ΔΝΤ δεν τις κρίνει επαρκείς ώστε να εκδώσει μια θετική έκθεση βιωσιμότητας για το ελληνικό χρέος, θα κληθεί να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά η ΕΚΤ βασιζόμενη στη δική της ανάλυση για το χρέος το οποίο σύμφωνα με το Βερολίνο και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς θεωρείται ότι είναι βιώσιμο χωρίς ιδιαίτερες παρεμβάσεις. Στην περίπτωση αυτή πηγές από την ευρωζώνη δεν αποκλείουν η ΕΚΤ να διαφοροποιηθεί από την έκθεση του ΔΝΤ και να δώσει το πράσινο φως για την υπαγωγή των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, το οποίο μπορεί να μην έχει άμεσες επιπτώσεις στο ελληνικό χρέος, αλλά μπορεί να λειτουργήσει θετικά για το κλίμα και να διευκολύνει τον στόχο της μείωσης του κόστους δανεισμού για τις επιχειρήσεις.
Δεδομένων πάντως των φαινομενικά μεγάλων αντιθέσεων μεταξύ Βερολίνου και Ουάσιγκτον στο θέμα του χρέους, ο γρίφος εκτιμάται ότι θα παραμείνει για καιρό ακόμη άλυτος.
Με βάση τα σημερινά δεδομένα το καλύτερο αποτέλεσμα που έχει να περιμένει κανείς από τις συζητήσεις για το χρέος, είναι να ξεκινήσουν φέτος ή στις αρχές του 2017, να ολοκληρωθούν κάποια στιγμή προς το τέλος του 2017 περιγράφοντας τις προτεινόμενες παρεμβάσεις, και η εφαρμογή τους να ξεκινήσει σε κάθε περίπτωση μετά το 2018, όπως έχει ήδη ειπωθεί σε όλους τους τόνους.
Πεδίο συμβιβασμού σε αυτό το πλαίσιο θα μπορούσε να αποτελέσει και η ζητούμενη από την Ελλάδα και το ΔΝΤ, μείωση του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 2-2,5% αντί του 3,5% μετά από το 2019.
Μια ένδειξη που συνηγορεί στην εκτίμηση στους αργούς ρυθμούς της συζήτησης για το χρέος, είναι πως ακόμη δεν έχει παρουσιαστεί επίσημα καμία εισήγηση του Eυρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοδότησης (ΕSM) για τα βραχυπρόθεσμα μέτρα έως το 2018 που αποφασίστηκε να ληφθούν στο Eurogroup του περασμένου Μαΐου. Ενδεχομένως μια αναλυτικότερη παρουσίαση των προτάσεων θα γίνει την ερχόμενη εβδομάδα στην Ουάσιγκτον στις επαφές που θα γίνουν μεταξύ των Κλάους Ρέγκλινγ, ΚριστίνΛαγκάρντ και Βόφγκαν Σόιμπλε για το θέμα.
Υπό το πρίσμα αυτό κανείς ακόμη δεν είναι σε θέση να πει με βεβαιότητα αν η συζήτηση θα ανοίξει έστω και τυπικά μέσα στη χρονιά όπως επιθυμεί διακαώς να γίνει η ελληνική κυβέρνηση. Η ΕΚΤ από την πλευρά της έχει στείλει το μήνυμα πως θα αποφασίσει αν και πότε θα ανοίξει τις πόρτες του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης με βάση τη δική της «αξιολόγηση» βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Ούτως ή άλλως, παρότι στην κυβέρνηση δεν το «φωνάζουν», έχουν υπόψη αποκλειστικά τις αγορές όταν αναφέρονται στο θέμα της διευθέτησης του ελληνικού χρέους.
Αν και στο παρελθόν υπήρξαν διαπρύσιοι κήρυκες κατά των «κερδοσκόπων», σήμερα τους χρειάζονται περισσότερο από ποτέ καθώς η επιστροφή επενδυτικών κεφαλαίων, αποτελεί τη μοναδική προοπτική που υπάρχει αυτή τη στιγμή ώστε να αρχίσει σταδιακά να καλύπτεται το χάσμα εμπιστοσύνης που διευρύνθηκε ακόμη περισσότερο τα δύο τελευταία χρόνια στην οικονομία.