«Αλίμονο, καμιά κοινωνία σε καμιά εποχή δεν αποτελείται μόνο από καλούς πολίτες». Υποστηρίζει ο Φίλιππος Φιλίππου, ο συγγραφέας που έδωσε σάρκα και υπόσταση στην «Ιστορία της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας». Και με αφορμή το καινούργιο του μυθιστόρημα «Ο κήπος με τις φράουλες» μας μιλά για το έγκλημα και την τιμωρία.
«Ο Ντοστογιέφσκι στο “Έγκλημα και τιμωρία” τιμωρεί τον Ρασκόλνικοφ που σκότωσε τη γριά ενεχυροδανείστρια για να της πάρει τα χρήματα, όμως ο Ρίπλεϊ της Χάισμιθ δεν τιμωρείται, ενώ θα έπρεπε.»
Για το έγκλημα και το αστυνομικό μυθιστόρημα στις μέρες μας:
«Τα κίνητρα για τη διάπραξη εγκλημάτων συνεχίζουν να είναι τα ίδια, όπως πάντα, από καταβολής κόσμου: το χρήμα και το οικονομικό συμφέρον, οι οικονομικές διαφορές. Βεβαίως, ενίοτε το κίνητρο μπορεί να είναι το ερωτικό πάθος, η εκδίκηση, το μίσος. Μπορεί όμως να μην υπάρχει κίνητρο, δηλαδή κάποιος να σκοτώνει από διαστροφή –κάποιοι είναι διαταραγμένοι.»
«Σήμερα γράφονται αστυνομικά μυθιστορήματα με φιλοσοφικές και υπαρξιακές αναζητήσεις. Νομίζω πως σε αυτά αποτυπώνεται η πραγματικότητα που ζούμε και όχι μόνο η κοινωνία. Τον καιρό του Μαρή όλα σχεδόν τα εγκλήματα εξιχνιάζονταν και βεβαίως οι δράστες τιμωρούνταν. Σήμερα, αυτό δεν συμβαίνει, δεν είναι πάντοτε δυνατή η διαλεύκανσή τους.»
Και αναγνωρίζοντας ότι «Ασφαλώς, η πανδημία και ο συνακόλουθος εγκλεισμός μπορεί να γεννήσει ιδέες, μπορεί να γεννήσει καλά ποιήματα, καλά διηγήματα και καλά μυθιστορήματα. Βεβαίως, μπορεί να γεννήσει και καλά αστυνομικά», δίνει τίτλο στην νουάρ εποχή μας: «200 χρόνια μοναξιάς».
Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα
-«Ο κήπος με τις φράουλες» τι ειδυλλιακός τίτλος κύριε Φιλίππου, να αρχίσουμε απ’ αυτόν; Ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις; Το κακό έχει πρόσωπο αγγελικό;
Σας ευχαριστώ για την ερώτηση, κυρία Γκίκα. Πράγματι, ο δρόμος για την κόλαση ενίοτε είναι στρωμένος με λουλούδια και όμορφα φυτά. Και πολλές φορές αυτοί που σκοτώνουν έχουν αγγελική μορφή. Ωστόσο, ξέρουμε από την Αποκάλυψη πως οι άγγελοι τιμωρούν σκληρά εκείνους που παραβαίνουν τους ηθικούς νόμους. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και στο μυθιστόρημά μου. Υπάρχουν καλοί και κακοί άγγελοι. Σας θυμίζω πως ο μεγάλος Λουίς Μπουνιουέλ έχει σκηνοθετήσει την ταινία «Ο εξολοθρευτής άγγελος».
-Είναι, όμως, για τον ήρωά μας και η Εδέμ του. Και στη συνέχεια; Το προπατορικό αμάρτημα; Ο ήρωάς μας, πεπτωκός άνθρωπος πια;
Ο ήρωάς μου, ο Αργύρης, συγγραφέας το επάγγελμα, στη βίλα που μένει στη Σαρωνίδα, έναν επίγειο Παράδεισο, όπως λέτε, γράφει, διαβάζει, στοχάζεται, ονειρεύεται. Και ξαφνικά κάποιοι άγνωστοι, που έρχονται από το πουθενά, επιχειρούν να γκρεμίσουν αυτή την Εδέμ του. Ναι, φτάνει στα όριά του. Δεν είναι και λίγο να βρεθείς από τον ουρανό στα τάρταρα. Το σοκ είναι πολύ μεγάλο και δεν μπορεί να το διαχειριστεί.
-Κι όμως είναι ένα ζευγάρι σχεδόν ιδανικό, ή τουλάχιστον όλα αρχίζουν με ιδανικές συνθήκες. Για τον Κατήφορο, το Κακό, αρκεί στη ζωή μας ένα Τυχαίο γεγονός;
Όχι, το παντρεμένο ζευγάρι, ο Αργύρης και η Φαίδρα, δεν είναι ιδανικό. Ζουν στη βίλα της Σαρωνίδας συμβατικά, στην ουσία ανέχεται ο ένας τον άλλο. Αυτό συμβαίνει σε πολλά ζευγάρια δεν είναι πρωτοφανές. Ναι, είχαν αρχίσει καλά, ο γάμος τους όμως δεν έχει απογειώσει τη σχέση τους. Συνηθισμένα πράγματα. Έτσι, το τυχαίο γεγονός, ο θάνατος της Φαίδρας σε τροχαίο δυστύχημα, είναι πράγματι η αρχή του κακού για τον Αργύρη. Και όπως ξέρουμε, ενός κακού μύρια έπονται.
-Η Πατρίσια Χάισμιθ και ο Ντοστογιέφσκι με το «Έγκλημα και Τιμωρία» είναι και η δική σας άποψη περί δικαιοσύνης; Είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Ναι, η Χάισμιθ και ο Ντοστογιέφσκι είναι δύο από τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Άλλοι είναι ο Πόε, ο Κάφκα, ο Τσάντλερ, η Δάφνη ντι Μοριέ. Στον «Κήπο με τις φράουλες» απλώς χρησιμοποιώ τις απόψεις τους για το έγκλημα και τον εγκληματία. Όχι, δεν συμφωνώ με την αφαίρεση μιας ανθρώπινης ζωής, κανένας δεν έχει το δικαίωμα να σκοτώνει για οποιοδήποτε λόγο. Ωστόσο, για χάρη της αφήγησης υιοθετώ αυτές τις απόψεις. Δηλαδή, ο Ντοστογιέφσκι θεωρεί πως για να σκοτώσει κανείς χρειάζεται εσωτερική δύναμη ώστε να κάνει αυτή την πράξη, ενώ η Χάισμιθ ισχυρίζεται πως ούτε η φύση ούτε η ζωή ενδιαφέρονται για την απόδοση δικαιοσύνης. Ο Ντοστογιέφσκι στο «Έγκλημα και τιμωρία» τιμωρεί τον Ρασκόλνικοφ που σκότωσε τη γριά ενεχυροδανείστρια για να της πάρει τα χρήματα, όμως ο Ρίπλεϊ της Χάισμιθ δεν τιμωρείται, ενώ θα έπρεπε.
-Ο ήρωάς σας είναι ένας Ρασκόλνικοφ της εποχής μας;
Όχι, όχι, ο Αργύρης, ο ήρωάς μου δεν είναι Ρασκόλνικοφ. Δεν σκοτώνει για τα χρήματα, σκοτώνει για να σώσει τη ζωή του που απειλείται. Φοβάται πως κάποιοι θα του κάνουν κακό και θέλει να τους προλάβει. Εδώ ισχύει το ρητό «Ο θάνατός σου η ζωή μου».
-Η σύνθετη και αντιφατική εποχή μας, ευνοεί ή επιτρέπει την ελαστική συνείδηση των ηρώων, αφήνοντας κατά συνέπεια τα εγκλήματα χωρίς τιμωρία;
Καμιά σύγχρονη κοινωνία δεν επιτρέπει την ατιμωρησία, μολονότι υπάρχει, και υπήρχε πάντα, μια ενστικτώδης αντίδραση στη διάπραξη ενός ας πούμε δίκαιου φόνου. Λένε, π.χ. «Καλά του έκανε» ή «Ν’ αγιάσει το χέρι του». Η κοινή γνώμη ενίοτε ικανοποιείται με το φόνο που διαπράττει κάποιος ως τιμωρία, χωρίς να περιμένει το Νόμο να το κάνει. Ξέρουμε όλοι πολύ καλά πως πολλοί εγκληματίες διαφεύγουν τη σύλληψη ή πως καμιά φορά το δικαστήριο αθωώνει άλλους λόγω αμφιβολιών ή λόγω ανεπαρκών αποδεικτικών στοιχείων. Να μου επιτρέψετε να καταθέσω πως τον Ιανουάριο παραβρέθηκα στο Εφετείο όπου έγινε η δίκη σε δεύτερο βαθμό των δύο Ρουμάνων, των φερομένων ως δολοφόνων του Μένη Κουμανταρέα. Οι συνήγοροι των κατηγορουμένων, οποίοι πρωτοδίκως καταδικάστηκαν σε ισόβια χωρίς ελαφρυντικά, προσπάθησαν να πείσουν το δικαστήριο πως οι εντολείς τους πρέπει να κηρυχθούν αθώοι λόγω αμφιβολιών. Η εισαγγελέας και το ακροατήριο όμως είχε διαφορετική γνώμη: αν τελικά αθωωθούν, το έγκλημα θα μείνει χωρίς τιμωρία. Αυτό η εποχή μας αυτό δεν το επιτρέπει.
-Στο καινούργιο σας αστυνομικό μυθιστόρημα μεταξύ των σύγχρονων προβλημάτων και το καινούργιο φαινόμενο των καιρών: η βαλκανική μαφία. Οι «ακατανόητοι» για τους πολλούς φόνοι, το σημερινό κίνητρο του φόνου είναι πια διαφορετικό;
Εδώ, μιλάμε για κάτι εντελώς διαφορετικό. Στον «Κήπο με τις φράουλες» υπάρχουν διάφορες μαφίες, βαλκανικές και ανατολικοευρωπαϊκές, ωστόσο αυτό το κοινωνικό πρόβλημα είναι δευτερεύον. Οι φόνοι μεταξύ των συμμοριών που τους ακούμε στις ειδήσεις σχεδόν καθημερινά, και μάλιστα διαπράττονται στην ίδια περιοχή όπου διαδραματίζεται το μυθιστόρημά μου, από τη Γλυφάδα έως το Σούνιο, δεν επηρεάζουν τη δράση του ήρωά μου. Οι φόνοι ανάμεσα στα μέλη αυτών των μαφιών δεν είναι ακατανόητοι, έχουν αιτία, το κίνητρο γι’ αυτούς είναι το συμφέρον. Ο ήρωάς μου απλώς προσπαθεί να σώσει τη ζωή του που απειλείται.
-Το ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα σας χρωστά πια και την ιστορία του, στο βιβλίο «Ιστορία της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας» είστε ο συγγραφέας του. Από τον Γιάννη Μαρή μέχρι των ημερών μας, το αστυνομικό μυθιστόρημα κατά πόσο είναι διαφορετικό;
Το βιβλίο μου «Ιστορία της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας» έχει ως υπότιτλο «Ο Γιάννης Μαρής και οι άλλοι». Ο Μαρής ήταν σπουδαίος συγγραφέας και αποτύπωσε στα έργα του την κοινωνία της εποχής του, από τη δεκαετία του 1950 έως εκείνην του 1970. Σήμερα όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει. Οι σύγχρονοι συγγραφείς αστυνομικών ιστοριών χρησιμοποιούν την αστυνομική πλοκή ως πρόσχημα –χάρη σε αυτήν μπορούν να εκφράσουν τις απόψεις τους για ποικίλα θέματα–, θέλουν να προβληματίσουν τους αναγνώστες και ίσως να αφυπνίσουν τις συνειδήσεις τους.
-Τελευταία όλο και πιο συχνά στο αστυνομικό μυθιστόρημα συναντάμε φιλοσοφικές και υπαρξιακές αναζητήσεις, κακούς μπάτσους, ατιμώρητους φόνους, κίνητρα που μας ήταν άγνωστα μέχρι χθες, μήπως αυτή η αυστηρότητα φόρμας, πλοκής, που υπήρχε, που ίσχυε μέχρι τώρα, δεν ισχύει πια;
Έχετε δίκιο. Σήμερα γράφονται αστυνομικά μυθιστορήματα με φιλοσοφικές και υπαρξιακές αναζητήσεις. Νομίζω πως σε αυτά αποτυπώνεται η πραγματικότητα που ζούμε και όχι μόνο η κοινωνία. Τον καιρό του Μαρή όλα σχεδόν τα εγκλήματα εξιχνιάζονταν και βεβαίως οι δράστες τιμωρούνταν. Σήμερα, αυτό δεν συμβαίνει, δεν είναι πάντοτε δυνατή η διαλεύκανσή τους. Επομένως, η αστυνομική λογοτεχνία έχει αλλάξει, κι αυτό παρατηρείται παγκοσμίως. Οι έλληνες συγγραφείς απλώς παίρνουν ιδέες από τους ξένους ομοτέχνους τους, Βρετανούς, Γάλλους, Αμερικανούς, ακόμα και Σκανδιναβούς, οι οποίοι λατρεύουν τη βία, το αίμα και τους ακρωτηριασμούς.
- Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, δηλαδή, για να είναι αστυνομικό τι πρέπει να έχει, για να το πούμε έτσι απλά;
Αστυνομικό είναι το μυθιστόρημα που έχει ένα έγκλημα, ή περισσότερα, που έχει έρευνα, υπόπτους και στο τέλος έχει την εξιχνίαση ή τη λύση του αινίγματος. Αρκετά μυθιστορήματα έχουν ως ήρωα έναν αστυνομικό, ή κάποιους αστυνομικούς, αυτό όμως δεν είναι απαραίτητο. Μπορεί να έχει έναν δημοσιογράφο, ας πούμε. Ή κάποιο άλλο πρόσωπο. Ένα καλό αστυνομικό πρέπει να έχει μυστήριο, συχνές ανατροπές και ει δυνατόν ένα απρόβλεπτο τέλος ώστε να σαγηνεύσει τον αναγνώστη. Ακόμα, ο συγγραφέας του είναι χρήσιμο να μιλήσει για τα συναισθήματα που οδηγούν κάποιον στο έγκλημα, να θίξει και την ψυχολογική πλευρά του ήρωα ή των ηρώων.
- Διαβάζοντας τελευταία το «Νεκροτομείο πλήρες» του Jean Patrick Manchette με αποσπάσματα από συνεντεύξεις του διάβασα το σχετικό με το polar, το σύνηθες κατ’ αυτόν, «καλοί αριστεροί», «κακού δεξιοί», σ’ αυτό, όμως, συναντάμε την εξής αντίφαση, σε κομμουνιστικές κοινωνίες, και στα βαλκάνια μέχρι πρότινος, γιατί δεν ευδοκίμησε το αστυνομικό μυθιστόρημα; Επειδή ήταν όλοι καλοί;
Ο Μανσέτ ήταν σημαντικός συγγραφέας, ήταν αυτός που μεταφύτευσε το σκληρό αμερικανικό αστυνομικό ανάγνωσμα στη Γαλλία. Επίσης, το πολιτικοποίησε, το εμπλούτισε με τις ιδέες του Μάη του 68. Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, ο ήρωάς του, ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ, θυμίζει τον Φίλιπ Μάρλοου του Τσάντλερ. Νομίζω πως στις βαλκανικές, αλλά και στις άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, το αστυνομικό μυθιστόρημα δεν ευδοκίμησε επειδή θεωρούνταν παρακμιακό. Ο Ρώσος Μαξίμ Γκόρκι, οπαδός του Στάλιν, είχε εκφέρει αρνητικές απόψεις για την αστυνομική λογοτεχνία, είπε πως αποτελεί «πνευματική τροφή των χορτασμένων της Ευρώπης». Αντιθέτως, ο Γερμανός Μπέρτολτ Μπρεχτ είχε δηλώσει πως είναι υπέρμαχος των αστυνομικών μυθιστορημάτων. Αλίμονο, καμιά κοινωνία σε καμιά εποχή δεν αποτελείται μόνο από καλούς πολίτες.
-Ο εκπρόσωπος του Καλού θα πρέπει και σήμερα να είναι αστυνομικός, ιδιωτικός ερευνητής ή δημοσιογράφος; Υπάρχει αστυνομικό χωρίς κανέναν απ’ αυτούς;
Γιατί να υπάρχει εκπρόσωπος του Καλού; Άλλο είναι αυτός που ερευνά ένα έγκλημα κι άλλο είναι αυτός να εκπροσωπεί το Καλό. Υπάρχουν έντιμοι αστυνομικοί αλλά αυτοί που εξιχνιάζουν ένα έγκλημα δεν είναι απαραίτητο να είναι καλοί χαρακτήρες. Μπορεί, ας πούμε, να χτυπούν τη γυναίκα τους ή κάποιον κρατούμενο. Ούτε το αστυνομικό ούτε τα άλλου είδους μυθιστορήματα πρέπει να είναι διδακτικά, δεν είναι δουλειά του συγγραφέα να προβάλλει το Καλό. Ιστορίες αφηγείται και κρίνεται από το αν κατορθώνει να συγκινήσει ή να τέρψει τους αναγνώστες
-Το σημερινό έγκλημα είναι συχνά ακατανόητο για τους πολλούς, έχουν αλλάξει τα κίνητρα επί των ημερών μας;
Τα κίνητρα για τη διάπραξη εγκλημάτων συνεχίζον να είναι τα ίδια, όπως πάντα, από καταβολής κόσμου: το χρήμα και το οικονομικό συμφέρον, οι οικονομικές διαφορές. Βεβαίως, ενίοτε το κίνητρο μπορεί να είναι το ερωτικό πάθος, η εκδίκηση, το μίσος. Μπορεί όμως να μην υπάρχει κίνητρο, δηλαδή κάποιος να σκοτώνει από διαστροφή –κάποιοι είναι διαταραγμένοι.
-Η πανδημία, αυτό που ζούμε, η καραντίνα, μπορεί να γεννήσει αστυνομικό;
Ασφαλώς, η πανδημία και ο συνακόλουθος εγκλεισμός μπορεί να γεννήσει ιδέες, μπορεί να γεννήσει καλά ποιήματα, καλά διηγήματα και καλά μυθιστορήματα. Βεβαίως, μπορεί να γεννήσει και καλά αστυνομικά. Λένε πως η καλή λογοτεχνία είναι καρπός δύσκολων συνθηκών, μένει να το δούμε.
-Κύριε Φιλίππου, ας υποθέσουμε ότι είναι η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα το δικό μας νουάρ, το δικό μας αστυνομικό. Θα μας βάλετε τίτλο;
Κυρία Γκίκα, είναι λίγο δύσκολο να σας απαντήσω αμέσως. Χρειάζομαι λίγο χρόνο για να σκεφτώ. Λοιπόν, ναι, το βρήκα. Ο τίτλος για τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα μπορεί να είναι δανεισμένος από τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Κι επειδή εφέτος γιορτάζουμε τα διακόσια χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση ας βάλω το «Διακόσια χρόνια μοναξιά». Σας ευχαριστώ πολύ.