Οι πρόωρες εκλογές θα περιόριζαν μια παρατεταμένη εκλογική περίοδο, όπως θα συνέβαινε αν πηγαίναμε σε κάλπες το 2019. Ταυτόχρονα θα έστελναν μήνυμα στον διεθνή παράγοντα για το ποια κυβέρνηση είναι πιο κατάλληλη να πραγματοποιήσει όλες εκείνες τις μεταρρυθμίσεις που θα κάνουν επιτέλους την ελληνική οικονομία πιο ανταγωνιστική, σημειώνει στο Liberal, ο καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιώργος Παγουλάτος.
Και εξηγεί ότι ο συνδυασμός των δυο αυτών κριτηρίων, πιθανόν να οδηγούσε τον διεθνή παράγοντα σε μια θετική αντιμετώπιση της προοπτικής πρόωρων εκλογών το φθινόπωρο του 2018.
Σχετικά με την πορεία της οικονομίας μετά τον Αύγουστο, επισημαίνει με νόημα ότι η έξοδος από το 3ο μνημόνιο τερματίζει την «ειδική σχέση» Αθήνας με Βερολίνο και Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καθώς η Ελλάδα δεν θα κρίνεται από την πολιτική εύνοια της Καγκελαρίου ή των Βρυξελλών, αλλά από τις αγορές, που είναι ανάλγητες, με ότι αυτό συνεπάγεται για εμάς.
Και δεδομένου ενός συνδυασμού κινδύνων που βλέπει μπροστά μας, από τις υψηλές δανειακές ανάγκες του 2019, την πορεία υλοποίησης των μεταμνημονιακών υποχρεώσεων της χώρας, έως τις ανησυχητικές ενδείξεις επιβράδυνσης στο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας της Ευρωζώνης, από την οποία εξαρτάται σε καθοριστικό βαθμό η ελληνική, χαρακτηρίζει ως πρόωρους και αδικαιολόγητους τους οποιουσδήποτε «πανηγυρισμούς» ενόψει της εξόδου.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
Κομισιόν και ΔΝΤ συμφωνούν ότι η φετινή ανάπτυξη της Ελλάδας θα είναι κάπου μεταξύ 1,9% και 2%, αντίστοιχα. Και μπορεί να είναι σαφώς υψηλότερη της περυσινής, ωστόσο στηρίζεται κυρίως στο θετικό διεθνές περιβάλλον, παρά στη δυναμική αυτής καθ' εαυτής της ελληνικής οικονομίας. Τι θα συμβεί επομένως σε περίπτωση επιβράδυνσης της ευρωπαϊκής οικονομίας; Είναι θωρακισμένη απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η ελληνική ;
To 2017, η οικονομία της Ευρωζώνης μεγεθύνθηκε κατά 2,4%. Οι τελευταίες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προβλέπουν ελαφρά επιβράδυνση της ανάπτυξης, σε 2,3% το 2018 και 2% το 2019. Είναι ανησυχητική η σχετική επιβράδυνση στο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας της Ευρωζώνης κατά το πρώτο τρίμηνο του 2018.
Επίσης ο επαπειλούμενος εμπορικός πόλεμος με τις ΗΠΑ δεν είναι θετικός δείκτης, ούτε και η διεθνής τάση ανόδου των επιτοκίων προς πιο φυσιολογικά επίπεδα.
Από τη πλευρά της πέρυσι, η ελληνική οικονομία ανέκαμψε, αλλά με σημαντική υστέρηση σε σχέση με την Ευρωπαϊκή, και η Ελλάδα εμφάνισε έναν από τους χαμηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης στην Ευρωζώνη. Δεν θα έπρεπε να είναι έτσι, μετά από τόσα χρόνια βαθιάς ύφεσης και σε ένα διεθνές περιβάλλον δυναμικής ανάπτυξης. Προφανώς, και η αδύναμη ανάκαμψη ήταν συνάρτηση της κακής επίδοσης του 2016, σε συνδυασμό με το περιβάλλον λιτότητας και υπερφορολόγησης.
Είναι επομένως σαφές ότι μια επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της ευρωπαϊκής και διεθνούς οικονομίας θα αποδυναμώσει την ανάκαμψη της ελληνικής, που βαρύνεται περαιτέρω με τον πολύ επαχθή συνδυασμό φόρων και ασφαλιστικών εισφορών (όπως έδειξαν και τα πρόσφατα στοιχεία του ΟΟΣΑ).
Ιδιαίτερα καθώς οι μόνιμες διαρθρωτικές παθογένειες (όπως γραφειοκρατία και δυσλειτουργίες της δημόσιας διοίκησης), εμμένουν. Αυτά είναι τα «δυο πρόσωπα» της ελληνικής οικονομίας: Αδύναμη ανάκαμψη μεν, αλλά και ισχυροί παράγοντες στασιμότητας που επιμένουν.
Εισερχόμαστε όμως σε μια εποχή όπου η ποσοτική χαλάρωση τελειώνει, μαζί της και το φθηνό χρήμα, ειδικά για το προφίλ των χωρών της περιφέρειας (σσ: ας μην ξεχνάμε ότι η Ιταλία βρίσκεται πάλι σε πολιτικό αδιέξοδο). Έπειτα η ελληνική έξοδος θα συνοδεύεται όπως φαίνεται από πολλά conditionalities, με το πολιτικό ρίσκο μπροστά, και άλυτες παλιές και νέες παθογένειες. Είναι επομένως τέτοια η εικόνα ώστε να δικαιολογεί «πανηγυρισμούς»;
Η διαφαινόμενη (αν και ακόμα επισφαλής) αποφοίτηση από το 3ο Μνημόνιο είναι μια θετική εξέλιξη για τη χώρα. Όμως οποιοιδήποτε «πανηγυρισμοί» είναι προφανώς πρόωροι και αδικαιολόγητοι.
Πρώτον, οι απαιτήσεις για την ολοκλήρωση της τελευταίας αξιολόγησης είναι υψηλές, και ένας μικρός μόνο αριθμός των 88 προαπαιτουμένων έχουν ολοκληρωθεί. Και η έγκαιρη αλλά και επιτυχής υλοποίηση του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού, είναι αναγκαία για να επιτύχουμε ευνοϊκότερους όρους σε ό,τι αφορά τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.
Δεύτερον, διαφαίνεται ότι η απουσία ενός «καθαρού μεταμνημονιακού διαδρόμου» και η εξάρτηση μελλοντικών ελαφρύνσεων χρέους από δημοσιονομικές και μεταρρυθμιστικές επιδόσεις ενδέχεται να δημιουργήσει αμφιβολία και ανησυχία στους επενδυτές, αποτρέποντας μια δραστική αποκλιμάκωση των επιτοκίων. Έπειτα, μια αναζωπύρωση του «κινδύνου περιφέρειας» λόγω Ιταλίας θα επιδρούσε αρνητικά στο ελληνικό κόστος δανεισμού.
Τα ρωτώ όλα αυτά γιατί η μόνιμη επωδός της κυβέρνησης είναι «μην ανησυχείτε, κτίζουμε μαξιλάρι ασφαλείας». Με τη διαφορά όμως ότι το μαξιλάρι αυτό, κτίζεται με πανάκριβο βραχυπρόθεσμο δανεισμό, όπως repos, επιβαρύνοντας την οικονομία, και μεταθέτοντας το πρόβλημα στην επόμενη...
Το λεγόμενο «μαξιλάρι ρευστότητας» πρόκειται να υποκαταστήσει την απουσία προγράμματος ή προληπτικής πιστοληπτικής γραμμής τύπου PCCL ή ECCL. Αυτό απαλλάσσει την ελληνική κυβέρνηση από το δυσάρεστο νέο μνημόνιο που θα ακολουθούσε μια πιστοληπτική γραμμή -κάτι στο οποίο συγκλίνει με αρκετές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που δεν θα ήθελαν επ' ουδενί να φέρουν στα κοινοβούλια τους προς ψήφιση ένα νέο ελληνικό πρόγραμμα.
Όμως, η στήριξη στο μαξιλάρι ρευστότητας σημαίνει επίσης σχετικά υψηλότερο κόστος δανεισμού. Και η απώλεια του waiver για την προσφυγή των ελληνικών τραπεζών στο Ευρωσύστημα, καθώς και η εκτεταμένη χρηματοδότηση με repos, συνεπάγονται μια επιπλέον επιβάρυνση στο κόστος χρηματοδότησης.
Tο κυριότερο όμως είναι ότι ο «κίνδυνος χώρας» μετά τον Αύγουστο 2018, θα εξαρτάται άμεσα από την πορεία υλοποίησης των μεταμνημονιακών υποχρεώσεων της χώρας (στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας και της τριμηνιαίας παρακολούθησης της πορείας της ελληνικής οικονομίας από τους θεσμούς).
Η ανησυχία μου αφορά το συνδυασμό των υψηλών δανειακών αναγκών το 2019, με τους παράγοντες όξυνσης του πολιτικού κινδύνου, όπως αυτός προσλαμβάνεται από τις αγορές. Το εκλογικό έτος 2019, σε συνάρτηση με τον ορίζοντα εκλογής Προέδρου μέχρι το Μάρτιο 2020, και έναν εκλογικό νόμο απλής αναλογικής, δημιουργούν ένα περιβάλλον αυξημένης πολιτικής αβεβαιότητας που θα θέσει πολύ ψηλά τον πήχη των απαιτήσεων για κυβερνητική σταθερότητα και αποτελεσματικότητα, προκειμένου να καμφθούν οι ανησυχίες των αγορών.
Συμφωνείτε εντέλει ότι η έξοδος από το μνημόνιο κλείνει μεν μια σελίδα, όμως ανοίγει μια άλλη γεμάτη με αβεβαιότητα παρά με σιγουριά ; Το λέω γιατί ως τώρα το πολιτικό προσωπικό είχε συνηθίσει ότι στα δύσκολα μπορεί να σηκώσει ο Πρωθυπουργός το τηλέφωνο και να μιλήσει για παράδειγμα με την Καγκελάριο. Αυτό από το καλοκαίρι και μετά παύει να ισχύει. Ποιο θα βλέπατε ως το πιο πιθανό σενάριο για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, μετά τον Αύγουστο ;
Η έξοδος από το Μνημόνιο πράγματι τερματίζει και την «ειδική σχέση» που εκ των πραγμάτων (λόγω Μνημονίων) είχε οικοδομήσει ο Έλληνας Πρωθυπουργός με το Βερολίνο. Μετά τον Αύγουστο, η Ελλάδα είναι «on its own». Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει διαρκώς με τις πράξεις της να συντηρεί ένα υψηλό κεφάλαιο αξιοπιστίας, καθώς θα κρίνεται όχι από την πολιτική εύνοια του Βερολίνου ή των Βρυξελλών, αλλά από τις αγορές, που είναι ανάλγητες, δεν ενδιαφέρονται για τη συνοχή της Ευρώπης, και δεν έχουν πολιτικά κριτήρια.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι η καγκελάριος Μέρκελ έχει απέναντί της ένα εξαιρετικά σκεπτικιστικό ή ευθέως εχθρικό κοινοβούλιο απέναντι σε οποιεσδήποτε παραχωρήσεις προς την Ελλάδα, καθώς ο συνασπισμός της είναι αδύναμος, και το AfD πρακτικά σε θέση αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Υπό την έννοια αυτή, δεν θα έπρεπε να εκπλησσόμαστε από το γεγονός ότι ο νέος υπουργός Οικονομικών Scholz, παρότι στέλεχος του SPD, ακολουθεί ουσιαστικά την πολιτική του προκατόχου του. Και επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε (αν και πάντα τείνουμε να υποτιμούμε) ότι το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο θέτει αυστηρούς περιορισμούς και προϋποθέσεις σε μια μεγαλύτερη «γενναιοδωρία» ή «ευελιξία» προς την Ελλάδα ως προς την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους.
Έπειτα ας μη ξεχνάμε ότι από το 2019 η ΕΕ θα βρίσκεται σε τροχιά ευρωεκλογών. Τι σημαίνει αυτό για εμάς ;
Σημαίνει ότι περιορίζονται σημαντικά τα περιθώρια πολιτικών πρωτοβουλιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η νέα μάλιστα Επιτροπή δεν θα είναι σε θέση να αναλάβει πρωτοβουλίες πριν από το φθινόπωρο του 2019.
Επομένως, με δυο λόγια, η Ελλάδα μετά τον Αύγουστο θα κρίνεται πιο αυστηρά στην υλοποίηση των μεταμνημονιακών της υποχρεώσεων.
Η μεταρρυθμιστική αξιοπιστία και οι έμπρακτες κυβερνητικές επιδόσεις θα καθορίσουν εάν μπορούμε να προσδοκούμε επόμενους γύρους ελάφρυνσης χρέους και μείωσης των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος μετά το 2022. Ή αντίθετα, εάν θα παγιδευτούμε σε ένα κύκλο χαμηλών-αρνητικών προσδοκιών, υψηλού κόστους δανεισμού, απροθυμίας επενδυτών, και αναπτυξιακής στασιμότητας.
Εκτός από την υπερφορολόγηση, είναι και η επικείμενη μείωση έως 18% των συντάξεων από τον Ιανουάριο του 2019, που λειτουργεί ανασταλτικά, τόσο ως προς την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, όσο και ως προς την πολιτική βεβαιότητα.
Το λέω γιατί αν υπάρχει ένας ισχυρός παράγοντας στην οικονομία που να δικαιολογεί σενάρια πρόωρων εκλογών, αυτός είναι το ψαλίδι στις συντάξεις. Τις φοβάται ή όχι ο διεθνής παράγοντας τις πρόωρες εκλογές στην Ελλάδα, και γιατί ;
Γενικά, οι πρόωρες εκλογές τείνουν να αντιμετωπίζονται από τις αγορές ως μια αρνητική εξέλιξη, ως «market negative», καθώς επιτείνουν την αβεβαιότητα. Αυτό ισχύει γενικά και για τον λεγόμενο «διεθνή παράγοντα», δηλαδή ΕΕ και διεθνείς οργανισμούς.
Θα έλεγα όμως ότι στην προκείμενη περίπτωση υπάρχουν κάποια ειδικότερα στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να μεταβάλουν αυτή τη στάση. Πρώτον, οι πρόωρες εκλογές θα περιόριζαν μια παρατεταμένη εκλογική περίοδο, όπως πιθανότατα θα προέκυπτε εάν είχαμε εκλογές το 2019, με όλες τις αρνητικές επιπτώσεις στην πορεία προσαρμογής και μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας.
Δεύτερον, το κρίσιμο κριτήριο των αγορών και του «διεθνούς παράγοντα» μετά την ολοκλήρωση του 3ου Μνημονίου θα είναι ποια κυβέρνηση είναι πιο κατάλληλη για να πραγματοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις εκείνες (μείωση της γραφειοκρατίας, αποκρατικοποιήσεις, απελευθέρωση των αγορών, βελτίωση της δημόσιας διοίκησης, μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης, κλπ) που θα αυξήσουν την παραγωγικότητα και εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας και την ελκυστικότητά της σε ξένες άμεσες επενδύσεις.
Ο συνδυασμός των δυο αυτών κριτηρίων πιθανόν να οδηγούσε τον διεθνή παράγοντα σε μια θετική αντιμετώπιση της προοπτικής πρόωρων εκλογών το φθινόπωρο του 2018.
* Ο Γιώργος Παγουλάτος είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών