Γελοίοι ή αδίστακτοι;

Γελοίοι ή αδίστακτοι;

Του Σάκη Μουμτζή

Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για τον Β. Πολύδωρα φανερώνει την απόγνωση που διακατέχει την ηγετική ομάδα του, καθώς δεν διεννοείτο πως υπήρχε ποτέ περίπτωση το Συμβούλιο της Επικρατείας να θεωρήσει αντισυνταγματικό τον νόμο Παππά. Ο Α. Τσίπρας όταν δήλωνε στη Θεσσαλονίκη πως «δεν υπάρχει ούτε μια στο εκατομμύριο ο νόμος αυτός να βγει αντισυνταγματικός» το πίστευε.

Στην πολιτική κουλτούρα των στελεχών της ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν υπάρχει η έννοια της ανεξαρτησίας των θεσμών. Πιστεύουν πως, επειδή τα πάντα ανάγονται σε τελική ανάλυση στην πολιτική, η δική τους «πρωτοπόρα» βούληση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν θεσμό, από καμία αρχή.

Γι΄ αυτό και πανικοβλήθηκαν όταν με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας διαπίστωσαν πόσο λάθος έκαναν σε αυτήν την εκτίμηση τους. Και άρχισαν οι σπασμωδικές αντιδράσεις που μεγέθυναν το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν. Που τους απέκοπταν από ανθρώπους που τους έβλεπαν με σχετική συμπάθεια ακόμα. Η πρόταση για τον Β. Πολύδωρα ήταν το αποκορύφωμα. Ήταν όμως απλά μια πράξη απόγνωσης, μια πράξη γελοιότητας, μια απονενοημένη κίνηση ή μήπως υπάρχει ένας γενικότερος σχεδιασμός, μέρος του οποίου είναι η συγκεκριμένη πρόταση;

Προφητείες δεν κάνω, μόνον σχολιασμό. Έτσι θα αναπτύξω τις σκέψεις μου που αποτυπώνουν μιαν πιθανή εξέλιξη δίπλα σε άλλες που εξίσου καλά υπάρχουν.

Αρχικά, νομίζω πως η πρόταση αυτή έγινε για να απορριφθεί. Την κυβέρνηση την ενδιαφέρει η κατάθεση και η υπερψήφιση του νόμου - γέφυρα, πρώτον για να φανεί πως αυτή υποχρεώνει τους καναλάρχες να πληρώσουν και δεύτερον γιατί θέλει να βάλει στο τηλεοπτικό σκηνικό άμεσα τους Σαββίδη, Μαρινάκη, Καλογρίτσα. Μα, και ο νόμος αυτός θα βγει αντισυνταγματικός! Προφανώς αυτό δεν την ενδιαφέρει. Γιατί τα ίδια της έλεγαν έγκριτοι νομικοί και για τον νόμο Παππά και αυτή εκώφευε.

Τον νόμο - γέφυρα, και ό,τι αυτός σημαίνει, δεν μπορούμε να τον δούμε αποκομμένο από τη μεγάλη εικόνα της πολιτικής ζωής της χώρας. Είναι γεγονός, πέραν πάσης αμφισβητήσεως, πως ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει δύο σοβαρά προβλήματα που είναι αλληλένδετα. Την υπόθεση του χρέους και τη δεύτερη αξιολόγηση. Έγραφα πριν από λίγες μέρες πως το αδιέξοδο συνίσταται πως για να αρχίσει η συζήτηση για το χρέος πρέπει να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση, που περιλαμβάνει οδυνηρές μεταρρυθμίσεις που θίγουν τον σκληρό πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό σημαίνει πως θα προστεθεί επιπλέον πολιτική φθορά στην ήδη υπάρχουσα, η δε συζήτηση για το χρέος θα έχει αβέβαια αποτελέσματα. Δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να πληρώσει μετρητοίς και να εισπράξει με μεταχρονολογημένη επιταγή που πολύ δύσκολα προεξοφλείται πλέον.

Επειδή τις προκαταβολικές εγγυήσεις για το χρέος δεν του τις δίνουν οι εταίροι - δανειστές, νομίζω πως δεν θα ολοκληρώσει την πολιτικά κοστοβόρα δεύτερη αξιολόγηση. Θα προχωρήσει σε εκλογές μέσα σε σκηνικό ρήξης και εθνολαϊκιστικής έξαρσης. Απαραίτητη προϋπόθεση γι΄ αυτό είναι να ανευρεθούν και οι εγχώριοι υπονομευτές του έργου της συγκυβέρνησης. Και ο κύκλος τους έχει διευρυνθεί. Δίπλα στους γερμανοτσολιάδες πολιτικούς, συντάσσονται πλέον και οι ανώτατοι δικαστικοί και οι καναλάρχες.

Μέσα σε αυτό το διαμορφωμένο τοπίο φαντάζει η προσφυγή στις κάλπες ως λύση win-win για τον ΣΥΡΙΖΑ. Θα χάσει μεν, αλλά θα συγκεντρώσει ένα ευπρόσωπο ποσοστό και συγχρόνως θα αφήσει στον Κυριάκο Μητσοτάκη να διαχειρισθεί τη δεύτερη αξιολόγηση. Επιπροσθέτως, επειδή οι εκλογές θα γίνουν με λίστα, η ηγεσία του κόμματος θα έχει μια πειθαρχημένη ομάδα 60 περίπου βουλευτών.

Προβάλλω αυτήν την πορεία των γεγονότων ως την πιθανή, γιατί ο δρόμος της λογικής και της δημοκρατικής ομαλότητας είναι ολοφάνερος. Κατάργηση του νόμου Παππά και επαναφορά των αρμοδιοτήτων στο ΕΣΡ, συγκρότηση του και προκήρυξη και διενέργεια του διαγωνισμού.

Όσο αυτός, ο δια γυμνού οφθαλμού ορατός, οδικός δημοκρατικός χάρτης δεν επιλέγεται, τόσο έχουμε κάθε δικαίωμα να σκεφτόμαστε άλλα σενάρια. Το βέλτιστο δε από αυτά είναι η διενέργεια εκλογών.