Η κυβέρνηση γνωρίζει ότι δεν έχει τα περιθώρια πραγματικής μονομερούς διευθέτησης στο θέμα της πρώτης κατοικίας, για λόγους λοιπόν εσωτερικών εντυπώσεων, επιδίδεται σε ένα chicken game, με πιθανότερο σενάριο στο τέλος να συμβιβασθεί, τονίζει στο liberal.gr, ο Γιώργος Παγουλάτος, μιλώντας για λεονταρισμούς οι οποίοι γίνονται για το θεαθήναι.
Σχολιάζοντας αυτό το μπρα ντε φερ με τους δανειστές για την προστασία της πρώτης κατοικίας και το χωρίς αποτέλεσμα χθεσινό EuroWorking Group, ο καθηγητής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, δεν αποκλείει η κυβέρνηση να προχωρήσει σε μονομερή κατάθεση της επίμαχης διάταξης, και στη συνέχεια, πριν την ψήφισή της, να τροποποιήσει το τελικό κείμενο, ενσωματώνοντας τις αντιρρήσεις των δανειστών. "Νομίζω ότι η βασική υποχώρηση θα γίνει από την κυβέρνηση, απέναντι στην οποία πιθανόν να γίνουν κάποιες αντίστοιχες κινήσεις καλής θέλησης από πλευράς των θεσμών", όπως λέει χαρακτηριστικά.
Αποδίδει τη σκλήρυνση της στάσης των δανειστών το τελευταίο μήνα, στο γεγονός ότι διέγνωσαν τον κίνδυνο εκτροχιασμού της οικονομίας, δηλαδή ότι η κυβέρνηση Τσίπρα "όχι μόνο έσπευσε να εκμεταλλευθεί τη στήριξη των Ευρωπαίων για τις εσωτερικές προεκλογικές της σκοπιμότητες", αλλά και ότι "με το πάγωμα των μεταρρυθμίσεων και την υπαναχώρηση σε ορισμένες από αυτές, διακινδυνεύει να αντιστρέψει την πορεία προσαρμογής", δίχως να αγωνιά ιδιαίτερα αφού τον λογαριασμό θα τον πληρώσουν οι επόμενοι.
Μιλά για τη διαφαινόμενη επιβράδυνση της Ευρωζώνης, θυμίζει ότι η Ελλάδα παραμένει πάντα ο αδύναμος κρίκος, που την καθιστά κατά προτεραιότητα αποδέκτη κάθε αρνητικής διαταραχής, και επικαλείται το ρητό "η εμπιστοσύνη έρχεται με τα πόδια και φεύγει καβάλα στο άλογο", για να δείξει πόσο εύκολα μπορούν να εξαερωθούν οι κόποι και οι θυσίες των μνημονιακών χρόνων.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη:
Το τελευταίο διάστημα, με επίκεντρο την α'' κατοικία, οι τεχνοκράτες των ευρωπαϊκών θεσμών έχουν γίνει "κόκκινο πανί" για ορισμένα στελέχη της κυβέρνησης, που προτιμούν διαπραγμάτευση σε πολιτικό επίπεδο. Είναι θα λέγατε, ένα chicken game αυτό που βλέπουμε να παίζει ξανά η κυβέρνηση;
Η διαπραγμάτευση σε πολιτικό επίπεδο όταν πρόκειται για συγκεκριμένα ζητήματα μνημονιακά ή μεταμνημονιακά είναι κάτι στο οποίο οι ευρωπαϊκοί θεσμοί έχουν απαντήσει προ πολλού.
Κι η απάντηση είναι ότι οι πολιτικές ηγεσίες της ΕΕ θέτουν το γενικό πλαίσιο, εκεί υπάρχει ίσως η πολιτική διαπραγμάτευση, αλλά τα ειδικότερα ζητήματα διευθετούνται με τα τεχνοκρατικά στελέχη των θεσμών. Και εδώ έχουμε την αποσαφήνιση των συγκεκριμένων όρων του διάδοχου πλαισίου του «νόμου Κατσέλη».
Δεν έχει βοηθήσει το γεγονός ότι στην προηγούμενη μορφή του ο νόμος επί χρόνια αποτέλεσε ομπρέλα προστασίας αμέτρητων στρατηγικών κακοπληρωτών. Ούτε έχουν βοηθήσει οι ευθύνες αυτής της κυβέρνησης για την επιδείνωση της πορείας αύξησης των κόκκινων δανείων το 2015.
Η θλιβερή πραγματικότητα είναι ότι ενώ τα ποσοστά των κόκκινων δανείων σε άλλες χώρες μειώνονται δυναμικά, τα επίπεδά τους στην Ελλάδα παραμένουν απογοητευτικά. Η Κύπρος είχε τη μεγαλύτερη μείωση (κατά 8,5% μεταξύ Ιουνίου 2017 και Ιουνίου 2018), τα ποσοστά των κόκκινων δανείων στην Πορτογαλία και στην Ισπανία, ακόμα και στην Ιταλία, είναι κάτω από 7%, όμως στην Ελλάδα παραμένουν πολύ υψηλά. Είναι προφανές ότι χρειάζονται γενναιότερες πρωτοβουλίες.
Επομένως, ναι, διαφαίνεται ένα chicken game που διεξάγεται για τις εσωτερικές εντυπώσεις, με διαφαινόμενο τον τελικό συμβιβασμό από πλευράς της κυβέρνησης.
Το ρωτώ γιατί ενώ η κυβέρνηση διαμήνυε προ ημερών εν είδει απειλής ότι θα προβεί ακόμη και σε μονομερή ενέργεια, καταθέτοντας τη διάταξη για την α' κατοικία στη Βουλή την Παρασκευή, παρ' ό,τι η απόσταση με τους δανειστές παρέμενε, τελικά δεν το έκανε, προκειμένου, να υπάρξουν περιθώρια κάποιας νέας συνεννόησης μαζί τους…
H εμπειρία από το παρελθόν έχει δείξει ότι οι λεονταρισμοί κοστίζουν ακριβά. Θετικό είναι το γεγονός ότι η κυβέρνηση δεν προχώρησε σε μονομερή κατάθεση, κάτι τουλάχιστον δείχνει να μαθαίνει από την προηγούμενη εμπειρία.
Δεν θα απέκλεια η κυβέρνηση να προχωρήσει σε μονομερή κατάθεση των νομοθετικών διατάξεων, και στη συνέχεια πριν από τη νομοθέτηση να τροποποιήσει το τελικό κείμενο ενσωματώνοντας τις αντιρρήσεις των θεσμών.
Η κυβέρνηση γνωρίζει ότι δεν έχει τα περιθώρια πραγματικής μονομερούς διευθέτησης, όταν αυτή δεν γίνεται αποδεκτή από τον SSM (που γενικά έχει στηρίξει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα) και κινδυνεύει να απορριφθεί από την Κομισιόν (DG Comp). Γι΄αυτό θεωρώ ότι οι λεονταρισμοί είναι για το θεαθήναι.
Στο τέλος ποιος πιστεύετε ότι θα υποχωρήσει πρώτος ; Οι δανειστές που υποστηρίζουν ότι τα όρια της ρύθμισης προστατεύουν ακόμη και στρατηγικούς κακοπληρωτές ή η κυβέρνηση που διαμηνύει ότι δεν μπορεί να κάνει πίσω για ένα τόσο ευαίσθητο θέμα, και μάλιστα ενόψει εκλογών;
Νομίζω ότι η βασική υποχώρηση θα γίνει από την κυβέρνηση, απέναντι στην οποία πιθανόν να γίνουν κάποιες αντίστοιχες κινήσεις καλής θέλησης από πλευράς των θεσμών.
Εδώ και καιρό πάντως, ενόψει εκλογών, Αθήνα και Βρυξέλλες παίζουν ένα "pretend-pretend" παιχνίδι. Η μεν Αθήνα προσποιείται ότι κάνει μεταρρυθμίσεις, οι δε Βρυξέλλες κάνουν ότι δεν ρωτούν. Τελευταίως ωστόσο η Κομισιόν έχει ανεβάσει κάπως την κριτική της, όπως έκανε πρόσφατα ο Ντ. Κοστέλο. Που το αποδίδετε αυτό;
Έτσι είναι. Η αποφοίτηση από το 3ο Μνημόνιο, η συμφωνία των Πρεσπών, η βούληση των Ευρωπαίων να «κλείσουν» το ελληνικό ζήτημα βαφτίζοντάς το όπως-όπως ως «success», η ανάγκη να επικεντρωθεί η ΕΕ στις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει (το πρόβλημα της Ιταλίας, το Brexit, την άνοδο των εθνικιστών στις ερχόμενες Ευρωεκλογές), όλα αυτά δημιούργησαν ένα κεφάλαιο ευρωπαϊκής ανεκτικότητας ή ακόμα και στήριξης προς την κυβέρνηση Τσίπρα.
Όμως η κυβέρνηση έσπευσε να εκμεταλλευθεί το περιθώριο αυτό για τις εσωτερικές προεκλογικές της σκοπιμότητες. Και όχι μόνο αυτό, αλλά με το πάγωμα των μεταρρυθμίσεων και την υπαναχώρηση σε ορισμένες από αυτές διακινδυνεύει να αντιστρέψει την πορεία προσαρμογής της οικονομίας, πράγμα για το οποίο η κυβέρνηση δεν δείχνει να αγωνιά ιδιαίτερα, αφού τις οικονομικές επιπτώσεις μιας επιδείνωσης θα τις υποστεί η επόμενη κυβέρνηση της ΝΔ.
Αυτόν τον κίνδυνο εκτροχιασμού διέγνωσε η Κομισιόν και οι λοιποί ευρωπαϊκοί θεσμοί, και γι' αυτό διαμήνυσαν «ως εδώ».
Τελικά όλοι αυτοί οι λεονταρισμοί, τι κινδύνους κρύβουν; Μήπως ναρκοθετούν την οικοδόμηση εμπιστοσύνης;
Η εξαέρωση της εμπιστοσύνης και το πάγωμα της οικονομικής ανάκαμψης και προσαρμογής είναι οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι. Οι φίλοι μας Ευρωπαίοι εταίροι έχουν ένα ρητό: η εμπιστοσύνη έρχεται με τα πόδια και φεύγει καβάλα στο άλογο.
Η κυβέρνηση Τσίπρα-Βαρουφάκη μέσα σε λίγους μήνες εξανέμισε το πολύτιμο κεφάλαιο αξιοπιστίας που είχε οικοδομήσει με τεράστιες θυσίες η χώρα, και ως συνέπεια χρειάστηκαν νέα σκληρά (και εν πολλοίς περιττά) μέτρα λιτότητας για να ανακτηθεί το απωλεσθέν κεφάλαιο.
Η προεκλογική χαλάρωση βλάπτει σοβαρά μια οικονομία που δεν έχει ακόμα καταφέρει να σταθεί στα πόδια της. Η θέση μας στις αγορές είναι αδύναμη και επισφαλής. Βέβαια ο κίνδυνος είναι αυτό να μην απασχολεί καν μια κυβέρνηση που βρίσκεται σε πορεία αποχώρησης από την εξουσία με βασική μέριμνα τις επόμενες εκλογές.
Τα νέα για την οικονομία της Ευρωζώνης δεν είναι καλά, καθώς συνεχίζει να αντιμετωπίζει "παρατεταμένη αδυναμία και διάχυτη αβεβαιότητα", όπως φαίνεται να ενημέρωσε ο Μ. Ντράγκι τους 27 ηγέτες. Εκτός από λιγότερες φέτος τουριστικές κρατήσεις, τι άλλο μπορεί να σημαίνει αυτός ο κίνδυνος για την Ελλάδα ;
Ασφαλώς μια διαφαινόμενη οικονομική επιβράδυνση της Ευρωζώνης θα έχει αισθητή επίπτωση στην οικονομία μας λόγω μείωσης της ζήτησης, που θα πλήξει τις ελληνικές εξαγωγές πέραν του τουρισμού. Δυστυχώς η ελληνική οικονομία παραμένει ο αδύναμος κρίκος της Ευρωζώνης, το οποίο την καθιστά κατά προτεραιότητα αποδέκτη κάθε αρνητικής διαταραχής.
Στα θετικά, πιθανόν καθυστερεί η «κανονικοποίηση» της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ -όπως ήδη συμβαίνει με το Fed το οποίο αποφάσισε να αναστείλει την αύξηση των επιτοκίων. Βέβαια εμείς, για τους γνωστούς λόγους, χάσαμε την μοναδική περίοδο ευκαιρίας των μηδενικών επιτοκίων και του προγράμματος αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ κατά το διάστημα 2015-2018.
Ανησυχώ όμως επίσης και για τις ευρύτερες πολιτικές επιπτώσεις της οικονομικής επιβράδυνσης της Ευρωζώνης, και ιδίως της γερμανικής οικονομίας. Μια αρνητική οικονομική συγκυρία τείνει να καθιστά τις κυβερνήσεις χωρών όπως η Γερμανία, η Ολλανδία, αλλά και η Γαλλία, λιγότερο εξωστρεφείς, «ευρωπαϊστικές», γενναιόδωρες στην ευρωπαϊκή τους πολιτική και πιο ανασφαλείς και εθνικά εσωστρεφείς.
Δεδομένου ότι η Ευρωζώνη χρειάζεται ακόμα γενναίες πολιτικές και μεταρρυθμίσεις αλληλεγγύης και επιμερισμού κινδύνων (risk-sharing) αυτό δεν αποτελεί θετική εξέλιξη.
* Ο Γιώργος Παγουλάτος είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.