Του Γιάννη Παντελάκη
Οι εφημερίδες, δεν κλείνουν ή δεν κινδυνεύουν να κλείσουν μόνο λόγω του υπερδανεισμού τους την εποχή της πλαστής ευημερίας στον οποίο δεν μπορούν ν'' ανταποκριθούν. Ούτε μόνο επειδή έπαιξαν στο παιχνίδι της διαπλοκής και κάποιες έχασαν. Ούτε καν μόνο επειδή μια κυβέρνηση έβαλε το χεράκι της για να τις σπρώξει στον γκρεμό. Οι εφημερίδες κλείνουν-κυρίως- επειδή δεν πουλάει το προϊόν που προσφέρουν. Δεν είναι ελκυστικές, δεν καταφέρνουν να ανταποκριθούν στον ανταγωνισμό με τα νέα Μέσα.
Η αλήθεια αυτή, αποτυπώνεται στους αριθμούς οι οποίοι είναι αμείλικτοι. Μια τυχαία ημέρα (16/12/2016) τα στοιχεία του πρακτορείου διακίνησης του τύπου (Άργος), δείχνουν πως αθροιστικά οι λεγόμενες απογευματινές (που ωστόσο κυκλοφορούν σχεδόν παράλληλα με τις πρωινές) πούλησαν 71.120 φύλλα. Η πρώτη σε κυκλοφορία εφημερίδα, ΤΑ ΝΕΑ, πούλησαν την ημέρα εκείνη 12.810 φύλλα , η τελευταία, η ΕΣΤΙΑ, 1.150 φύλλα. Για να κατανοήσει κάποιος το μέγεθος του προβλήματος που αφορά στην χαμηλή απήχηση των εφημερίδων, αρκεί να έχει υπόψη του ένα συγκριτικό στοιχείο. Ένα ειδησεογραφικό site σχετικά καλής επισκεψιμότητας, έχει καθημερινά 50-60.000 μοναδικούς αναγνώστες. Περίπου δηλαδή όσο όλες οι απογευματινές εφημερίδες μαζί!
Στην χώρα κυκλοφορούν, έντεκα απογευματινές εφημερίδες και πέντε πρωινές (οι τελευταίες-με εξαίρεση την Καθημερινή η οποία δεν δημοσιεύει τις κυκλοφορίες της- πούλησαν την ιδία ημέρα 9.150 φύλλα) . Επίσης κυκλοφορούν οκτώ αθλητικές εφημερίδες με συνολικές πωλήσεις 23.660 φύλλα. Αυτό το τελευταίο συμβαίνει σε μια χώρα με εντελώς ανυπόληπτο ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα και όταν σε χώρες με κορυφαία πρωταθλήματα (Ιταλία, Ισπανία, Βρετανία κ.α.), υπάρχουν λιγότερες αθλητικές εφημερίδες απ' όσα τα δάκτυλα ενός χεριού.
Με δυο λόγια, παράγουμε περισσότερες εφημερίδες απ' όσες μπορούμε να καταναλώσουμε. Σε μια χώρα μάλιστα, όπου παραδοσιακά (και όχι μόνο την εποχή της κρίσης), η πλειονότητα των ανθρώπων δεν διαβάζουν/αν εφημερίδες, ούτε βιβλία. Δεν είχαμε ποτέ ανάλογες διακρίσεις σε αντίθεση με την πλειονότητα των Ευρωπαϊκών χωρών.
Η οικονομική κρίση, ήρθε να επιδεινώσει καθοριστικά την κατάσταση στον γραπτό τύπο, όμως η κρίση του τύπου έχει προηγηθεί αρκετά πριν από την οικονομική κρίση. Απλά παλαιότερα με διάφορους τρόπους (προσφορές, δώρα, δανεισμός κ.ο.κ.) οι εφημερίδες επιβίωναν με σχεδόν οριακό τρόπο.
Η κρίση του γραπτού τύπου, δεν οφείλεται μόνο στην αδυναμία του να ανταποκριθεί στα νέα δεδομένα που προέκυπταν κάθε φορά (είσοδος ιδιωτικής τηλεόρασης και ραδιοφώνου, επέκταση του διαδικτύου, κοινωνικά μέσα δικτύωσης κ.α.). Ακόμα και όταν κάποιες εφημερίδες επιχείρησαν να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες, υπήρχε ένα δεδομένο έλλειμμα αξιοπιστίας το οποίο πολλαπλασιαζόταν χρόνο με τον χρόνο (και σ αυτό βοήθησε η έντονη στοχοποίηση του τύπου για λόγους σκοπιμοτήτων). Πρόσφατη έρευνα του ευρωβαρόμετρου έδειξε πως μόνο ένας στους δέκα Έλληνες εμπιστεύεται τα ΜΜΕ. Πιο αξιόπιστο Μέσο θεωρούν το ραδιόφωνο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι εφημερίδες ακολουθούν.
Είναι αλήθεια πως ανάλογα προβλήματα αντιμετωπίζουν πολλές μεγάλες εφημερίδες σε Ευρωπαϊκές χώρες. Πρόσφατα η El Pais ανακοίνωσε την πρόθεσή της να καταργήσει την έντυπη έκδοσή της λόγω μείωσης της κυκλοφορίας, ενώ και ο Βρετανικός Independent κυκλοφορεί μόνο διαδικτυακά. Παρόλα αυτά, αρκετές άλλες εφημερίδες αντέχουν στον ανταγωνισμό επειδή προσαρμόστηκαν πιο γρήγορα στα νέα δεδομένα. Αναθεώρησαν τον σκοπό τους και αλλάξαν την ύλη τους. Κυριάρχησε η ερευνητική δημοσιογραφία, εκμεταλλεύτηκαν τον χρόνο που έχει στην διάθεσή του ο γραπτός τύπος σε αντίθεση με τα υπόλοιπα Μέσα.
Το χαρτί, δεν έχει πεθάνει και μάλλον δεν θα συμβεί αυτό. Αρκεί στο χαρτί ν αποτυπώνονται ενδιαφέρουσες γι' αυτούς στους οποίους απευθύνονται, ιστορίες πίσω από τις οποίες δεν θα βρίσκονται σκοπιμότητες.. Τα περιθώρια για καλές εφημερίδες που θα καλύπτουν τα τεράστια κενά-ιδιαίτερα εγκυρότητας-που αφήνει το διαδίκτυο και η τηλεόραση, είναι μεγάλα.