Του Ευτύχη Βαρδουλάκη*
Εδώ και πολλούς μήνες ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ξεκινήσει μια πολιτική και επικοινωνιακή αντεπίθεση με στόχο είτε την ολική ανατροπή είτε, έστω, το «κλείσιμο της ψαλίδας» σε σχέση με τη ΝΔ. Παρά το γεγονός ότι έχει κάνει και πει τα πάντα (παροχές, υποσχέσεις για διορισμούς, επιθέσεις με κάθε μέσο στην αντιπολίτευση, συνεχής επανάληψη των ίδων μηνυμάτων, «αβάντες» από εξωτερικό, νέες μηντιακές συμμαχίες, κ.α.) ο στόχος αυτός δεν έχει επιτευχθεί.
Η διαφορά παραμένει παγιωμένη και ευρεία, οι ποιοτικοί δείκτες αξιολόγησης της Κυβέρνησης παραμένουν αρνητικοί, το πλήγμα που έχει υποστεί σε άλλοτε προνομιακά κοινά (π.χ. νέες ηλικίες, άνεργοι) είναι σημαντικό. Το μόνο που έχει διαπιστωθεί είναι μια περιορισμένη αύξηση της συσπείρωσής του, σε ποσοστά ωστόσο, που όσο δεν μεταβάλλονται θεαματικά καθιστούν ουσιαστικά μη ρεαλιστικό το ενδεχόμενο ριζικής ανατροπής της καταγραφόμενης κατάστασης.
Συνοψίζοντας τους λόγους που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανακάμπτει – τουλάχιστον όχι όσο θα ήλπιζε – επισημαίνονται οι εξής:
Πρώτον, η γρήγορη κατασπατάληση πολιτικού κεφαλαίου. Ο κ. Τσίπρας επιβεβαιώνει το ρητό «δεν έχεις δεύτερη ευκαιρία να κάνεις πρώτη εντύπωση». Το πολιτικό κεφάλαιο που είχε συσσωρεύσει πριν τις εκλογές του 2015 το σπατάλησε με τις αμέτρητες πιρουέτες του πρώτου 8μήνου. Και όταν πέρασαν οι δραματικές μέρες αυτό που έμεινε είναι ότι τελικά έκανε τα ακριβώς αντίθετα από όσα υποσχέθηκε για να πάρει την εξουσία.
Ο ίδιος μίλησε για αυταπάτη, οι περισσότεροι το εξέλαβαν ως σκέτη πολιτική απάτη. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η αίσθηση αναξιοπιστίας που τότε δημιουργήθηκε και το βαθύ ψυχικό ρήγμα που προκλήθηκε με ένα σημαντικό τμήμα ψηφοφόρων, κάνουν τον ΣΥΡΙΖΑ να αντιμετωπίζεται σήμερα με έντονη δυσπιστία.
Δεύτερον, τα μέσα δεν αγιάζουν το σκοπό. Η συνεχής προσπάθεια κοινοβουλευτικής επιβίωσης της Κυβέρνησης κατάφερε δομικό πλήγμα στην εικόνα της. Από τη μία ο πολυετής εναγκαλισμός με τον βαθύτατα τοξικό πρώην κυβερνητικό εταίρο. Από την άλλη οι ευκαιριακές συμμαχίες με ορισμένα πρόσωπα περιορισμένης σοβαρότητας, ακόμα και με κάποιους που πριν μερικούς μήνες «στόλιζαν» τον ΣΥΡΙΖΑ ως «πολιτικούς απατεώνες».
Ο κοινοβουλευτικός τραγέλαφος που κορυφώθηκε με την ψήφο εμπιστοσύνης και την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών υπογράμμισε αντιφάσεις και ανακολουθίες που ως μοναδικό κοινό παρονομαστή είχαν την πάση θυσία παραμονή στην εξουσία. Μόνο που αυτός ο κυνισμός (σε συνδυασμό φυσικά με τον αντίκτυπο της ίδιας της συμφωνίας) προκάλεσε στο μέσο πολίτη αποστροφή ή έστω θυμηδία, τα οποία σκέπασαν αρνητικά κάθε παράλληλη κυβερνητική δράση.
Τρίτον, μιλούν πλέον για τους εαυτούς τους όχι για τον πολίτη. Η ατζέντα του ΣΥΡΙΖΑ δεν περιλαμβάνει όσα απασχολούν το μέσο πολίτη. Σε κανένα ελληνικό καφενείο και σε κανένα οικογενειακό τραπέζι δεν συζητάνε για την «αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού», για την «ανασύνταξη της κεντροαριστεράς», για «προοδευτικές συγκλίσεις», για τα «μέτωπα ενάντια στην ακροδεξιά» και όλα αυτά που τους τελευταίους μήνες αποτελούν τον πυρήνα του συριζαϊκού πολιτικού αφηγήματος και των κινήσεων τακτικής που το συνοδεύουν.
Αυτή είναι μια ατζέντα άκρως αυτοαναφορική που ακουμπά έναν μάλλον απαξιωμένο πολιτικό μικρόκοσμο. Η μέση οικογένεια ενδιαφέρεται για τις δουλειές της, τα εισοδήματά της, τα σχολεία των παιδιών, τα νοσοκομεία της, την καθημερινότητα και τις προοπτικές της. Και σε αυτούς τους τομείς η αξιολόγηση της Κυβέρνησης είναι εξαιρετικά χαμηλή.
Τέταρτον, έχουν υποτιμήσει τον αντίπαλο τους. Η τακτική τους απέναντι στην αντιπολίτευση είναι αλλοπρόσαλλη. Οι απόπειρες να προκαλέσουν εσωτερικά ζητήματα στη ΝΔ απέτυχαν, καθώς υποτίμησαν τόσο την ανθετικότητά της (ειδικά ενόψει πιθανής εκλογικής νίκης), όσο και τις «σκακιστικές» δεξιότητες του αρχηγού της. Προσπαθώντας να δημιουργήσουν μέτωπο στα δεξιά της ΝΔ επενδύουν σε περιθωριακά ή απαξιωμένα πρόσωπα, το οποίο φυσικά δεν αποδίδει. Και, το βασικότερο, επιμένουν να πολεμούν κάτι που δεν υπάρχει.
Η απόπειρα να παρουσιάσουν τον κ. Μητσοτάκη, ως... ακροδεξιό είναι καταδικασμένη από χέρι, λόγω του διαχρονικού προφίλ του πρόεδρου της ΝΔ, ο οποίος παρουσιάζει αρκετά στέρεη εικόνα. Είναι χαρακτηριστικό ότι τους τελευταίους 12 μήνες, παρά τις συνεχείς επιθέσεις εναντίον του και παρά τις συνεχείς κυβερνητικές θριαμβολογίες, η δημοτικότητα του κ. Μητσοτάκη ανέβηκε, ενώ στο δείκτη «καταλληλότητας για πρωθυπουργός» η διαφορά υπέρ του αυξήθηκε και τα ποσοστά του ανέβηκαν κατά περίπου 4%.
Στα δε λάθη αντιμετώπισης της ΝΔ, έρχονται να προστεθούν και εκείνα απέναντι στο ΚΙΝΑΛ, η βίαιη επίθεση εναντίον του οποίου μοιάζει να το αντισυσπειρώνει και να δυσκολεύει οποιαδήποτε συνεργασία ή σύμπλευση με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Τέλος, σε όλα τα παραπάνω έρχεται να προστεθεί ένα απλό ερώτημα: «Πώς γίνεται ο Τσίπρας από τη μία να εγκωμιάζει τον Ανδρέα Παπανδρέου και να μαζεύει ό,τι βρίσκει διαθέσιμο από το παλαιό ΠΑΣΟΚ, να δηλώνει επίσης την εκτίμησή του στον Καραμανλή και την ίδια ώρα να μιλάει για εκείνους που επί 40 χρόνια κατέστρεψαν την Ελλάδα»; Η αντίφαση είναι προφανής και άκρως υπονομευτική για τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος από «αντίδοτο» στο παλαιό πολιτικό σύστημα, μετατρέπεται οικεία βουλήσει σε «γενόσημό» του.
*Ο κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι Σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας