Του Παναγιώτη Γκλαβίνη*
Ο βασικός λόγος είναι γιατί πιστεύει πως τα μέτρα των 5,4 δισ. δεν θα αρκέσουν για να επιτευχθεί ο στόχος του 3,5% πλεονάσματος το 2018. Γι' αυτό ζητά να λάβουμε εδώ και τώρα συγκεκριμένα επιπλέον μέτρα 3,6 δισ., που να προέλθουν κυρίως από περικοπές δαπανών.
Ο πολιτικός ελιγμός των Ευρωπαίων να μην απαιτήσουν να προσδιορισθούν, και άρα να μην χρειαστεί να ψηφισθούν, τα πρόσθετα αυτά μέτρα τώρα, υποκρύπτει αδιαμφισβήτητα μια πολιτική συμφωνία με την Αθήνα, η οποία, όμως, δεν είναι του γούστου, ούτε των συνηθειών του ΔΝΤ. Ο λόγος για τον οποίο το φέρανε στην Ευρώπη ήταν να αποφευχθούν ακριβώς τέτοιου είδους πολιτικά αλισβερίσια, στα οποία οι πολιτικοί γενικώς, άρα λοιπόν και οι Ευρωπαίοι, είναι επιρρεπείς.
Το να του ζητάνε, συνεπώς, να συμμετάσχει σ' ένα πρόγραμμα με πολιτικούς όρους, άσχετους με τις δικές του προτεραιότητες, οδηγεί το ΔΝΤ εκτός προγράμματος, επειδή ακριβώς αδυνατεί, ή δεν θέλει, να αναμειχθεί στα πολιτικά παιχνίδια των Ευρωπαίων.
Ο τεχνικός λόγος είναι γιατί μια δημοσιονομική προσαρμογή, η οποία μπορεί να τεθεί σε ισχύ κάπου στα 2017, όταν θα έχει διαπιστωθεί ότι η χώρα δεν πιάνει τους στόχους το 2018, είναι οπισθοβαρής και όχι εμπροσθοβαρής, όπως θέλει το ΔΝΤ.
Με άλλα λόγια, ο λεγόμενος «κόφτης» είναι αναποτελεσματικός στα μάτια του, διότι θεωρεί πως αν κόψεις δαπάνες το 2017, δεν θα πετύχεις εξ αυτού του λόγου τον στόχο του 2018, διότι θα προκαλέσεις στο μεταξύ ύφεση και θα χάσεις από 'κει σε άλλο μέτωπο, δηλαδή στα έσοδα. Καλό είναι, λοιπόν, ό,τι είναι να γίνει, να γίνει από τώρα, να γίνει με έμφαση στις δαπάνες, ώστε την όποια ύφεση προκαλέσεις, να την υποστείς το 2016. Αυτά θέλει το ΔΝΤ.
Στο μεταξύ, ροκανίζεται ο χρόνος και το τραίνο του νέου προγράμματος κινδυνεύει να εκτροχιαστεί και εξ αυτού του λόγου. Για να μην αναφέρουμε την βουτιά στην ύφεση που έκανε η ελληνική οικονομία το πρώτο τρίμηνο του 2016…
Όλα αυτά κάνουν το ΔΝΤ σκεπτικό στο να συγχρηματοδοτήσει ένα πρόγραμμα από κοινού με τους Ευρωπαίους, οι οποίοι έχουν προφανώς άλλη ατζέντα στο μυαλό τους, εμφανώς πολιτικής φύσεως αυτή τη φορά και όχι τεχνικής, όπως είναι αυτή που ακολουθεί το ΔΝΤ.
Με άλλα λόγια, το ΔΝΤ δεν μπορεί να γίνει συνεργός των Ευρωπαίων σε ένα πρόγραμμα που κατά τη γνώμη του δεν θα βγαίνει, ανεξαρτήτως εάν αυτοί δεσμεύονται απέναντί του ότι θα διασφαλίσουν με δικές τους επεμβάσεις την βιωσιμότητα του χρέους μας μετά τον Αύγουστο του 2018. Οι επεμβάσεις αυτές, ωστόσο, τελούν υπό την προϋπόθεση ότι θα έχουν επιτευχθεί οι στόχοι του προγράμματος μέχρι τότε.
Μα για να πετύχει τους στόχους του το πρόγραμμα τότε, θα πρέπει –σύμφωνα με το ΔΝΤ– να ληφθούν μέτρα 9 δισ. από τώρα, κι όχι 5,4 τώρα και 3,6 αργότερα. Διότι, από μόνο του το γεγονός ότι τα μέτρα των 3,6 δισ. θα ληφθούν αργότερα, ακυρώνει στα μάτια του ΔΝΤ την επίτευξη των στόχων του προγράμματος.
Πώς να μπει, λοιπόν, στο πρόγραμμα, όταν πιστεύει ότι η Ελλάδα δεν θα πετύχει τον στόχο του 3,5% πλεονάσματος το 2018 χωρίς κατ' ελάχιστον να λάβει τώρα επιπλέον μέτρα 3,6 δισ.; Θα πρέπει να έχει τρελαθεί εντελώς τη στιγμή που οι Ευρωπαίοι τού λένε ξεκάθαρα ότι θα ελαφρύνουν το χρέος μας μόνον εφόσον εμείς θα έχουμε πετύχει στο μεταξύ τους στόχους μας.
Μα αν δεν πετύχουμε εμείς τους στόχους μας, τότε θα πάμε γι' άλλα, σκληρά πράγματα. Τότε θα κινδυνεύσει και το ΔΝΤ να χάσει τα λεφτά που καλείται τώρα να βάλει. Εύλογα, λοιπόν, σου λέει, πώς εγώ θα πάρω έναν τέτοιο ρίσκο, αν κατ' ελάχιστον δεν υποχρεωθεί η Ελλάδα να πάρει τώρα μέτρα της τάξης των 9 δισ., προκειμένου να μπορέσει έτσι να πετύχει τους στόχους που της βάζετε;
Γι' αυτό και οδηγείται ο ESM στο να του προτείνει την εξαγορά μέρους των δανείων που έδωσε στο παρελθόν στη χώρα μας, προκειμένου στην πραγματικότητα να του δώσει τα λεφτά, με τα οποία το καλεί να ξαναμπεί στο ελληνικό πρόγραμμα.
Θα είναι, άραγε, αρκετό κάτι τέτοιο για να κάμψει τους δισταγμούς του ΔΝΤ; Κατά τη γνώμη μας όχι, διότι το καίριο ερώτημα, αν δηλαδή η Ελλάδα πιάσει ή όχι τον στόχο του 3,5% το 2018 και με ποια συνταγή μέτρων, θα παραμείνει.
Επειδή εκτιμώ ότι αυτός που λυγίζει σε τέτοιες περιπτώσεις είναι πάντοτε ο πιο αδύναμος, και πιο αδύναμος εν προκειμένω είμαστ' εμείς, γι' αυτό βλέπω να μας υποχρεώνουν να λαμβάνουμε μέτρα 9 δισ. με τρόπο που να ικανοποιεί το ΔΝΤ, εκτός αν αυτό αποφασίσει να μείνει –προσωρινά ή μόνιμα– εκτός χρηματοδότησης του προγράμματός μας.
Με άλλα λόγια, και όσο η ελάφρυνση του χρέους δεν καθίσταται από τώρα μέχρι το 2018 εργαλείο επίτευξης των στόχων του τρίτου Μνημονίου, κρισιμότερο ζήτημα για το ΔΝΤ είναι η ποιότητα και το ύψος των μέτρων που θα κληθούμε να λάβουμε τώρα και όχι το χρέος.
* Ο κ. Παναγιώτης Γκλαβίνης είναι αν. καθηγητής διεθνούς οικονομικού δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.