Κάτι δεν πάει καλά σε αυτόν τον τόπο. Μέσα σε δυο μέρες η πλειονότητα του πολιτικού προσωπικού και των πολιτών, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο επικρότησαν αποφάσεις, που είναι σχετικές με τη φορολογία. Και οι δύο αφορούσαν αύξηση φόρων. Η πρώτη αφορούσε τη θέσπιση του ελάχιστου παγκόσμιου εταιρικού φόρου και η δεύτερη την αύξηση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων.
Στην πρώτη απόφαση ανταποκρίθηκαν θετικά όλες οι δυνάμεις του πολιτικού φάσματος που αντλούν τη δύναμη και την εξουσία τους ως κυβερνήσεις, μέσα από τα φορολογικά έσοδα που εισπράττουν, που στα χέρια τους μετατρέπονται σε χρήματα προς αναδιανομή.
Είναι δεδομένο ότι το G7 θα οδηγηθεί σύντομα κάτω από τις πιέσεις των κρατιστών, στην αύξηση του ελάχιστου παγκόσμιου φόρου και στην κατάργηση του φορολογικού ανταγωνισμού από χώρες που έχουν χαμηλές σπατάλες και συνετό φορολογικό περιβάλλον. Στο άρθρο με τίτλο «Είναι δυνατόν, να χαίρονται οι εγχώριοι πολιτικοί για τις αποφάσεις του G7;», είχαμε προσπαθήσει με αρκετά απλό και κατανοητό τρόπο να εξηγήσουμε, το τι σημαίνει αυτή η απόφαση του G7 για την οικονομία. Σε μια πιο ενδελεχή ανάλυση, με τίτλο «Η ολέθρια για την ελευθερία συμφωνία των G7», ο καθηγητής Γεώργιος Μπήτρος και ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημοσιονομικών Μελετών Τάσος Αβραντίνης, περιγράφουν τις επιπτώσεις της απόφασης του G7, στην παγκόσμια οικονομία και τους κινδύνους που τη συνοδεύουν.
Ας εστιάσουμε όμως, στα του οίκου μας. Η αύξηση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων, η οποία συνοδεύτηκε από την κυβερνητική δέσμευση ότι δε θα υπάρξει παράλληλη αύξηση του ΕΝΦΙΑ, που θα κληθούν να πληρώσουν οι ιδιοκτήτες ακινήτων, έτυχε θετικής υποδοχής από τη συντριπτική μερίδα των πολιτών. Αρκετοί νοιώθουν ότι δικαιώθηκαν, αφού το κράτος με τη σφραγίδα των αντικειμενικών αξιών, πιστοποιεί ότι έκαναν μια ορθή και κίνηση και αγόρασαν ακίνητο στα νότια προάστια των Αθηνών ή σε κάποιο κοσμικό νησί. Άλλοι νοιώθουν αναβαθμισμένοι, αφού οι τιμές ζώνης από μόνες τους, τους προδίδουν status. Άλλοι πάλι, αισθάνονται δικαιωμένοι, διότι θεωρούν οι νέες υψηλές αντικειμενικές αξίες επιβραβεύουν και επικροτούν την επιλογή των μικρών τοπικών κοινωνιών, να πουν όχι στο αναπτυξιακό κύμα των προηγούμενων ετών.
Με δυο λόγια, αρκετοί πολίτες, περίμεναν την αύξηση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων και των φόρων που θα τους ακολουθούν για μια ζωή, για να αισθανθούν πιο εύποροι και πιο οξυδερκείς. Λες και το κράτος – πατερούλης, που είναι βαθιά ριζωμένο στον ελληνικό τρόπο σκέψης, δίνει τις οικονομικές και κοινωνικές πιστοποιήσεις και όχι η ίδια η αγορά.
Τόσο στο κέντρο των Αθηνών όσο και στα νότια προάστια, αλλά και στα κοσμικά ή και ερημικά νησιά, στην αύξηση των αντικειμενικών αξιών οδήγησαν οι μαζικές αγορές ακινήτων από ξένους επενδυτές και από μεγάλα funds που επενδύουν στο χώρο των ξενοδοχείων και των βραχυχρόνιων μισθώσεων. Σε μερικά μικρά μέρη μπορεί να μην ήταν καν μαζικές αυτές οι αγορές, όμως έδωσαν ένα ιδιαίτερο βάρος στο στατιστικό δείγμα, έτσι ώστε να εκτοξευθούν οι αντικειμενικές τιμές. H προσωπική μας άποψη είναι, ότι το φαινόμενο αυτό, παρουσιάζει συμπτώματα στρέβλωσης.
Άραγε οι πολίτες αισθάνονται ευτυχείς και δικαιωμένοι, παρ’ όλο που οι αυξημένες αντικειμενικές τιμές θα οδηγήσουν σύντομα, στη φορολογική τους επιβάρυνση; Και εντάξει, η κυβέρνηση δεσμεύτηκε ότι δε θα αυξήσει τον ΕΝΦΙΑ. Όμως με τον συμπληρωματικό φόρο τι θα γίνει, τώρα που οι αυξήσεις στις τιμές των ακινήτων θα οδηγήσουν αρκετούς ιδιοκτήτες στο ξεπέρασμα του ορίου, πάνω από το οποίο επιβάλλεται οι συμπληρωματικός φόρος; Ας σημειωθεί ότι μέχρι πρότινος προβλεπόταν η κατάργηση του συμπληρωματικού φόρου. Τι θα γίνει και με μια σειρά από φόρους που επηρεάζονται από την αύξηση των τιμών, με πρώτο και καλύτερο τον ΤΑΠ που καταβάλλεται τακτικά μέσω των λογαριασμών ηλεκτρικού;
Για να δούμε όταν έρθει ο φορολογικός λογαριασμός, αν το χαμόγελο στα χείλη των χαρωπών ιδιοκτητών, θα παραμείνει αμετάβλητο. Η υψηλή φορολογία πνίγει την οικονομία. Από αυτόν τον «οικονομικό νόμο, δεν μπορεί να ξεφύγει, ούτε ο τομέας των ακινήτων.