Του Γιάννη Στεφανίδη*
Ένα από τα πολιτικά μυστήρια των τελευταίων μηνών είναι η δημόσια τοποθέτηση διανοουμένων και άλλων προσωπικοτήτων από τον χώρο της λεγόμενης Κεντροαριστεράς υπέρ της πολιτικής μακροημέρευσης του ΣΥΡΙΖΑ και του ηγέτη του.
Οι λόγοι που προβάλλονται από τα πρόσωπα αυτά συμπυκνώνονται στην άποψη ότι ο πολιτικός φορέας υπό τον κύριο Αλέξη Τσίπρα αποτελεί σήμερα τον πλέον αξιόπιστο, αν όχι και τον μοναδικό, διεκδικητή του ευρύτερου πολιτικού χώρου, ο οποίος, από την εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου, με ισχυρές δόσεις αυθαιρεσίας και αυταρέσκειας, αναφέρεται ως «η μεγάλη δημοκρατική παράταξη».
Στα επιχειρήματα που προβάλλονται για να στηριχθεί η άποψη αυτή συγκαταλέγονται η αποτυχία του πειράματος να ανασυσταθεί η Κεντροαριστερά από το εναπομείναν ΠΑΣΟΚ, το Ποτάμι και διάφορα άλλα σχήματα? η ανάγκη να παγιωθεί η μεταμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ σε κεντροαριστερό κόμμα εξουσίας με βασικό προσανατολισμό την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη? και η υποτιθέμενη διολίσθηση της Νέας Δημοκρατίας προς έναν «άκρατο νεοφιλελευθερισμό» στα οικονομικά, «ακροδεξιές» αντιλήψεις σε ζητήματα εσωτερικής πολιτικής, και εθνικιστικές αγκυλώσεις στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, με προεξάρχον το κλείσιμο του Μακεδονικού.
Θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι οι, κατά τεκμήριο, καλοπροαίρετοι συνήγοροι του ΣΥΡΙΖΑ δίνουν συγχωροχάρτι για τις πράξεις και τις παραλείψεις του κόμματος αυτού, αν όχι από την εποχή που εκδηλώθηκε η τρέχουσα κρίση, τουλάχιστον για την περίοδο της συγκυβέρνησής του με το κάθε άλλο παρά κεντροαριστερό κόμμα του Παναγιώτη Καμμένου. Στη διαπίστωση αυτή, οι θιασώτες του κεντροαριστερού, (φιλ)ευρωπαϊκού ΣΥΡΙΖΑ ίσως αντέτειναν ότι αυτά είναι περσινά, ξινά σταφύλια (έστω και αν τις οικονομικές και άλλες συνέπειές τους θα τις πληρώνουν και οι επερχόμενες γενιές), αφού εκείνο που προέχει είναι η προϊούσα μετάλλαξη του κόμματος αυτού προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Είναι δυνατόν να πέφτουν έξω οι αισιόδοξοι αυτοί άνθρωποι;
Αυτό μένει να αποδειχτεί. Ωστόσο, πλήθος είναι οι ενδείξεις ότι η όποια μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ είναι μάλλον φαινομενική: Η εγκατάλειψη της κρημνοβασίας και της ρήξης, τον Ιούλιο του 2015, έγινε υπό το κράτος φόβου και ανάγκης. Στην καλύτερη περίπτωση, η μεταστροφή της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ αντιστοιχεί σε εκείνη των κομμουνιστών απαράτσικ στα καθεστώτα του ανατολικού μπλοκ που, αντιμέτωποι με την πλήρη κατάρρευση, ενδύθηκαν τη λεοντή της σοσιαλδημοκρατίας για να διατηρήσουν κάποιον έλεγχο της μετάβασης στη μετά τον υπαρκτό σοσιαλισμό εποχή.
Στη χειρότερη περίπτωση, και καθώς η κατάρρευση αποφεύχθηκε για την ώρα, ο κύριος Τσίπρας και ο περίγυρός του αισθάνονται ότι το δικό τους «Μπρεστ Λιτόβσκ» τούς εξασφάλισε μια ανάσα ώστε, σε εύθετο χρόνο, να επανέλθουν στα κοσμογονικά τους σχέδια. Το πιθανότερο, όμως, είναι ότι τέσσερα και πλέον χρόνια στη διακυβέρνηση έπεισαν αυτούς τους ανθρώπους και την υπολογίσιμη πελατεία τους ότι η άσκηση της εξουσίας είναι αυτοσκοπός, ιδίως εφόσον συνοδεύεται από κάθε είδους ανέσεις και ανταμοιβές. Ο λογαριασμός αποστέλλεται στις μέλλουσες γενιές. Ο δε (φιλ)ευρωπαϊσμός τους εξαντλείται σε ευκαιριακή ρητορεία και, πολύ περισσότερο, στην εκμετάλλευση του πλαισίου στήριξης, το οποίο η ΕΕ και η Ευρωζώνη εξακολουθούν να παρέχουν στην ασθενική ελληνική οικονομία. Στο μέτρο αυτό, είναι συζητήσιμο κατά πόσον ο κύριος Γιούνκερ και η κυρία Μέρκελ πράγματι κατόρθωσαν να κάνουν τον κύριο Τσίπρα να νοιώσει σαν στο (ευρωπαϊκό) σπίτι του.
Επιπλέον, η λεγόμενη Κεντροαριστερά, στον βαθμό που επιδιώκει να διακρίνεται από την ολοκληρωτική Αριστερά, φροντίζει να επιδεικνύει υψηλό ποσοστό ταύτισης με τις κατακτήσεις του Διαφωτισμού και της φιλελεύθερης δημοκρατίας: κοσμικό κράτος, απρόσωπη, αμερόληπτη και χρηστή διοίκηση, χωρισμός των εξουσιών (και ανεξάρτητη δικαιοσύνη), ελευθεροτυπία, σεβασμός των πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων. Πρόκειται για έναν υψηλό πήχη, και είναι πλήθος οι ενδείξεις ότι η κυβέρνηση του κυρίου Τσίπρα δεν έχει κανένα πρόβλημα να περνά από κάτω του.
Σταχυολογώντας, η στάση της απέναντι στη λειτουργία του κοινοβουλευτισμού, τη στελέχωση της διοίκησης, τις ανεξάρτητες αρχές, τη δικαιοσύνη, τα ΜΜΕ, τα δικαιώματα των πολιτών στην ασφάλεια και την περιουσία, τα πολιτικά δικαιώματα των ελλήνων μεταναστών, και, εν γένει, η αντιμετώπιση αυτού που η Αριστερά υποτιμητικά ονομάζει «αστική νομιμότητα», συντείνουν στην άποψη ότι η πολιτική κουλτούρα του κυβερνώντος κόμματος αντιστρατεύεται τη φιλελεύθερη δημοκρατία.
Αν εξαιρέσει κανείς τη «σαγήνη των Συρακουσών» (δηλ. την γοητεία που ασκεί πάνω σε προσωπικότητες των γραμμάτων η ικανότητα ανθρώπων της δράσης να πιάνουν, φερ' ειπείν, «πουλιά στον αέρα»), τότε οι καλοπροαίρετοι συνομιλητές των κυβερνώντων μάλλον παραβλέπουν τη θεμελιώδη αντιπάθεια ανθρώπων όπως ο σημερινός πρωθυπουργός για τη φιλελεύθερη δημοκρατία, δηλαδή το σταθερό πλαίσιο διακυβέρνησης του ευρωπαϊκού και, ευρύτερα, του δυτικού μας περίγυρου, αντιπάθεια που δύσκολα αποκρύπτεται όταν βρίσκονται στο κομματικό τους οικοσύστημα ή συναναστρέφονται ξένους εκπροσώπους εναλλακτικών επιλογών, με κοινό παρονομαστή τον αυταρχισμό.
Μένει, βέβαια, να διερευνηθεί η αιτίαση ότι ο επίδοξος διεκδικητής της εξουσίας, η Νέα Δημοκρατία, έχει επικίνδυνα διολισθήσει σε επικίνδυνα «ακροδεξιές» θέσεις. Πρόκειται για ζήτημα στο οποίο θα άξιζε να επανέλθουμε.
*Ο κ. Γιάννης Στεφανίδης είναι καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας Α.Π.Θ.