Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Έχω πολλούς φίλους που δουλεύουν από το σπίτι. Όλοι τους δουλεύουν στα βιβλία. Και είναι καλά παιδιά, όλοι.
Οι περισσότεροι από αυτούς είναι, προφανώς, γυναίκες. Γενικώς τα βιβλία, αν είχαν φύλο, θα ήταν θηλυκά. Οι γυναίκες διαβάζουν περισσότερο από τους άντρες (ουσιαστικά οι γυναίκες είναι που κρατούν ζωντανή την αγορά του βιβλίου), δουλεύουν στις εκδόσεις σε μεγαλύτερα ποσοστά από ό,τι οι άντρες, ασχολούνται με το βιβλίο πιο πολύ από όσο το κάνουν οι άντρες. Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει αυτό, και δεν με απασχόλησε και ποτέ να μάθω το γιατί. Δεν είναι η δουλειά μου να τα ξέρω αυτά. Απλώς το χαιρόμουν όσο δούλευα στα εκδοτικά — και δούλεψα πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα στα εκδοτικά. Και εξακολουθώ να το απολαμβάνω και τώρα που είμαι, κατά έναν τρόπο, απέξω.
Θέλω να πω, είναι αλλιώς να πηγαίνεις σε ένα γραφείο, είτε σαν επισκέπτης, είτε σαν συνεργάτης, είτε σαν υπάλληλος ή στέλεχος, και να είναι περισσότερες οι γυναίκες εκεί. Είναι πιο ευχάριστο. Είναι πιο όμορφο. Και μυρίζει και καλύτερα. Αν δουλεύεις σε ένα χώρο όπου η πλειονότητα των εργαζομένων είναι γυναίκες, έχεις πολύ περισσότερες πιθανότητες να δουλεύεις σε έναν καθαρό χώρο. Σαφέστατα πιο καθαρό από ό,τι αν η πλειονότητα ήταν άντρες. Και πολύ πιο κοντά σε αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε ιδεώδη επαγγελματικό χώρο. Και αυτό είναι γεγονός. Και είναι καθαυτό καλό, ξέρετε. Μόνο έτσι γίνεται δουλίτσα.
Επίσης, οι γυναίκες είναι πιο αποτελεσματικές. Και αυτό είναι γεγονός. Και πάλι δεν ξέρω γιατί, και ούτε με ενδιαφέρει να το μάθω. Αλλά ξέρω ότι μία γυναίκα τείνει να σκαλίσει ένα χειρόγραφο πολύ πιο βαθιά από όσο ένας άντρας. Ή να το επιμεληθεί πιο εξονυχιστικά. Ή να το σελιδοποιήσει πιο καλά και πιο σωστά. Γενικά μιλώντας, μία γυναίκα έχει πιο πολλές πιθανότητες να μην κοιμηθεί ένα βράδυ σκεπτόμενη εκείνη την «κουτσή» σελίδα που άφησε στο βιβλίο που σελιδοποιούσε ή που επιμελούνταν ή που είδε στο διπλανό γραφείο, πάνω σε έναν πάκο με δοκίμια. Ένας άντρας όχι. Ή μάλλον: όλοι οι άντρες όχι. Οι περισσότεροι δεν το βλέπουν σαν το τέλος του κόσμου. Ενώ ΕΙΝΑΙ το τέλος του κόσμου.
(«Κουτσή», παρεμπιπτόντως, είναι η σελίδα που η πρώτη της αράδα —εκτός και αν η πρώτη αυτή αράδα της σελίδας είναι μία ολόκληρη παράγραφος λίγων λέξεων— δεν φτάνει μέχρι την άκρη-άκρη του ψαχνού. Ψαχνό καταλαβαίνετε τι είναι. Το πλάτος του κειμένου, το ωφέλιμο, εκεί που τυπώνεται το βιβλίο, το μέσα από τα λευκά περιθώρια της σελίδας).
Και, ναι, μία κουτσή σελίδα είναι σαφώς το τέλος του κόσμου όπως τον ξέραμε, και δύο κουτσές σελίδες μπορούν να φέρουν πόλεμο, μπορούν να φέρουν τον φασισμό, τον κομουνισμό, την Ημέρα της Κρίσεως — ή όλα αυτά μαζί.
Οι άντρες πάλι δεν ενδιαφέρονται όσο οι γυναίκες για τις κουτσές σελίδες. Και για όλα τα άλλα «θέματα» του βιβλίου. Ή, τέλος πάντων, όχι τόσο όσο οι γυναίκες. Έχουν άλλα χαρίσματα οι άντρες. Σαφώς και έχουν. Μπορεί να μην τα θυμάμαι ακριβώς τώρα, αλλά δεν είναι το θέμα μας αυτό.
Οπότε, ναι: ένας από τους λόγους που είναι ωραίο να δουλεύεις σε ένα εκδοτικό είναι το γεγονός ότι οι περισσότεροι εργαζόμενοι εκεί μέσα είναι γυναίκες. Η δουλειά γίνεται καλύτερα, πιο αποτελεσματικά, πιο έξυπνα, πιο άμεσα, πιο γρήγορα, πιο μοσχομυρωδάτα. Και με πιο πολύ άγχος βέβαια. Οι γυναίκες αγχώνονται πιο πολύ από τους άντρες συναδέλφους τους, παίρνουν πιο προσωπικά την υπόθεση της έκδοσης, κάθε βιβλίο που βγάζουν είναι Το Τελευταίο Βιβλίο Του Κόσμου. Και πρέπει —άρα— να βγει καλό. Να βγει τέλειο. Και αυτό, το κυνήγι του τέλειου, γεννά άγχος. Πολύ άγχος. Αλλά τι θα ήταν οι εκδόσεις αν γίνονταν χωρίς άγχος, μου λέτε; Δεν θα ήταν τίποτε — στον λόγο μου. Θα ήταν ένα μάτσο στεγνά επιστημονικά συγγράμματα. Μόνο.
Όλα αυτά είναι γεγονότα, και δη αυταπόδεικτα? δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει κανείς για να αποδείξει το δίκιο του, ακόμη και αν του το ζητούσαν. Άλλωστε, αν θέλετε μία απόδειξη, ιδού: όλοι οι εκδοτικοί, σε όλο τον κόσμο, απασχολούν πολύ περισσότερες γυναίκες από ό,τι άντρες. Αλλιώς μπορεί και να μην είχαμε καν βιβλία — τουλάχιστον όχι όπως τα ξέρουμε. Και οι εκδοτικοί είναι επιχειρήσεις, χρειάζονται κέρδη, δεν υπάρχουν από χόμπι. Χρειάζονται το προϊόν τους. Και χρειάζονται καλό προϊόν. Χρειάζονται βιβλία, και δη καλά βιβλία. Τα βιβλία (όχι αυτό που λέμε γενικώς και αορίστως «λογοτεχνία», αλλά τα βιβλία) είναι προϊόντα που παράγονται και πωλούνται, δεν είναι όστιες για να μεταλαβαίνουν τα πλήθη. Κι ας τα χρησιμοποιούν οι άνθρωποι σαν τέτοιες.
Αλλά είναι προϊόντα που γεννιούνται μέσα από άγχος. Πολύ άγχος. Και το περισσότερο από αυτό το άγχος το γεύονται, το καταναλώνουν οι γυναίκες. Μία γυναίκα, επί παραδείγματι, σε αντίθεση με έναν άντρα συνάδελφό της, δεν θα πει ποτέ για ένα τυπωμένο λάθος, «Πολλοί θα δουν, λίγοι θα καταλάβουν». Για μία γυναίκα, ένα τυπωμένο λάθος λέγεται, και είναι, «δράκος». Μία γυναίκα θα σου στείλει μήνυμα μέσα στη μαύρη νύχτα, και θα σου γράψει: «Γιατί στη σελίδα 548, στη 12η αράδα από πάνω, γράφει “Τζον” και όχι “Τζορτζ”, ενώ έπρεπε να λέει “Τζορτζ”; Πόσες φορές διάβασες το κείμενο; Γιατί σού ξέφυγε; ΓΙΑΤΙ;» Εσύ απλά θα σκεφτόσουν (εσύ ο άντρας), κάνοντας τον σταυρό σου, «Πολλοί θα δουν, λίγοι θα καταλάβουν». Γιατί είναι ένα όνομα, διάολε. Και είναι ένα από τα πιο συνηθισμένα λάθη στα βιβλία. Συμβαίνει συχνά, ιδίως στα πολυπρόσωπα μυθιστορήματα, όπου ήδη ο συγγραφέας (εννοείται) έχει ξεκινήσει το λάθος. Κατά μείζονα βεβαιότητα, κανείς αναγνώστης δεν θα το προσέξει αυτό το Τζον/Τζορτζ.
Αλλά όχι η προϊσταμένη σου. Εκείνη θα το προσέξει. Κι αυτό δεν θα είναι καθόλου καλό για σένα. (Ξέρω τι λέω). Δεν θα είναι καθόλου μα καθόλου καλό. (Ξέρω πολύ καλά τι λέω). Θα είναι όμως για τα βιβλία.
Είναι πάντα καλό για τα βιβλία.
Ναι, είναι καλό που οι περισσότεροι εργάτες του βιβλίου είναι γυναίκες: είτε αυτές είναι «αναγνώστριες» (διαβάζουν δηλαδή άπειρα χειρόγραφα και ξένα βιβλία για να απορρίψουν τα 99 στα 100 και να προτείνουν το εκατοστό προς έκδοση), είτε μεγαλοστελέχη. Είτε είναι σε οποιαδήποτε από τις ενδιάμεσες θέσεις.
Αλλά από αλλού το ξεκινήσαμε: ότι έχω πολλούς φίλους που δουλεύουν στα βιβλία, αλλά από το σπίτι. Δεν μας φτάνει όμως ο χρόνος σήμερα, οπότε θα τα πούμε αύριο αυτά.
[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ]