Τα τελευταία χρόνια, όσες φορές οι πολίτες έχουν κληθεί, σε έρευνες κοινής γνώμης, να απαντήσουν στην ερώτηση «Ποιον θεωρείτε ως το σημαντικότερο παράγοντα επιτυχίας; Τα προσόντα ή τις γνωριμίες;», η συντριπτική πλειοψηφία, οκτώ στους δέκα, έχουν απαντήσει το δεύτερο.
Αυτό είναι και το συλλογικό μας βίωμα, άλλωστε. Όσα προσόντα και να διαθέτει ένας Έλληνας πολίτης, αν δεν έχει τις κατάλληλες γνωριμίες, δεν θα καταφέρει πολλά και σίγουρα όχι ανάλογα των προσόντων του.
Αυτός είναι και ο λόγος που η επίκληση της αριστείας (αντί της φθαρμένης λέξης «αξιοκρατία» ) από τον Κυριάκο Μητσοτάκη ήχησε τόσο καλά στα αυτιά του εκλογικού σώματος. Οι πολίτες διψούσαν για αριστεία, ιδιαίτερα μετά από την εμπειρία μιας κυβέρνησης που τους κεντρικούς, επιτελικούς θώκους κατείχαν άτομα, συμπαθέστατα μεν, με μόνο προσόν τους δε την πολυετή φιλία τους με τον τότε πρωθυπουργό.
Είναι αλήθεια ότι ο κ. Μητσοτάκης δεν αρκέστηκε «στους λόγους περί αριστείας». Οργάνωσε το Μητρώο Στελεχών του κόμματός του επιστρατεύοντας έμπειρους επαγγελματίες στη διαχείριση ανθρώπινων πόρων, με καριέρα στην ελεύθερη αγορά, με αποτέλεσμα οι Έλληνες να πειστούν ότι ίσως κάτι να άλλαζε σε αυτό.
Με τον πιο αναπάντεχο τρόπο ΚΙΝΑΛ και ΣΥΡΙΖΑ σάρκασαν την αριστεία. Μάλλον, αγνοούσαν ότι η αριστεία/αξιοκρατία είχε κεντρική θέση στο προοδευτικό όραμα για την ανοιχτή κοινωνία του κεντροαριστερού Τόνι Μπλέρ, έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι ο κ. Μητσοτάκης είχε αντλήσει αρκετές από τις ιδέες του από το μπλερικό όραμα, όπως και ο Γ.Α.Παπανδρέου πριν από αυτόν, μόνο που ο κ.Μητσοτάκης τις προσάρμοσε καλύτερα, τις προσγείωσε, για να είμαστε πιο ακριβείς, στη βαλκανική πραγματικότητα.
Οι προσδοκίες των Ελλήνων πολιτών δεν δικαιώθηκαν.
Το κόμμα και όχι το Μητρώο Στελεχών ήταν που επάνδρωσε τη διοίκηση ενώ η κυβέρνηση (πλην ενός υφυπουργού) δεν έκανε ούτε μία πρόσκληση για την πλήρωση θέσεων στην ευρύτερη κυβέρνηση και τη διοίκηση σύμφωνα με τις διαδικασίες της Ανοιχτής Διακυβέρνησης, του κατασυκοφαντημένου open gov.
Τα θυμηθήκαμε όλα αυτά πάλι με αφορμή την τραγική υπόθεση Λιγνάδη. Οι καταγγελίες των θυμάτων περιγράφουν μια κατάσταση όπου ο κατηγορούμενος χρησιμοποιώντας τη διασημότητά του ως δόλωμα, επιχειρούσε να δελεάσει τα υποψήφια θύματά του. Όσα από αυτά κατόρθωνε να εξαπατήσει, λόγω της απειρίας τους, στη συνέχεια, σύμφωνα με τις καταγγελίες, τα κακοποιούσε σεξουαλικά. Είναι πραγματικά τραγικό.
Όλους αυτούς τους νέους αλλά και τις νέες σε άλλες υποθέσεις που έχουν δει μέχρι σήμερα το φως της δημοσιότητας, οι θύτες τους προσέγγισαν ως «η γνωριμία» που θα τους άνοιγε πόρτες.
Όποιος μεγαλώνει σε μια κοινωνία που πιστεύει ότι για να καταφέρουν τα μέλη της οτιδήποτε πρέπει να έχουν γνωριμίες, αν έχει την ατυχία να βρεθεί μπροστά σε κάποιον εγκληματία, είναι δύσκολο να μην σκεφτεί ότι αν αντισταθεί ή φέρει αντίρρηση στις αξιώσεις του, μπορεί και να γυρνάει την πλάτη στην τύχη του ενώ όταν πλέον θα έχει κακοποιηθεί η ντροπή θα τον αποτρέπει από το να μιλήσει.
Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, πόσο διαφορετικά θα γινόταν η συζήτηση για τυχόν πολιτικές ευθύνες της κυβέρνησης, αν ο διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου αλλά και κάθε οργανισμού είχε επιλεγεί μέσα από διαδικασίες ανοιχτής διακυβέρνησης και δεν είχε διοριστεί από τον αρμόδιο υπουργό;
Οι κοινωνίες, οι λαοί, αλλάζουν δια του παραδείγματος και βέβαια μέσω των νόμων που αποτυπώνουν τις αξίες τους σε μια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία.
Το σωστό λοιπόν είναι η κυβέρνηση να ξεκινήσει να εφαρμόζει διαδικασίες ανοιχτής διακυβέρνησης και η Νέα Δημοκρατία, να ενεργοποιήσει πάλι αλλά επί της ουσίας, το Μητρώο Στελεχών της.
Η κοινωνία δεν είναι απλώς έτοιμη για αυτή την αλλαγή. Την αποζητά, την ελπίζει.
Εξάλλου, έδωσε την ψήφο της γιατί πίστεψε ότι αξίζει μια καλύτερη Ελλάδα στην οποία θα επικρατεί η αξιοκρατία, η αριστεία. Αυτή ακριβώς είναι η υπόσχεση που δόθηκε και πρέπει να τηρηθεί.