Του Γιάννη Παντελάκη
Η απόσταση μεταξύ των φράσεων, «κότα λειράτη» και «πιστό σκυλί του Σόιμπλε», είναι μικρή, ελάχιστα μικρή. Και οι δυο, έχουν τα χαρακτηριστικά του αγοραίου. Και της ανάδειξη της χυδαιότητας ως τρόπου πολιτικής έκφραση, αντιπαράθεσης και κριτικής. Από το βήμα της Βουλής τέτοιες φράσεις, αποκτούν μεγαλύτερο ειδικό βάρος από το συνηθισμένο. Από εκείνο που θα είχε για παράδειγμα αν ακουγόταν σε κάποια στενά πλάι στην Πλατεία Βάθης.
Αυτοί που εύκολα υιοθετούν την αντικατάσταση της κριτικής από το αγοραίο, θα πρέπει να γνωρίζουν πως οι αποδέκτες της θα προτιμήσουν την πραγματική έκφρασή του παρά το υποκατάστατό του. Και η πραγματική, η γνήσια έκφραση αυτής της μορφής επικοινωνίας στην κορύφωσή της έστω , είναι αυτή που ακούστηκε δυο μέρες πριν από τον χρυσαυγίτη Κασιδιάρη που αναφερόμενος στον υπουργό Οικονομικών, τον αποκάλεσε «μαντάμ Τσακαλώτου»!
Η πρώτη προαναφερόμενη φράση ανήκει στον Νεοδημοκράτη αντιπρόεδρο Γεωργιάδη και η δεύτερη στον ΣΥΡΙΖαίο υπουργό Πολάκη. Και οι δυο ακούστηκαν χθες στη Βουλή. Οι φράσεις, θα μπορούσαν ν ανήκουν και σε μερικούς άλλους βουλευτές ή υπουργούς, μάλλον σε αρκετούς. Με τις φράσεις αυτές υποτίθεται ασκείται κριτική σε πολιτικούς αντιπάλους. Η ορολογία που ακολουθείται συνήθως ενθουσιάζει κάποια πλήθη, τα οποία στους ανά την επικράτεια καφενέδες θα την επικροτούσαν με ανάλογων χαρακτηριστικών φράσεις. Όταν ο πολιτικός λόγος παραχωρεί την θέση του σε τέτοιες φράσεις, διεγείρει ταπεινά ένστικτά, απελευθερώνει αρνητικά και δημιουργεί μιμητές. Λογικό είναι αυτό το τελευταίο, οι βουλευτές αποτελούν υποτίθεται εκλεκτούς εκπροσώπους της κοινωνίας.
Η χυδαιότητα στον πολιτικό λόγο δεν είναι είδος που έλειψε από την χώρα. Ωστόσο, η χυδαιότητα ως σχεδόν mainsteam συμπεριφορά στον δημόσιο βίο, αποτελεί ένα από τα προϊόντα της κρίσης. Η σχέση της με τον λαϊκισμό είναι μεγάλη. Ο τελευταίος απλοποιεί μια σύνθετη πραγματικότητα με συνθήματα ώστε να γίνει πιο προσιτή στους πολλούς. Η χυδαιότητα έρχεται να δέσει με αυτά τα συνθήματα, έτσι να γίνονται πιο προσιτά και εύπεπτα. Η φράση «σκυλί του Σόιμπλε» είναι πιο καταναλώσιμη από μια άλλη που θα έλεγε «εξαρτώμενος από τον Σόιμπλε». Και η «κότα λειράτη» σίγουρα λειτουργεί πιο εντυπωσιακά από το «πολιτικά δειλός» ή κάτι παρόμοιο.
Το πρόβλημα ωστόσο με την καθιέρωση του αγοραίου ή της μαγκιάς ως τρόπου πολιτικής συμπεριφοράς, είναι πως πάντα υπάρχει κάποιος που θα το κάνει πιο επιτυχημένα. Γιατί αν ακολουθήσεις αυτό τον…εναλλακτικό δρόμο για ν αγγίξεις ταπεινά ένστικτα, θα είσαι πάντα υποδεέστερος από εκείνον που γνωρίζει μόνο αυτόν τον δρόμο. Και αυτός ο τελευταίος είναι ο φασίστας της Χρυσής Αυγής ο οποίος γνωρίζει να το κάνει με τον καλύτερο τρόπο γιατί είναι ο μοναδικός δικός του τρόπος.
Ένα δεύτερο παρεπόμενο του χυδαίου στην πολιτική ορολογία, είναι η αυτοαπαξίωση αυτού που το εκφράζει. Θα ήταν μικρό το κακό και λόγος δεν θα μας έπεφτε, αν η ζημιά περιοριζόταν εκεί. Στην προσωπική απαξίωση αυτού που τον εκφέρει. Δικό του πρόβλημα. Όταν το χυδαίο αποκτά μεγάλη συχνότητα και ακούγεται μέσα στην αίθουσα της Βουλής, η απαξίωση αφορά σ αυτή την τελευταία. Και μάλλον συμπαρασύρει μαζί και το πολιτικό σύστημα. Ιδιαίτερα όταν οι εκφραστές του, έχουν αξιώματα. Αντιπρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης ο ένας, υπουργός ο άλλος.
Ο αγοραίος λόγος, δεν είναι κατακριτέος επειδή δεν αποτελεί μια εκδοχή μιας comme il faut ή πολιτικά ορθής συμπεριφοράς. Δεν αποτελεί άρνηση του καθωσπρεπισμού ή αντικατάσταση του ξύλινου λόγου. Αποτελεί μια απόλυτα στρεβλή έκφραση γεγονότων, εννοιών, κριτικής και σκέψης. Ακυρώνει τα επιχειρήματα τα οποία σκεπάζονται από την δύναμη μιας έκφρασης που ολοι κατανοούν τι σημαίνει και δεν έχουν λόγο για να ψάξουν αν αυτή ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Διαστρεβλώνει την αλήθεια και παράλληλα κανονικοποιεί την χυδαιότητα...