Της Μαίρης Βενέτη*
Στο μακροοικονομικό γίγνεσθαι υπάρχει τις περισσότερες φορές χρονική υστέρηση μεταξύ του γεγονότος που μέλλει να επηρεάσει τα μακροοικονομικά μεγέθη και της εκδήλωσης εν τέλει του προβλήματος στον οικονομικό ιστό.
Η Αργεντινή μπορεί μόλις προχτές να ξεκίνησε τις συνομιλίες με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για την ένταξη σε μια γραμμή χρηματοδότησης, αλλά η αρχή του κακού για την προσφυγή της στο Ταμείο για άλλη μια φορά, τοποθετείται αρκετά χρόνια πριν.
Το 2006 ο Πρόεδρος Κίρχνερ είχε επιτύχει την ελάττωση του ελλείμματος, χάρη στις εξαγωγές πρώτων υλών, η τιμή των οποίων πρόσφερε ανάσες σε όλο τον αναδυόμενο κόσμο.
Ο Πρόεδρος της Αργεντινής, εκμεταλλευόμενος τις συνθήκες, προέβη στην εντυπωσιακή κίνηση να διαγράψει το χρέος των 9,8 δισ. προς το Ταμείο, δηλώνοντας πως δεν έχει καμιά άλλη υποχρέωση απέναντι στις ρήτρες του προγράμματος.
Όμως η εποχή της ευημερίας για τις αναδυόμενες χώρες είχε σύντομα ημερομηνία λήξης.
Οι τιμές στις πρώτες ύλες υποχώρησαν, με αποτέλεσμα η Αργεντινή να αρχίσει να δαπανά περισσότερα απ' όσα παρήγαγε.
Ο Κίρχνερ αποφάσισε να προχωρήσει σε χρηματοδότηση με εγχώριο χρήμα, που κατά κύριο λόγο προερχόταν από τα συνταξιοδοτικά ταμεία.(σ.σ Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι συμπτωματική).
Στην ουσία τι έκανε; Δεδομένου ότι είχαν κλείσει οι κάνουλες των εξωτερικών δανείων, η Αργεντινή έκοβε χρήμα ή όπως λένε οι οικονομολόγοι « δανειζόταν από ιδίους πόρους, με την κοπή επιπλέον νομίσματος».
Όταν ο Μάκρι ανέβηκε στην εξουσία το 2015, υποστήριξε ότι η πρακτική αυτή ήταν αυτοκτονική και στράφηκε ξανά προς τις διεθνείς αγορές.
Για να ανοίξει όμως η χρηματοδότηση από τις τελευταίες, έπρεπε να αποπληρωθούν τα 9,3 δισ. δολάρια στα κερδοσκοπικά κεφάλαια, προκειμένου να κλείσει η διένεξη σχετικά με την στάση πληρωμών του εξωτερικού χρέους, που είχε κηρύξει από το 2001 η κυβέρνηση.
Ο Μάκρι προχώρησε λοιπόν στην αποπληρωμή και εν συνεχεία μέσα σε μία διετία, δανείσθηκε πάνω από 50 δισ. δολάρια από τις διεθνείς αγορές.
Παρά ταύτα όμως, ποτέ δεν μπόρεσε να καταφέρει να μετατρέψει το πέσο σε ένα νόμισμα σταθερό και πάνω από όλα ανθεκτικό στις εξωτερικές δοκιμασίες.Προφανώς γιατί δεν προχώρησε ποτέ στις σωστές μεταρρυθμίσεις.
Και έτσι φτάσαμε στο σήμερα, με τους επενδυτές να αμφισβητούν πλέον ανοιχτά τη δυνατότητα της κυβέρνησης να μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα και να αναχαιτίσει την λαίλαπα του πληθωρισμού που μαστίζει τη χώρα, αγγίζοντας το 24%.
Η Κεντρική Τράπεζα της Αργεντινής, εδώ κι εβδομάδες προσπαθεί με μέσα απελπισίας να ανακόψει την ελεύθερη πτώση του πέσο.
Μια πτώση που ανατροφοδοτήθηκε και από την μετακίνηση κεφαλαίων από τις αναδυόμενες χώρες προς τις Η.Π.Α, λόγω της προσδοκίας για επιθετικότερες αυξήσεις των επιτοκίων εντός του 2018 από την FED.
Σε μια τελευταία κίνηση απελπισίας, πριν έξι μέρες η Κεντρική Τράπεζα της Αργεντινής εκτίναξε το βασικό της επιτόκιο από το 27,25% στο 40%, έχοντας ήδη «κάψει» 5 δισ. δολάρια από τα αποθέματα ξένου συναλλάγματος για το σκοπό αυτό.
Όμως οι αγορές, καλώς ή κακώς έχουν μη συναισθηματικά κριτήρια. Τι πιθανότητες έχει μια οικονομία να εισέλθει σε φάση ανάκαμψης με τέτοια επιτόκια;
Το αποτέλεσμα ήταν το πέσο να μην μπορέσει να ανακόψει την πτωτική του τροχιά, αναγκάζοντας έτσι τον Μάκρι να ανακοινώσει πως η Αργεντινή βρίσκεται σε συνομιλίες με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για την ένταξη σε μια γραμμή χρηματοδότησης ύψους 30 δισ.
Πιθανότατα η παρέμβαση του ΔΝΤ να δώσει λίγο «οξυγόνο» στην οικονομία της Αργεντινής ,όμως η μόνη αληθινή διέξοδος είναι να απαλλαγεί από την καταστροφική της κληρονομιά.
Την αδυναμία προσαρμογής των τεράστιων δημοσίων δαπανών της, ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες στον κόσμο των εμπορευμάτων.
Σαφέστατα για να αρχίσει ένας νέος κύκλος για την χώρα, επείγει ένα νέο οικονομικό μοντέλο.
* Η κα Μαίρη Βενέτη είναι Πιστοποιημένη Διαχειριστής από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή, ή προτροπή για αγορά ή πώληση των αναφερομένων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται, βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δεν δίνεται ότι είναι ακριβείς ή πλήρεις και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.