Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος η 3η Μαΐου ήταν παγκοσμίως ημέρα αφιερωμένη στην ελευθερία του τύπου. Είναι μια επέτειος που αντί να λειτουργεί ως αφορμή εορτασμού μιας από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις του ελεύθερου κόσμου, δυστυχώς μας υπενθυμίζει τις διαρκείς και συστηματικές προσπάθειες περιορισμού αυτού του απαραίτητου πυλώνα της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Χαρακτηριστικά ως προς αυτό είναι τα συγκλονιστικά δεδομένα της διεθνούς οργάνωσης Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα που αναφέρει ότι μέσα στο 2020 - και υπενθυμίζω ότι δεν είμαστε καν στη μέση του χρόνου - συνολικά 11 δημοσιογράφοι και τεχνικοί έχασαν τη ζωή τους υπηρετώντας την ενημέρωση, ενώ συνολικά 360 επαγγελματίες ή πολίτες δημοσιογράφοι και τεχνικοί βρίσκονται αυτή την στιγμή φυλακισμένοι. Σημειωτέον, πως στον ετήσιο δείκτη που δημοσιεύει η οργάνωση αυτή για την Ελευθερία του Τύπου στον Κόσμο, η Ελλάδα καταλαμβάνει την καθόλου ικανοποιητική 65η θέση ανάμεσα σε 179 εξεταζόμενες χώρες, πολύ κάτω από τον μέσο όρο των χωρών αναφοράς.
Ιδιαίτερα μάλιστα σε έκτακτες συνθήκες, όπως αυτή της πανδημίας, το να αναδεικνύουμε τη σημασία της ελευθεροτυπίας αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία. Πολλοί σε μια τέτοια συγκυρία έχουν την ανακλαστική αντίδραση να ζητούν τον περιορισμό της ελευθερίας του λόγου, πιστεύοντας ότι ο έλεγχος της πληροφορίας είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη διαφύλαξη της δημόσιας τάξης και τον συντονισμό των προσπαθειών στην εκάστοτε κοινή προσπάθεια. Κάποιοι θα πουν ότι σε τέτοιες συγκυρίες το κράτος πρέπει όχι μόνο να καταστέλλει για παράδειγμα τις ψευδείς ειδήσεις, αλλά και να εμποδίζει προληπτικά την παραγωγή τους - ή ακόμη χειρότερα, να αποκτά τη δυνατότητα να διαδίδει το ίδιο ψευδείς ειδήσεις που θα θεωρήσει “χρήσιμες” στην αντιμετώπιση της έκτακτης συνθήκης.
Όμως όπως σοφά προειδοποιεί ο λόρδος Άκτον, η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απολύτως. Και ακόμη και σε μια έκτακτη συνθήκη ανάγκης, η ακύρωση του κατεξοχήν μηχανισμού ελέγχου της εξουσίας, της δημοσίευσης, είναι σίγουρο ότι θα οδηγήσει ακόμη και εκείνους που ξεκινούν με τις αγνότερες προθέσεις σε ένα μονοπάτι ολοένα και μεγαλύτερου αυταρχισμού.
Ακόμη και στις έκτακτες συνθήκες όπως αυτή την οποία ζούμε τους τελευταίους μήνες, είναι οι πολιτικοί εκείνοι που πρέπει να φοβούνται τους πολίτες, και όχι το ανάποδο. Και για να συμβαίνει αυτό, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ελευθερία του λόγου και του τύπου, η διασφάλιση ότι καμία άλλη σκοπιμότητα δεν θα μπορεί να ιεραρχηθεί υψηλότερα από αυτό το εργαλείο που μας εγγυάται - όσο αυτό μπορεί να γίνει και παρά τις αδυναμίες και ατέλειές του - ότι το δίκοπο μαχαίρι της εξουσίας θα λειτουργεί προς όφελος των πολιτών, ή σωστότερα, θα κάνει όσο το δυνατόν λιγότερο κακό σ’ αυτούς.