Τα επόμενα 50 χρόνια ο ελληνικός πληθυσμός προβλέπεται να μειωθεί κατά 20%, πολύ πάνω από τη μείωση 5% της ΕΕ στο σύνολό της.
Και αυτό είναι το αισιόδοξο σενάριο. Στηρίζεται στην πρόβλεψη ότι η γονιμότητα στη χώρα μας θα αυξηθεί από τα σημερινά επίπεδα του 1,34 παιδιά ανά γυναίκα, σε 1,54 παιδιά, δηλαδή στο μέσο ευρωπαϊκό όρο. Τα στοιχεία προέρχονται από την τελευταία Έκθεση Γήρανσης της Κομισιόν.
Αυτό το μακροπρόθεσμα μεγαλύτερο εθνικό πρόβλημα, απουσιάζει σχεδόν τελείως από τη δημόσια συζήτηση, ούτε αντιμετωπίζεται με ένα επίδομα τέκνου στην τάδε περίπτωση ή ένα επίδομα γονέα στη δείνα.
Συνεχίζουμε απλώς να δηλώνουμε «σοκαρισμένοι» κάθε φορά που διαβάζουμε έρευνες για το πόσο λιγότεροι θα είμαστε σε 20, 30 και 50 χρόνια, χωρίς να διαθέτουμε σχέδιο.
Η ενίσχυση των νέων ζευγαριών είναι το πρώτο και αυτονόητο. Το δεύτερο είναι να ανοίξει μια τολμηρή κουβέντα για πολιτικές αύξησης του πληθυσμού μέσω εισροής νέου αίματος στη χώρα.
Τα κίνητρα για την επιστροφή Ελλήνων της διασποράς που αυξήθηκαν σημαντικά την τελευταία 10ετία, και κινούνται μεταξύ 300-500.000, νέοι ως επί τω πλείστον άνθρωποι ηλικίας 30-50 ετών, είναι μια τέτοια πολιτική, όπως λέει στο Liberal, o Φωκίων Καραβίας, διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, η οποία πρόσφατα παρουσίασε μια νέα πρωτοβουλία Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης για την ανάδειξη του δημογραφικού και την αντιμετώπισή του.
Αλλά για να συμβεί, πρέπει να ενταθούν οι τολμηρές μεταρρυθμίσεις στην οικονομία, να δημιουργηθούν οι κατάλληλες υποδομές που θα επιτρέπουν σε Έλληνες της διασποράς να διαμένουν μόνιμα στην Ελλάδα και να εργάζονται είτε στη χώρα μας, είτε στο εξωτερικό μέσω τηλεργασίας.
Κυρίως όμως πρέπει να μειωθεί κι άλλο η φορολόγηση της εργασίας. Στην κατεύθυνση αυτή ένα μέτρο είναι η παροχή φορολογικών κινήτρων και κυρίως η απόφαση να μειωθεί στο 50% ο φόρος εισοδήματος για όσους Έλληνες επιστρέψουν από το εξωτερικό.
Δεύτερη πολιτική θα μπορούσε, σύμφωνα με τον επικεφαλής της Eurobank, να αφορά αλλοδαπούς υψηλών δεξιοτήτων – τους λεγόμενους «ψηφιακούς νομάδες»- που θα επιλέξουν να ζήσουν στην Ελλάδα για λόγους ποιότητας ζωής, ασφάλειας, επαγγελματικού περιβάλλοντος, πάντα μαζί με τον παράγοντα των φορολογικών κινήτρων.
Στην ίδια λογική εντάσσεται και η προσέλκυση εύπορων αλλοδαπών, δηλαδή συνταξιούχων Ευρωπαίων που θα ήθελαν να περάσουν ένα σημαντικό μέρος του έτους στη χώρα μας.
Αλλά για να έρθουν οι άνθρωποι αυτοί εδώ και να μην προτιμήσουν την Ιταλία, χρειάζεται αναβάθμιση των υπηρεσιών και υποδομών υγείας και ένα ποιοτικό οικιστικό προϊόν, όπως για παράδειγμα το έργο του Ελληνικού, με κατοικίες, πλησίον υπηρεσιών μεταξύ των οποίων και νοσοκομειακών.
Τέταρτη πολιτική για να μπει και να μείνει νέο αίμα στη χώρα, αφορά την περίφημη αναβάθμιση των πανεπιστημίων, τόσο σε επίπεδο προγραμμάτων, όσο και υποδομών, όπως και αισθητικής.
Ενώ για παράδειγμα έχουμε ένα συγκριτικό πλεονέκτημα στο θέμα της ναυτιλίας, απουσιάζει παντελώς ένα αγγλόφωνο πανεπιστημιακό κέντρο, ικανό να προσελκύει ανθρώπους που θέλουν να κάνουν ναυτιλιακές σπουδές. Η Ευρώπη, θυμίζει ο κ. Καραβίας, κινείται εδώ και δεκαετίες προς αυτή την κατεύθυνση.
Η Ολλανδία έχει εδώ και χρόνια δημιουργήσει αγγλόφωνα τμήματα και δρα εντελώς ανταγωνιστικά προσελκύοντας μεγάλους αριθμούς ξένων φοιτητών από όλο τον κόσμο. Το ίδιο και η Κύπρος με τα δικά της αγγλόφωνα τμήματα.
Η Ελλάδα ακόμη όχι. Ιδανικά, έχει την ευκαιρία να μετατραπεί σε ένα εκπαιδευτικό κέντρο για την ευρύτερη «γειτονιά» της, δηλαδή ΝΑ Ευρώπη και Μέση Ανατολή, με την εμπειρία να δείχνει ότι όπου το πείραμα πέτυχε, πολλοί από τους φοιτητές που σπουδάζουν σε ξένη χώρα επιλέγουν στο τέλος να μείνουν και να εργαστούν εκεί.
Η πέμπτη και τελευταία κατηγορία, είναι και η πιο δύσκολη.
Συνιστά τη μεγαλύτερη πρόκληση για το ελληνικό κράτος. Η ένταξη και ενσωμάτωση στην ελληνική κοινωνία εκείνων των μεταναστών με τις δεξιότητες που μας χρειάζονται.
Αλλά για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να καταλήξουμε σε ένα σχέδιο, μια ξεκάθαρη πολιτική η οποία αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει. Πόσους μετανάστες χρειαζόμαστε; Σε ποιες δεξιότητες; Ποιες περιοχές έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη ; Η ελληνική πολιτεία πρέπει να επενδύσει πάνω στους μετανάστες. Αποκτώντας ελληνική παιδεία, τα παιδιά των οικογενειών αυτών πρέπει να μπορέσουν τα επόμενα 10-20 χρόνια να ενταχθούν στην ελληνική κοινωνία.
Το δημογραφικό είναι σαν το παγόβουνο. Καθώς κινείται αργά και ανεπαίσθητα, στην αρχή βλέπουμε μόνο ένα τμήμα του. Αποκαλύπτεται με τα χρόνια, ξαφνικά η κίνησή του μπορεί να επιταχυνθεί, τμήματά του να αποκολληθούν, να καταρρεύσουν και να καταπιούν ολόκληρα χωριά.
Το 1961, για παράδειγμα, μόλις το 8,3% του ελληνικού πληθυσμού ήταν γηραιότερο των 65 ετών, ενώ το 26,2% ήταν νεότερο των 14 ετών, όπως ανέφερε στην πρόσφατη εκδήλωση της Eurobank, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου.
Το 2020, η εικόνα είχε αντιστραφεί πλήρως: Το 22,3% ήταν άνω των 65 ετών και μόλις το 14,2% κάτω των 14.
Στην Ελλάδα το πρόβλημα είναι γνωστό από το 1980. Το 1997 ο Γιάννης Σπράος είχε προειδοποιήσει ότι το δημογραφικό θα οδηγήσει κάποια στιγμή σε κατάρρευση του ασφαλιστικού και όχι μόνο.
Η προειδοποίησή του λοιδορήθηκε και ξεχάστηκε. Τώρα η κίνηση επιταχύνεται. Η διαΝΕΟσις υπολογίζει ότι το 2050 θα αριθμούμε μετά βίας 10 εκατομμύρια, όταν η Τουρκία θα έχει ξεπεράσει τα 97.
Και αυτό είναι το αισιόδοξο σενάριο. Το απαισιόδοξο υπολογίζει τους Έλληνες σε ακόμη λιγότερους, λίγο πάνω από 8 εκατομμύρια. Όσο για το 2100, έρευνα του The Lancet, μας υπολογίζει σε κάτω από 5,5 εκατομμύρια...