Του Ναπολέοντα Μαραβέγια*
Ο Εθνικισμός σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, τροφοδοτούμενος από δύο, τουλάχιστον, βασικές αιτίες, τον φόβο των μεταναστών και τις οικονομικές ανισότητες, οι οποίες εντάθηκαν στην περίοδο της κρίσης, έχει εμφανισθεί απειλητικός για την ευρωπαϊκή δημοκρατία, καθώς λησμονήθηκαν τα δεινά, στα οποία οδήγησε πριν μερικές δεκαετίες.
Οι λιγότερο ευνοημένοι οικονομικά και κοινωνικά πολίτες όλων σχεδόν των ευρωπαϊκών χωρών νιώθουν ανασφάλεια μπροστά στο φάσμα της ανεργίας, που θεωρούν ότι προέρχεται από το μεταναστευτικό ρεύμα, και βεβαίως από τη νέα τεχνολογική επανάσταση. Καθώς τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα , συντηρητικά ή/και σοσιαλδημοκρατικά δεν φαίνεται να μπορούν να δώσουν πειστικές απαντήσεις στις ανησυχίες τους, αυτοί οι πολίτες αναζητούν άλλες, δυστυχώς αδιέξοδες, λύσεις.
Η κατάσταση αυτή μεγεθύνεται με την καλλιεργούμενη από τις εθνικιστικές πολιτικές και αντισυστημικές δυνάμεις που υποστηρίζουν ότι ο βασικός υπαίτιος είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία υποτίθεται ότι εμποδίζει την εφαρμογή εθνικών πολιτικών, που με «θαυματουργό τρόπο» θα έλυναν όλα τα προβλήματα.
Αυτές οι αντισυστημικές πολιτικές δυνάμεις, αντιευρωπαϊκές και αντιδημοκρατικές, κατηγορούν και τη φιλελεύθερη κοινοβουλευτική δημοκρατία ως υπεύθυνη, τόσο για την ανοχή απέναντι στους μετανάστες όσο και για τη διεύρυνση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων στη Δυτική και στην Ανατολική Ευρώπη με διαφορετικές μορφές σε κάθε μια χώρα.
Οι δυνάμεις αυτές εκμεταλλευόμενες τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε το προσφυγικό ζήτημα και η οικονομική κρίση από την ΕΕ με τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη μείωση των αποδοχών των εργαζομένων, καθώς και τη σημερινή περιοριστική, λόγω ευρωπαϊκών κανόνων, οικονομική πολιτική, επιδιώκουν μια αδιέξοδη επιστροφή στο εθνικό κράτος, προκειμένου να «αποφύγουν την ευρωπαϊκή υποταγή».
Τόσο οι οπαδοί του Brexit στη Βρετανία, όσο και οι πολιτικές δυνάμεις που είναι σήμερα στην εξουσία στην Ιταλία, το Κόμμα της Εναλλακτικής στη Γερμανία, το Εθνικό Μέτωπο και το αντικυβερνητικό κίνημα, που προσπαθούν οικειοποιηθούν ακραία πολιτικά στοιχεία, στη Γαλλία, οι αντιευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις στις Κυβερνήσεις της Ουγγαρίας και την Πολωνίας κ.α. έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, στο μέτρο που διαπνέονται από εθνικιστικές, αντιδημοκρατικές και αντιευρωπαϊκές ιδέες.
Στις 22 Ιανουαρίου 2019 υπεγράφη μια νέα Γαλλογερμανική Συνθήκη, ως συνέχεια της Συνθήκης των Ηλυσίων του 1963 , με διακηρυγμένο στόχο να συμβάλει στη διεύρυνση της συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών σε όλους τους τομείς και μέσω αυτής στην οικοδόμηση μιας Ευρώπης ενωμένης, κυρίαρχης και δημοκρατικής.
Το γεγονός αυτό πέρασε σχεδόν απαρατήρητο στη χώρα μας, καθώς είναι απασχολημένη με τα δικά της προβλήματα μέσα σε προεκλογική και διχαστική ατμόσφαιρα.
Αυτή η νέα Γαλλογερμανική Συνθήκη, μεταξύ δύο Κυβερνήσεων με σταθερή προσήλωση στην Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση και τη Φιλελεύθερη Δημοκρατία, επειδή συνάπτεται από τις δύο μεγαλύτερες χώρες της ΕΕ , οι οποίες ήταν και είναι οι πυλώνες του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, έχει σημαντική πανευρωπαϊκή συμβολή στην εμπέδωση αυτών των αρχών και ενδιαφέρει όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και βέβαια τη χώρα μας.
Παρά το γεγονός ότι και οι δύο ηγέτες βρίσκονται σε δυσκολία, καθώς η Καγκελάριος Μέρκελ φεύγει από την εξουσία και ο Πρόεδρος Μακρόν αντιμετωπίζει κοινωνική αμφισβήτηση στο εσωτερικό της χώρας του, η Συμφωνία αποτελεί ένα πολύ σημαντικό ευρωπαϊκό γεγονός, όσο κι αν στη χώρα μας δεν εκτιμήθηκε σε όλες τις διαστάσεις του.
Εξάλλου, η αντιπαράθεση μεταξύ των υποστηρικτών της ευρωπαϊκής ενοποίησης και της φιλελεύθερης δημοκρατίας από την μια πλευρά με τους Μακρόν και Μέρκελ και των αντιευρωπαϊκών και εθνικιστικών δυνάμεων με τους Σαλβίνι, Λεπέν και Όρμπαν έχει ξεκινήσει. Τα επιχειρήματα των πρώτων πρέπει να πείσουν τους ευρωπαίους πολίτες για την αξία της δημοκρατίας και της ευρωπαϊκής ενοποίησης σε ένα ανησυχητικό διεθνές περιβάλλον, όπου ο αυταρχισμός κυριαρχεί παντού.
Για το λόγο αυτό η Συμφωνία αυτή έχει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς έρχεται σε μια κρίσιμη φάση της ευρωπαϊκής πορείας κοντά στις επικείμενες ευρωπαϊκές εκλογές το Μάιο 2019.
*Ο κ. Ναπολέων Μαραβέγιας είναι Καθηγητής της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών και Αντιπρύτανης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην Υπουργός.