Του Δημήτρη Καμπουράκη
Ο άνθρωπος έχει μια μεσαία αντιπροσωπεία αυτοκινήτων. Στα χρόνια της κρίσης δεινοπάθησε φυσικά, αλλά το κράτησε το μαγαζί με νύχια και με δόντια. Από δεκάξι εργαζόμενους το 2009 (μαζί με το ενσωματωμένο συνεργείο) έμεινε στους επτά το 2019, όμως κάθε πρωί ανοίγει την επιχείρηση του και μπαίνει μέσα. Ξέρει την αγορά σαν την παλάμη του, οσμίζεται τις θετικές ή αρνητικές της τάσεις όπως το κυνηγόσκυλο τον λαγό. «Πως πάει τώρα με την καινούρια κυβέρνηση;» τον ρώτησα.
«Άλλαξε κάπως η ψυχολογία, αλλά όχι η τσέπη των ανθρώπων» μου απάντησε. «Η ψυχολογία τους φέρνει στο μαγαζί να δουν το εμπόρευμα, η τσέπη όμως δεν τους αφήνει ακόμα να βάλουν την υπογραφή για την αγορά. Αυτή η σειρά, ξέρεις, είναι ανάποδη. Συνήθως, πρώτα βελτιώνονται τα δημόσια οικονομικά μιας χώρας, μετά αυτό μεταφέρεται στις τράπεζες, στην συνέχεια πάει στην τσέπη των ανθρώπων και τότε αυτοί αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι μπορούν να ξοδέψουν κάτι παραπάνω απ' όσα ξόδευαν παλιότερα. Εδώ έγινε το ανάποδο. Η πολιτική αλλαγή έφερε αισιοδοξία και τώρα οι αισιόδοξοι αναμένουν να δουν την τσέπη τους να προσαρμόζεται.»
Ενδιαφέρουσα ανάλυση από έναν άνθρωπο που συναλλάσσεται καθημερινά με δεκάδες ανθρώπους όλων των οικονομικών επιπέδων και ψυχανεμίζεται τις διαθέσεις τους καλύτερα από οποιονδήποτε. «Κάτι έδωσε όμως ο Κυριάκος ήδη» του είπα. «Έδωσε» μου απάντησε, «όμως την άνοδο της καταναλωτικής ικανότητας των ανθρώπων δεν την κατασκευάζουν οι κυβερνητικές παροχές, όσο γενναιόδωρες κι αν είναι. Αυτός που γλύτωσε εκατό ή διακόσια ευρώ από τον ΕΝΦΙΑ δεν θα τα κάνει αμάξι, δεν φτάνουν έτσι κι αλλιώς.
Αμάξι θα έρθει να αγοράσει, όταν νιώσει σίγουρος ότι θα κρατήσει την δουλειά του την επόμενη πενταετία και άρα μπορεί να βάλει γραμμάτια για τα χρόνια αυτά. Αλλά και σίγουρος να είναι ο πελάτης ότι θα διατηρήσει το εισόδημα του, πρέπει να είναι σε βιώσιμη οικονομική κατάσταση η εταιρεία που θα του πουλήσει το αμάξι. Αλλιώς δεν θα έχει την δυνατότητα να κάνει μια προσφορά στον πελάτη που θα είναι στα μέτρα των –έτσι κι αλλιώς- περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων του. Ζούμε πια σε μια Ελλάδα στην οποία όλοι είναι τσίμα-τσίμα.
Και για να είναι η επιχείρηση μου βιώσιμη, πρέπει να έχουν ρυθμιστεί τα χρέη μου στις τράπεζες και να μου παρέχουν μια κάποια χρηματοδότηση, άρα και οι τράπεζες να είναι σε βελτιωμένη κατάσταση σε σύγκριση με το παρελθόν. Έτσι ζούμε και δουλεύουμε όλοι πια. Το κράτος ξύνει τον πάτο του βαρελιού και δίνει κάτι τις στον πολίτη, αυτός έρχεται σε μένα και προσπαθεί να βγάλει απ' την μύγα ξίγκι, εγώ πάω στην τράπεζα και διαπραγματεύομαι και το πενηνταράκι και κείνες τρώνε τα λυσσακά τους για να βελτιώσουν λίγο την ρευστότητα τους. Αυτός είναι ο κύκλος.
Απότομη εκτόξευση του κύκλου αυτού προς τα πάνω δεν μπορεί να υπάρξει, μόνο σταδιακή. Αλλά ακόμα και για την σταδιακή αυτή άνοδο, δεν πρέπει κανένας από τους κρίκους της αλυσίδας να πάει πίσω. Όλοι μαζί μπορούμε να πάμε το σύστημα προς τα πάνω, ένας από μόνος του δεν μπορεί να το τραβήξει ανοδικά. Αλλά αν ένας υποχωρήσει μπορεί να το γκρεμίσει ολόκληρο. Κυβέρνηση, καταναλωτές, επιχειρήσεις, τράπεζες, πρέπει να βελτιώνονται όλοι μαζί. Ελπίζω όλοι μας να έχουμε γίνει επαρκώς σοφοί ώστε να μην ξανακυλήσουμε.» Το ελπίζω κι εγώ.