Του Αντώνη Πανούτσου
Το 1977, μετά από κάποια χρόνια απουσία, επέστρεψα στην Ελλάδα. Ο φίλους μου ο Κώστας Π. είχε αποφασίσει να με βγάλει βόλτα στην παραλιακή το βράδυ με το ολοκαίνουργιο Pony του. Επιστρέφοντας αργά, στην στροφή της Βασ. Κωνσταντίνου αριστερά προς την Σούτσου μας έπιασε το φανάρι της αμερικανικής πρεσβείας. Ο Κώστας έριξε μια ματιά προς τους Αμπελόκηπους, είδε ότι δεν κατέβαινε κανένας και γκάζωσε να μπει στην Σούτσου. «Ηταν κόκκινο» του λέω. «Ααα, έλειπες καιρό. Τώρα όλοι περνάνε με κόκκινο». «Και αν σε σταματήσεις κανένας μπάτσος;». «Του λες ότι τώρα έχουμε δημοκρατία και ότι είναι χουντικός και σε παρατάει».
Κάπως έτσι ξεκίνησε την κατρακύλα. Όταν οι Έλληνες -όχι απαραίτητα αριστεροί αφού ο Κώστας ήταν από δεξιός έως μαύρος- κατάλαβαν ότι το σύνθημα «η χούντα δεν τελείωσε το '74» ήταν μια τεράστια κολυμπήθρα του Σιλωάμ για να απενοχοποιεί την καθημερινή παρανομία. Ότι χουντικός αστυφύλακας είναι αυτός που κόβει τις κλήσεις. Δημοκράτης αυτός που πίνει το φραπέ και κοιτάζει προς την άλλη. Σαρξ εκ σαρκός του λαού, οι αστυφύλακες δεν άργησαν να προσαρμοστούν.
Ο συνδικαλισμός των αστυφυλάκων ήταν από τα πρώτα επιτεύγματα της πρώτης επταετίας του ΠΑΣΟΚ. Τι αξία όμως μπορεί να έχει ο συνδικαλισμός χωρίς πορεία. Θυμάμαι κάπου στην δεύτερη τετραετία πορεία αστυφυλάκων με το βασικό σύνθημα ότι και οι ίδιοι είναι παιδιά του λαού, εργαζόμενοι που το μόνο που περιμένουν είναι να τελειώσει η βάρδια και να γυρίσουν στις οικογένειες και τα σπίτια τους. Λίγο καλύτερο από αυτό που συνέβη στα noughties όταν ο δρόμος προς τον σουρεαλισμό έκανε ένα μεγάλο βήμα με τους αστυφύλακες να κατεβαίνουν σε διαδήλωση ενάντια στην βία. Η ιδιωτική πρωτοβουλία δεν άργησε να καλύψει το κενό. Όταν ο Ρουβίκωνας ανέλαβε να ελέγχει τις ταυτότητες των αστυνομικών. Κάτι που προσπάθησε να καλύψει η Κατερίνα Παπακώστα με μια καμαρωτή παπαριά, ότι κάθε πολίτης έχει δικαίωμα να ζητήσει τα στοιχεία ενός αστυνομικού, παραλείποντας να επισημάνει ότι οι αστυνομικοί φορούσαν πολιτικά και ο Ρουβίκωνας έκανε προληπτικό έλεγχο εξακρίβωσης στοιχείων. Οπότε και ολοκληρώθηκε η πορεία που είχε ξεκινήσει μετά τη μεταπολίτευση.
Μετά από τέσσερις δεκαετίες παρανομίας η νοοτροπία είναι δύσκολο να αλλάξει. Όμως γίνεται. Όχι προσθέτοντας άλλους αστυνομικούς αφού η αστυνομία με 55+ χιλιάδες είναι επαρκώς στελεχωμένη αλλά με ορθολογισμό στην χρησιμοποίηση τους.
Η δέσμευση του Κυριάκου Μητσοτάκη να μειώσει τον αριθμό των αστυφυλάκων που απασχολούνται με την ασφάλεια των βουλευτών είναι στην σωστή γραμμή αλλά εν μέρει επικοινωνιακή. Μια πιο ουσιαστική κίνηση θα ήταν να βγάλει τους νεαρούς αστυφύλακες στους δρόμους –πήγα να βγάλω διαβατήριο και δύο κάτω από τα 30 απασχολούντο σε δουλειά γραφείου– και τους μεγαλύτερης ηλικίας στο γραφείο, κάτι που θα βοήθαγε στην επιμήκυνση της υπηρεσίας μέχρι την συνταξιοδότηση.
Το δεύτερο είναι να ισχυροποιηθεί ο σεβασμός στην υπηρεσία. Όχι με καραγκιοζιλίκια, όπως με τον βαθμοφόρο που έσκυβε πίσω από την Νοτοπούλου, υποτίθεται για να δει τι σημείο της γέφυρας δείχνει η κόρη της φίλης του πατέρα του υπουργού που είναι φίλος του πρωθυπουργού. Στην ουσία. Με ένα καλό μπογιάτισμα των αστυνομικών τμημάτων, που με τα λεφτά που έδωσε για να βάψει το υπουργείο της η Νοτοπούλου βάφεται μισή ντουζίνα ώστε οι αστυνομικοί να δουλεύουν σε ανθρώπινες συνθήκες. Και με αγορά εξοπλισμού των μονάδων που ενεργοποιούνται στους δρόμους με αλεξίσφαιρα γιλέκα της υπηρεσίας αφού αυτά δεν κάνουν ούτε για paint ball και πρέπει να βασίζονται σε «χορηγίες». Δηλαδή την καλοσύνη των άλλων.
Τρίτο και τελευταίο -που δεν αφορά ευθέως την αστυνομία- σαράντα χρόνια έχουν περάσει. Καιρός να το αποφασίσουμε. Ας αποφασίσουμε. Η χούντα τελείωσε το '74, οπότε όλοι οι νόμοι είναι δημοκρατικοί ή δεν τελείωσε και υποχρέωση κάθε δημοκρατικού πολίτη είναι να ανθίσταται και να τους παραβαίνει; Αν ισχύει το δεύτερο οι φασίστες είναι οι αστυφύλακες. Αν συμβαίνει το πρώτο, φασίστες είναι οι αντιεξουσιαστές. Και τα δύο όμως δεν μπορούν να συμβαίνουν. Μπορεί να είναι το μόνο θέμα που αξίζει να γίνει δημοψήφισμα.