Η σοβιετική εξουσία, κατέβαλε πολλές και επίπονες προσπάθειες να βρει και να κατάσχει οποιαδήποτε φωτογραφία απεικόνιζε τη φρίκη του τεχνητού λιμού που η ίδια προκάλεσε στον πληθυσμό της, μέσα από την πολιτική της αποκουλακοποίησης και του βίαιου βιομηχανικού «εκσυγχρονισμού» της Σοβιετικής Ένωσης.
Η πλειοψηφία των φωτογραφιών που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, συνήθως δεν έχουν καμία ή έχουν ελάχιστη σχέση με αυτή την ανθρωπιστική τραγωδία.
Ωστόσο, χάρη στις προσπάθειες του Κέντρου Μελετών του Γκολοντομόρ, έγινε δυνατή η συγκέντρωση περίπου 100 φωτογραφιών, μαρτυρίων και πειστηρίων, πολύτιμων πηγών για τον επιστήμονα ιστορικό αλλά και τον φιλίστορα αναγνώστη.
Ανάμεσα σε εκείνους που φωτογράφισαν το Γκολοντομόρ, ήταν ο Αυστριακός Αλεξάντρ Βινερμπέργκερ, οι Αμερικανοί Τζέιμς Έμπε και Ουάτινγκ Ουίλιαμς και ο Ουκρανός Νικολάι Μπόκαν.
Θα προσπαθήσουμε σε ένα μικρό αφιέρωμα να μιλήσουμε για τις ιστορίες αυτών των φωτογράφων.
Τζέιμς Έμπε (1883 - 1973)
Ο Αμερικανός φωτογράφος Τζέιμς Έμπε, ήταν διάσημος γιατί φωτογράφιζε αστέρες του παγκόσμιου θεάτρου και κινηματογράφους στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Μέσα από τον φωτογραφικό του φακό, έχουμε εικόνες ηγετών φασιστικών κρατών όπως ο Χίτλερ, ο Μουσολίνι και το Φράνκο.
Το 1932 ο Έμπε πηγαίνει στην Μόσχα με την ελπίδα πως ο ηγέτης της χώρας Ιωσήφ Στάλιν, θα συμφωνήσει να τον φωτογραφίσει. Κανείς ξένος φωτογράφος δεν είχε καταφέρει κάτι τέτοιο, μέχρι εκείνη την στιγμή.
Επί τρεις εβδομάδες πήγαινε καθημερινά στο Κρεμλίνο, προκειμένου να πάρει την πολυπόθητη άδεια. Εκείνες, ακριβώς, τις ημέρες, ο διεθνής Τύπος ήταν γεμάτος δημοσιεύματα για την «βαριά ασθένεια» του Στάλιν κι έτσι ο Έμπε θεώρησε πως είχε μοναδική ευκαιρία να πετύχει τον στόχο του. Πλησίασε αξιωματούχους του Κρεμλίνου λέγοντας πως μόνο φωτογραφίες ενός ξένου φωτογράφου, θα διασκεδάζουν τις φήμες που κυκλοφορούν στο εξωτερικό.
Λίγες ημέρες αργότερα, αξιωματικοί της προσωπικής φρουράς του Στάλιν, τον οδήγησαν μέσα από τους ατελείωτους διαδρόμους του Κρεμλίνου στο γραφείο του. Αντί για τα 5 λεπτά που ήταν προγραμματισμένα, η συνάντησή τους κράτησε 25 ολόκληρα λεπτά. Σε λίγες ημέρες, ο διεθνής Τύπος δημοσίευσε τις φωτογραφίες του Στάλιν που χαμογελούσε στον φακό του Αμερικανού φωτογράφου.
Για μία δουλειά που κράτησε λιγότερο από μισή ώρα, ο Έμπε «ταξινομήθηκε» στην κατηγορία των «αξιόπιστων», πράγμα που του επέτρεψε να μείνει στην Ε.Σ.Σ.Δ. για άλλους 6 μήνες, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1932, όπου για «κάλυψη» εργάστηκε στο σοβιετικό φωτογραφικό πρακτορείο «Σογιούζφωτό», ενώ στην πραγματικότητα αποτύπωνε την αληθινή ζωή στην «χώρα που οικοδομούσε τον σοσιαλισμό σε καπιταλιστική περικύκλωση».
Ο δαιμόνιος Αμερικανός φωτογράφος κατάφερε κρυφά να φωτογραφίσει πολλά απαγορευμένα θέματα, όπως: την κηδεία της συζύγου του Στάλιν, η οποία είχε αυτοκτονήσει, τις ουρές για φαγητό, το πλιάτσικο εκκλησιών, τα μυστικά στρατεύματα των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών και πολλά άλλα.
Ο Έμπε, ήταν μάρτυρας της αρχής του Γκολοντομόρ. Το καλοκαίρι του 1932 σε ένα βρώμικο και βρωμερό βαγόνι ξεκίνησε για την Ουκρανία. Κατά την διαδρομή, ένας συνταξιδιώτης του, τού αφηγήθηκε πως οι άνθρωποι πεθαίνουν σαν τα ποντίκια από την πείνα και πως όσοι αντιστέκονται συλλαμβάνονται και εξορίζονται στην Σιβηρία.
Φτάνοντας στον σιδηροδρομικό σταθμό του Χάρκοβ, έμεινε εμβρόντητος από την «εισβολή» των χωρικών. Για πολλούς από αυτούς, ο σταθμός ήταν η μοναδική στέγη. Οι άνθρωποι, προσπαθώντας να ανέβουν σε κάποιο τραίνο για να φύγουν μακριά, έστηναν αυτοσχέδιους καταυλισμούς. Πίστευαν, πως μακριά από το σπίτι τους, θα βρουν φαγητό.
Χωρίς να χάσει καιρό, έβγαλε την φωτογραφική μηχανή και φωτογράφισε το πλήθος των πεινασμένων. Τον συνέλαβαν αμέσως, αλλά λίγη ώρα αργότερα τον άφησαν, προειδοποιώντας τον πως απαγορεύεται να φωτογραφίζει κατά την διάρκεια της διαδρομής.
Στο Ζαπορόζιε, δεν άντεξε μπροστά στο «γιγαντιαίο κατόρθωμα της σοβιετικής εκβιομηχάνισης» και θέλησε να στείλει τηλεγράφημα στο Στάλιν για να τον συγχαρεί.
Συνεχίζοντας την περιοδεία του είδε πως χτίζονταν μεγάλα εργοστάσια και φάμπρικες. Στο ξενοδοχείο όπου έμενε δεν υπήρχε ψωμί, τσάι ή ζάχαρη. Ταξιδεύοντας προς τον Ντονμπάς, φωτογράφισε για λογαριασμό του πρακτορείου «χαρούμενες» μεταλλωρύχους. Ο ίδιος, αργότερα, ομολόγησε πως δεν κατάφερε να αποτυπώσει τα άδεια στομάχια τους.
Κατά την διάρκεια μίας διανυκτέρευσης στο Χάρκοβ κατάφερε να ξεφύγει από τα κομματικά στελέχη που τον συνόδευαν και τον ακολουθούσαν κατά βήμα. Περιφέρθηκε στην πόλη και συνομίλησε με απλούς πολίτες. Κατάλαβε πως πολλοί, σκέφτονταν ήδη από τότε την απόσχιση της Ουκρανίας από την Ε.Σ.Σ.Δ., πράγμα αδύνατο την εποχή εκείνη.
Σε μία από τις πόλεις των μεταλλωρύχων βρέθηκε σε ένα παζάρι. Εκεί, είδε ανάμεσα στους πάγκους να κυκλοφορούν πεινασμένοι χωρικοί ζητώντας φαγητό. Τότε κατάλαβε πως εκατομμύρια χωρικοί προτίμησαν να πεθάνουν παρά να δουλέψουν στα κρατικά αγροκτήματα (Κολχόζ) υπό τις διαταγές άσχετων πρώην στρατιωτών.
Στο μεταξύ, την στιγμή που χιλιάδες πέθαιναν από την πείνα, τα κομματικά στελέχη οργάνωναν πλούσια συμπόσια για τον εκλεκτό, Αμερικανό, φίλο φωτογράφο.
Η υπομονή όμως της σοβιετικές εξουσίας είχε αρχίσει να εξαντλείται. Όταν προσπάθησε να φωτογραφίσει σκηνές στην Μόσχα χωρίς να έχει άδεια, τον συνέλαβαν. Τον απείλησαν πως θα τον στείλουν στο δικαστήριο, όπου τον περιμένει αυστηρή τιμωρία, αν θα συνεχίσει να λειτουργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο και του πρότειναν να εγκαταλείψει «οικειοθελώς» την Ε.Σ.Σ.Δ.
Κατάφερε να βγάλει τις φωτογραφίες του στο εξωτερικό, κρύβοντας τα αρνητικά των φιλμ στην φόδρα του παλτού του μικρότερου γιου του.
Το 1934 κυκλοφόρησε το βιβλίο των αναμνήσεων του από το ταξίδι στην Ε.Σ.Σ.Δ. με τίτλο «I photograph Russia» με 80 φωτογραφίες, ανάμεσα στις οποίες και αρκετές με θέμα το Γκολοντομόρ.
Διαβάστε το πρώτο μέρος εδώ