Η διαδρομή από το Γεράκι Λακωνίας μέχρι τα έδρανα της Βουλής των Ελλήνων δείχνει μακρινή για μια γυναίκα που δραστηριοποιήθηκε από πολύ νέα στο συντηρητικό κόμμα της χώρας.
Κι όμως, όποιος είχε την τύχη να συνομιλήσει με τη Μαριέττα Γιαννάκου καταλάβαινε αμέσως ότι τίποτα δεν θα μπορούσε να τη σταματήσει.
Η ζωή της ήταν βγαλμένη, λες, μέσα από τα εγχειρίδια επιτυχίας στη ζωή. Είχε την τύχη να μεγαλώσει σε μια οικογένεια που διάβαζε καθημερινά τρεις με τέσσερις εφημερίδες, πίστευε στη δύναμη της εκπαίδευσης και ασπάζονταν φιλελεύθερες ιδέες για την εποχή και τον τόπο, τη Λακωνία. Έτσι η Μαριέττα από φοιτήτρια της Ιατρικής έγινε από τα ιδρυτικά μέλη της ΟΝΝΕΔ όπου ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα όχι στα γραφεία και τους διαδρόμους του κόμματος αλλά στο αμφιθέατρο, στις Γενικές Συνελεύσεις των φοιτητών, υποστηρίζοντας θέσεις όπως την ανάγκη να αξιολογούνται οι καθηγητές, κάτι αδιανόητο για την εποχή.
Σε όλα όσα έκανε, το βλέμμα της ήταν πάντα στραμμένο στους ανθρώπους. Η πολιτική της δράση είχε ως μόνο στόχο να είναι επωφελής για την κοινωνία.
Ως νεαρή ψυχίατρος μιλούσε για την ανάγκη αποστιγματισμού των ψυχικών νόσων και των ψυχικά ασθενών. Αφηγούνταν συχνά ότι ως ειδικευόμενη έβλεπε συχνά ψυχικά ασθενείς να γίνονται ξανά λειτουργικοί αλλά να επιστρέφουν στο νοσοκομείο γιατί η οικογένειά τους τους είχε εγκαταλείψει κι αυτό τη συγκλόνιζε. Αργότερα, ως άτομο με αναπηρία, θα μιλούσε για τις προκαταλήψεις που αντιμετωπίζουν τα άτομα με προβλήματα κινητικότητας και θα απαντούσε στα όλο οίκτο βλέμματα με τον τρόπο που ήξερε καλύτερα: συνεχίζοντας να ζει κανονικά τη ζωή της χωρίς να περιορίσει στο ελάχιστο την πολιτική της δραστηριότητα.
Και για τις εργαζόμενες μητέρες μιλούσε με πάθος ενθαρρύνοντας τις γυναίκες να μην αισθάνονται ενοχή, εάν αφήνουν τα παιδιά τους για να εργαστούν ούτε εάν δεν κατάφερναν τα πάντα στην εργασία τους επειδή έπρεπε να φροντίζουν και τα παιδιά τους. «Η ίδια η εργασία σε συνδυασμό με την οικογένεια είναι μια ισορροπία από μόνη της», έλεγε χαρακτηριστικά και η περίφημη αναζήτηση αυτής της ισορροπίας ένα ψευδοδίλημμα.
Κάθε φορά που η Μαριέττα Γιαννάκου άνοιγε το στόμα της, κανείς δεν έμενε με την παραμικρή απορία για όσα πρέσβευε και κυρίως για όσα ήθελε, κάθε φορά, να πει. Μιλούσε πάντα με συγκλονιστική ευθύτητα και γενναιότητα, εξηγώντας τις θέσεις της χωρίς να κάνει εκπτώσεις.
Ανήκε βέβαια στη φιλελεύθερη, εκσυγχρονιστική τάση της Νέας Δημοκρατίας και προσπάθησε να πολιτευθεί σύμφωνα με τις αρχές του πολιτικού φιλελευθερισμού από κάθε θέση ευθύνης που ανέλαβε.
Υποστήριξε το νόμο πλαίσιο για τα Πανεπιστήμια μιλώντας για την υποχρέωση της Πολιτείας να δίνει σε όλους τους νέους ίσες ευκαιρίες αλλά και ποιοτική εκπαίδευση. Ισότητα και Ποιότητα ήταν το όραμά της για την Παιδεία.
Χαμογελούσε όταν τις επεσήμαναν τις κακοδαιμονίες της πολιτικής στη Μεταπολίτευση. «Αλάνθαστοι είναι όσοι δεν κάνουν τίποτα. Η πολιτική είναι ο μόνος τρόπος να βελτιώσουμε τη ζωή μας», απαντούσε χωρίς ποτέ να παραλείπει να επισημαίνει και την ευθύνη των πολιτών για την ποιότητα της πολιτικής που παράγεται στη χώρα.
Για όσες δραστηριοποιηθήκαμε πολιτικά μέσα από τις τάξεις της ΟΝΝΕΔ και ασπαστήκαμε τον πολιτικό φιλελευθερισμό, η Μαριέττα Γιαννάκου ήταν ένα σταθερό σημείο αναφοράς. Σοβαρή και ποτέ σοβαροφανής, δυναμική, μορφωμένη, ενημερωμένη, γενναία, με παρρησία, μια γυναίκα που ήξερε τι της γινόταν, όπως λέμε. Πως να μην θες να της μοιάσεις;
Η Μαριέττα Γιαννάκου όπως και άλλες σημαντικές ελληνίδες πολιτικοί, έχουμε στο μυαλό μας και τη Βιργινία Τσουδερού, θα δείχνει πάντα το δρόμο στις Ελληνίδες σε μια εποχή που χρειαζόμαστε αυτό το είδος γυναικών στην πολιτική. Θα μας λείψει και δεν θα την ξεχάσουμε ποτέ.