Ακούω πολλούς να εκφράζουν φόβους ότι η λήξη του lockdown μπορεί να αναζωπυρώσει την εξάπλωση του ιού, όπως φαίνεται να συνέβη στη Γερμανία. Ναι, έτσι είναι, ο κίνδυνος αυτός υπάρχει. Όμως η οικονομία πρέπει να μπει σε λειτουργία. Δεν μπορούμε να επιβιώσουμε με την οικονομία σε καταστολή.
Κάποιοι λένε ότι η απόφαση της επιστημονικής επιτροπής δεν ήταν ομόφωνη. Και λοιπόν; Πρόκειται για μια πρωτόγνωρη κατάσταση όπου ακόμη και οι λοιμωξιολόγοι πάνε ψάχνοντας, γιατί δεν έχουν σίγουρες λύσεις. Φυσικό είναι να διαφωνούν, όπως είναι φυσικό να ληφθούν οι σχετικές αποφάσεις με δημοκρατικές διαδικασίες, δηλαδή με βάση τη γνώμη της πλειοψηφίας.
Άλλοι υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να ανοίξουν τα σχολεία γιατί οι μαθητές δεν θα παίρνουν τις δέουσες προφυλάξεις. Ποια είναι η λύση; Μήπως να τους κρατήσουμε «στη γυάλα» μέχρι το Φθινόπωρο και να τους εκθέσουμε «μία και καλή» στον ιό όταν οι καιρικές συνθήκες θα είναι δυσμενέστερες (και η πιθανότητα να αρρωστήσουν θα είναι μεγαλύτερη); Τι θα κάνουμε τότε, έχοντας μπροστά μας τον χειμώνα και ολόκληρη τη σχολική χρονιά;
Για μερικούς οι αντιρρήσεις είναι απόρροια της ψευδαίσθησης τους ότι τα ξέρουν όλα. Για άλλους, είναι αποτέλεσμα της σύνθεσης (στο μυαλό τους) κομματικών συμπαθειών και αντιπαθειών. Όμως, οι στιγμές είναι κρίσιμες και γι’ αυτό πρέπει να τα αφήσουμε όλα αυτά στην άκρη.
Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ, η ύφεση θα είναι πρωτοφανής το 2020: Το Ευρωπαϊκό ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 8% περίπου, με τη Γερμανική οικονομία να χάνει κάπου 7,5%, τη Γαλλική 8%, την Ισπανική 9%, τη δική μας 10%. Επίσης, οι πρώτες εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Εργασίας κάνουν λόγο για καθαρή απώλεια τουλάχιστον 40 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας. Η πραγματικότητα ίσως να είναι χειρότερη, αν κρίνουμε από τα πρώτα στοιχεία για ΗΠΑ και Αγγλία. Η απασχόληση θα είναι το μεγάλο θύμα και στη χώρα μας, η οποία μπήκε στη δίνη της πανδημίας πριν προλάβει να βγει από την δεκαετή οικονομική κρίση και με ανοιχτές τις πληγές του τραπεζικού της συστήματος.
Ποιο είναι λοιπόν το συμπέρασμα; Πολύ απλά ότι δεν μπορούμε να ζούμε για πολύ κλεισμένοι μέσα.
Το κράτος δεν μπορεί να παρέχει επιδόματα και γενικότερα ενισχύσεις για πολύ καιρό. Η επιβάρυνση του δικού μας προϋπολογισμού από τις δαπάνες στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων που έχουν ήδη δρομολογηθεί, θα φτάσει τα 20 δισ. μέχρι το τέλος Ιουνίου. Το ποσό αυτό είναι εξωπραγματικό για τα οικονομικά μας δεδομένα. Επίσης, δεν πρέπει να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να χρειαστούν κι άλλες ενισχύσεις αργότερα, κι άλλες δαπάνες για την υγεία κλπ.
Όλα αυτά τα χρήματα δεν δίνονται από περισσεύματα. Δίνονται από δανεικά και προσαυξάνουν το ήδη υπέρογκο χρέος μας. Εμείς και τα παιδιά μας θα κληθούμε, μέσα από τη φορολογία, να πληρώσουμε στο μέλλον τόκους και χρεολύσια για την εξόφληση αυτών των δανείων. Κάποιοι μιλάνε για το γνωστό «μαξιλάρι», υπονοώντας ότι μπορούμε να χρηματοδοτηθούμε από εκεί. Μα και εκείνο δανεικά έχει.
Να γιατί η έξοδος από την καραντίνα αποτελεί μονόδρομο. Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο να έχουμε πισωγυρίσματα. Θα το δούμε στην πορεία. Προς το παρόν, η καλύτερη λύση είναι να εμπιστευτούμε τους ειδικούς. Αυτούς που τα κατάφεραν πολύ καλά μέχρι σήμερα. Η μεγάλη πρόβα είναι μονόδρομος.