Του Αριστοτέλη Αϊβαλιώτη
Υπάρχουν κάτι λίγοι που παρακολουθούν τις κινήσεις των συναλλαγμάτων, είτε λόγω επαγγέλματος, είτε από απλό ενδιαφέρον.
Η αξία ενός νομίσματος σε σχέση με τα άλλα, και κυρίως με το παγκόσμιο νόμισμα αναφοράς, που εξακολουθεί να είναι το αμερικανικό δολάριο, σημαίνει πολλά για την εσωτερική δυναμική της υποκείμενης οικονομίας. Σημαίνει όμως πολλά και για την καθημερινότητα των πολιτών, αφού οι αυξομειώσεις του επηρεάζουν την αποτύπωση της περιουσίας και των εισοδημάτων τους σε πραγματικούς όρους αγοραστικής δύναμης προϊόντων και υπηρεσιών που συγκροτούν την ποιότητα της ευημερίας τους.
Γιατί ζούμε σε ένα παγκοσμιοποιημένο κόσμο και οι τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών καθορίζονται εν πολλοίς από την σχέση του νομίσματος με τα άλλα νομίσματα και κυρίως με το παγκόσμιο νόμισμα αναφοράς.
Την περασμένη Παρασκευή η αγγλική λίρα, που ήδη είχε δει την ισοτιμία της στην πορεία για το δημοψήφισμα, αλλά και αμέσως μετά από αυτό, να μειώνεται περίπου 20% σε σχέση με το δολάριο, υπέστη μία ακαριαία καθίζηση 6% στις Ασιατικές αγορές. «Τεχνικό λάθος» διαπίστωσαν οι ρυθμιστικές αρχές, το οποίο εν μέρει διορθώθηκε αργότερα, αλλά όχι εντελώς. Έτσι η τάση εξακολουθεί και είναι υποτιμητική για την αγγλική λίρα, η οποία τείνει να φθάσει το 1:1 σε σχέση με το Ευρώ, από 1:1,40 που ήταν χοντρικά πέρυσι.
Έτσι έχουν αποτυπώσει μέχρι σήμερα οι αγορές την δυναμική της αγγλικής οικονομίας σαν αποτέλεσμα της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, μετά το δημοψήφισμα. Το Brexit στοίχισε και στοιχίζει. Θα περάσει καιρός μέχρι να δούμε το σημείο ισορροπίας.
Η πτώση της ισοτιμίας έχει θύματα. Η περιουσία των Βρετανών πολιτών σε όρους σύγκρισης με τα άλλα νομίσματα (και με το παγκόσμιο νόμισμα αναφοράς) μειώθηκε κατά το ποσοστό της υποτίμησης. Οι μισθοί τους και τα εισοδήματα τους το ίδιο. Και όλα αυτά συμβαίνουν σε μία χώρα που έχει, σύμφωνα με όλες τις μετρήσεις, μία από τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, με δική της «οικονομική ενδοχώρα», τις άλλες χώρες της Κοινοπολιτείας (ανάμεσα τους άλλες οικονομικές υπερδυνάμεις όπως η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Νότια Αφρική, η Ινδία). Η Βρετανική οικονομία έχει όχι μόνο μέγεθος, αλλά και συγκαταλέγεται στις πιο ανταγωνιστικές οικονομίες του πλανήτη, ενώ είναι από τις πρώτες στην οικονομία της γνώσης και της καινοτομίας. Σε αυτήν την οικονομία το Brexit έχει αποδώσει μέχρι τώρα μία ζημία που πλησιάζει το 30%.
And counting…
Υπάρχουν φυσικά και αντίλογοι. Ότι το πρόβλημα θα αποδειχθεί παροδικό, ότι η δυναμική της Βρετανικής οικονομίας δεν έχει αλλάξει, ότι το χαμηλό νόμισμα θα δώσει ακόμα πιο μεγάλο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στα βρετανικά εργοστάσια, ότι θα βρεθούν άλλες διακρατικές συμμαχίες που θα αντικαταστήσουν τις μισητές Ευρωπαϊκές. Ακόμα και αν είναι έτσι στο μέλλον κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την σημερινή μεγάλη ζημιά.
Μπορεί να κάνει κανείς μελαγχολικές σκέψεις αν προσπαθήσει νοερά να μεταφέρει μία ανάλογη εμπειρία στην Ελλάδα, ένα Grexit.
Τι θα γινόταν άραγε σε μας, σε μία χώρα που είναι εδώ και χρόνια στο πάτωμα, πάτος σε ανταγωνιστικότητα, πάτος σε επενδύσεις, πάτος σε εμπιστοσύνη τόσο των ξένων όσο και μεταξύ μας, αποκομμένη από την διεθνή ροή κεφαλαίων, πολιτικά ασταθή, χωρίς επαρκή παραγωγική δομή, χωρίς αρκετά εργοστάσια και διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα και υπηρεσίες, τι θα συνέβαινε σε εμάς αν ακούγαμε τις σειρήνες αρκετών συμπολιτών μας και αποφασίζαμε να φύγουμε από την Ευρωζώνη και να επανιδρύσουμε δικό μας νόμισμα;
Αν η κραταιά Βρετανία παθαίνει μία ζημιά 30%, πόση θα ήταν άραγε η ζημία της αδύναμης Ελλάδας;
Μα, συγκρίνεται η Βρετανία με την Ελλάδα;
«Η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες»;
Αν για λόγους εικασίας ήταν 70%, αυτό θα σήμαινε ένα καταστροφικά μικρότερο επίπεδο διαβίωσης για εκατομμύρια συμπολίτες μας που έχουν σταθερά, κρατικά χορηγούμενα, εισοδήματα. Αν σήμερα τσακωνόμαστε για συντάξεις 600 Ευρώ, στην υποθετική περίπτωση δικού μας νομίσματος αυτές θα είχαν πραγματική αξία 200 Ευρώ. Για να μην μιλήσουμε για τις περιουσίες, που έτσι και αλλιώς έχουν υποστεί τερατώδη απομείωση, ήδη.
Μα γιατί να ανακατεύουμε τέτοιους εφιάλτες, θα πει κανείς; Αφού η περίπτωση του Grexit, το οποίο πρότεινε και ο Σόιμπλε στην 17ωρη διαπραγμάτευση πέρυσι, έχει πια αποκλειστεί και αποτελεί παρελθόν, μετά το 3ο μνημόνιο. Αυτή είναι η κυρίαρχη θεώρηση, τόσο των ξένων εταίρων και φίλων μας, όσο και της κυβέρνησης, αλλά και των περισσότερων ξένων αναλυτών.
Ελπίζουμε φυσικά να είναι έτσι.
Αλλά οι εφιάλτες καραδοκούν. Ο κακός μας εαυτός επιμένει, η κυβέρνηση και η χώρα έχει στυλώσει τα πόδια καθυστερώντας την εφαρμογή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, το ΔΝΤ απειλεί να ρίξει «λευκή πετσέτα», το πρόγραμμα χρηματοδότησης του 3ου μνημονίου λήγει το 2018.
Έχουμε πολύ λίγο χρόνο για να αποφύγουμε ένα 4ο μνημόνιο. Και ο Σόιμπλε θα είναι πάντα εκεί για να μας προτείνει το προηγούμενο, δηλητηριώδες, φάρμακο του.
Η Βρετανία και το Brexit μας δίνουν αχνές προειδοποιήσεις για το τι μπορεί να μας συμβεί.