Της Αγγελικής Κώττη
«Πήρα το τσαπάκι της ανασκαφής, που έχω μαζί μου από το 1952, έσκυψα στον λάκκο και άρχισα να σκάβω με πείσμα και αγωνία το χώμα κάτω από το κλειδί της καμάρας». «Ολόγυρα ήταν μαζεμένοι οι συνεργάτες μου. Συνέχισα το σκάψιμο και σε λίγο ήμουν βέβαιος. Η πέτρα του δυτικού τοίχου ήταν στη θέση της, απείραχτη, στέρια. Είναι ασύλητος! Είναι κλειστός! Ήμουν ευτυχισμένος βαθιά», σημείωνε ο Μανόλης Ανδρόνικος στο «Χρονικό της Βεργίνας». (Το κλειδί της καμάρας ήταν η πέτρα εκείνη από το χαμηλό μέρος του θόλου, που όποιος την αφαιρούσε μπορούσε να μπει ή να δει το εσωτερικό του ταφικού κτίσματος. Το ότι ήταν στη θέση της και μάλιστα «στέρια» σήμαινε πως δεν είχαν προλάβει τυμβωρύχοι, αφού κι εκείνοι από εκεί έμπαιναν.)
Είναι πιθανώς ο πλέον διάσημος αρχαιολόγος, χάρη στο σπουδαιότατο εύρημά του, τον εντοπισμό της Βασιλικής Τούμπας στη Βεργίνα, όπου βρίσκεται ο τάφος του Φιλίππου Β'' της Μακεδονίας, μα και χάρη στις αστείρευτες γνώσεις του τις οποίες προσπαθούσε να μεταλαμπαδεύσει στους νεότερους με ζήλο. Ο Μανόλης Ανδρόνικος έφτασε στην κορυφή αυτή με μεγάλο κόπο, μόχθο, αφοσίωση, εργατικότητα, επιμονή και επιστημοσύνη. Σε ολόκληρη τη ζωή του, κατά την οποία ουδέποτε επεδίωξε τιμές και αξιώματα, είχε πιστούς του συμπαραστάτες το μυαλό του, τις γνώσεις του και το «τσαπάκι της ανασκαφής», όπως το έλεγε ο ίδιος, το οποίο είχε μαζί του από το 1952. Πριν από λίγες μέρες, στις 23 Οκτωβρίου, συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη γέννησή του στην Προύσα, και χθες 42 από την ανακάλυψη του τάφου του Φιλίππου.
Η Στέλλα Δρούγου
Η συνεργάτις του μεγάλου αρχαιολόγου Στέλλα Δρούγου, ομότιμη καθηγήτρια Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, μού είχε πει σε παλαιότερη συζήτηση πως όσο πλησίαζαν προς την καμάρα τόσο τα μέτρα συνωμοτικότητας μεταξύ των μελών της ομάδας εντείνονταν, χωρίς να ξέρουν τι θα βρεθεί. Μάλιστα, θυμόταν πως τότε δεν υπήρχε καν ιδιωτικό τηλέφωνο από το οποίο να μπορούν να συνεννοηθούν. Με συνθηματικές φράσεις ζήτησε από τον καθηγητή να έρθει από τη Θεσσαλονίκη, όταν διαπιστώθηκε πως έφταναν στο πολυπόθητο σημείο. Εκείνος, που τον έτρωγε η αγωνία, αλλά είχε και τα μαθήματα στο Πανεπιστήμιο, έσπευσε.
Η κα Δρούγου θα θυμάται για πάντα τον εαυτό της να κάθεται σε ένα σημείο στο πίσω μέρος του τάφου, όπου και η καμάρα την οποία προαναφέραμε και να βλέπει την αφαίρεση του κυβόλιθου. Και τον καθηγητή να κρέμεται στο άνοιγμα, να σκύβει επικίνδυνα, να κοιτάζει μέσα και να μαρμαρώνει. Σύντομα βρήκε την αυτοκυριαρχία του και έφερε το δάχτυλο στα χείλη, ώστε να μη μιλήσει κανείς. Ωστόσο, ένας ψίθυρος που όλο και μεγάλωνε ακουγόταν. Ηταν ολοφάνερο πως το εύρημα είχε ιδιαίτερη σπουδαιότητα.
Λίγο μετά ανοίγοντας κάποιο κιβώτιο, βρέθηκαν μπροστά σε μια τεράστια έκπληξη. Είδαν μια ολόχρυση λάρνακα, βάρους, όπως υπολόγιζαν, πάνω από 10 κιλά (η λάρνακα, όταν μελετήθηκε, φάνηκε πως ήταν καμωμένη από ατόφιο χρυσάφι και ότι ζύγιζε περίπου 11 κιλά. «Εκείνη τη νύχτα -όπως και όλες τις επόμενες- στάθηκε αδύνατο να κοιμηθώ περισσότερο από δυο - τρεις ώρες», συνεχίζει την περιγραφή του ο Ανδρόνικος στο «Χρονικό». «Γύρω στις 12 τα μεσάνυχτα πήρα το αυτοκίνητο και πήγα να βεβαιωθώ αν οι φύλακες ήταν στη θέση τους. Το ίδιο έγινε και στις 2 και στις 5 το πρωί. Οπωσδήποτε, συλλογιζόμουν, μέσα στη σαρκοφάγο πρέπει να κρύβεται μια ωραία έκπληξη».
Το δεκαεξάκτινο αστέρι
Ο Μανόλης Ανδρόνικος και οι συνεργάτες του, είδαν πως υπήρχαν «επάνω στο κάλυμμά της ένα επιβλητικό ανάγλυφο αστέρι με δεκάξι ακτίνες, και στο κέντρο του ένας ρόδακας. Με πολλή προσοχή και περισσότερη συγκίνηση ανασήκωσα το κάλυμμα με το αστέρι, πιάνοντάς το από τις δύο γωνίες της μπροστινής πλευράς. Ολοι μας περιμέναμε να δούμε μέσα σ' αυτήν τα καμένα οστά του νεκρού. Ομως, αυτό που αντικρίσαμε στο άνοιγμά της μας έκοψε για μιαν ακόμη φορά την ανάσα, θάμπωσε τα μάτια μας και μας πλημμύρισε δέος: πραγματικά, μέσα στη λάρνακα υπήρχαν τα καμένα οστά». Η Στέλλα Δρούγου συμπληρώνει πως σε κάποιο σημείο «είχαν βαφεί πορφυρά από το πορφυρό και χρυσό ύφασμα στο οποίο είχαν τυλιχθεί μετά την καύση. Ο καθηγητής είπε αμέσως γεμάτος συγκίνηση ότι θα γίνει η ανακομιδή οστών ενός ανθρώπου που φαίνεται σπουδαίος και ζήτησε υλικά ώστε να πακεταριστεί, καθώς και τη συμβολή της χωροφυλακής και του στρατού ώστε να μεταφερθεί στο μουσείο Θεσσαλονίκης.
Κατά τον Μ. Ανδρόνικο, «το πιο απροσδόκητο θέαμα το έδινε ένα ολόχρυσο στεφάνι από φύλλα και καρπούς βελανιδιάς που ήταν διπλωμένο και τοποθετημένο πάνω στα οστά. Ποτέ δεν είχα φανταστεί τέτοια ασύλληπτη εικόνα. Μπορώ να φέρω στη συνείδησή μου ολοκάθαρα την αντίδραση που δοκίμασα καθώς έλεγα μέσα μου: “Αν η υποψία που έχεις πως ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο είναι αληθινή -και η χρυσή λάρνακα ερχόταν να ενισχύσει την ορθότητα αυτής της υποψίας- κράτησες στα χέρια σου τη λάρνακα με τα οστά του. Είναι απίστευτη και φοβερή μια τέτοια σκέψη, που μοιάζει εντελώς εξωπραγματική''''. Νομίζω πως δεν έχω δοκιμάσει ποτέ στη ζωή μου τέτοια αναστάτωση, ούτε και θα δοκιμάσω ποτέ άλλοτε».
Η λάρνακα φορτώθηκε στο αυτοκίνητο του καθηγητή, το οποίο πλαισίωνε κομβόι αυτοκινήτων του στρατού και της αστυνομίας για λόγους ασφαλείας. Η εντύπωση που δινόταν ήταν πως μεταφερόταν μέσα σε κάποιο τεθωρακισμένο. Όμως όταν έφτασαν στο στο μουσείο Θεσσαλονίκης, όπου έμεινε χρόνια για έκθεση, οι παριστάμενοι είδαν τον Μανόλη Ανδρόνικο να σηκώνει ένα κιβώτιο που είχε τοποθετηθεί κάτω από τα πόδια του. Θα έδινε ακόμα και τη ζωή του αν χρειαζόταν να υπερασπιστεί το μεγάλο εύρημα.
«Την επόμενη μέρα όλες οι εφημερίδες με μεγάλους πρωτοσέλιδους τίτλους παρουσίασαν τις ανακοινώσεις για τα ευρήματα» σημειώνει ο ανασκαφέας. «Φυσικά οι χρυσές λάρνακες και το βάρος τους αποτελούσαν το κέντρο βάρους στις περιγραφές, μαζί με την άποψη που διατύπωσα πως ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο. Μια εφημερίδα της Θεσσαλονίκης θεώρησε σκόπιμο να ζητήσει τις γνώμες συναδέλφων ιστορικών και αρχαιολόγων. Μου έκανε εντύπωση πως κανένας δεν άφησε τον εαυτό του να παρασυρθεί σε ενθουσιαστικές κρίσεις. Νηφάλιοι, συγκρατημένοι, επιφυλακτικοί, διακριτικοί και σώφρονες, στάθμισαν προσεκτικά τα λόγια τους, έτσι που να μη ριψοκινδυνεύουν την επιστημονική τους στάση…».
Η λάρνακα, όπως και μια ακόμα, παρουσιάζονται πλέον στο μουσείο των Βασιλικών Τάφων, μαζί με τα άλλα σπουδαία ευρήματα των δύο τάφων: του Φιλίππου, στον οποίο ήταν θαμμένη και μια νεαρή σύζυγος του βασιλιά και του πρίγκιπα, δηλαδή του Αλέξανδρου, γιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου και της Ρωξάνης. Εκεί παρουσιάζονται και τα όπλα του Φιλίππου, τα σήματα της δύναμής του και η νεκρική κλίνη του.
Είναι σίγουρη η Στέλλα Δρούγου ότι πρόκειται για τον τάφο του πανίσχυρου άνακτα; Απαντά πως τα ανασκαφικά ευρήματα και η ερμηνεία τους από τον Ανδρόνικο και την ομάδα, την πείθουν. Βεβαίως, λέει, δεν έχουμε επιγραφή που να υποδηλώνει τον νεκρό. Αν κάποτε βρεθεί άλλος τάφος με επιγραφή, θα αλλάξω γνώμη. Προς το παρόν, έχω πειστεί.
Η Χρυσούλα Παλιαδέλη
Σε παλιότερη συνομιλία μας και η Χρυσούλα Παλιαδέλη, επίσης ομότιμη καθηγήτρια Αρχαιολογίας και πρώην ευρωβουλευτής, είχε πει πως στα χρόνια της ανασκαφής, εκτός από τον πολυγνώστη και φίλο των τεχνών, τον λαμπρό διανοούμενο Μανόλη Ανδρόνικο, ανακάλυψε «τον ευφυή επιστήμονα που επιστράτευε την έμφυτη λογική και την αποκτημένη γνώση του για να κατανοήσει τον αρχαίο κόσμο, αξιοποιώντας τον σύγχρονο και την εμπειρία του κι αναζητώντας συνεχώς να αντλεί από το επίκαιρο αμφίδρομες διαδρομές προς το καίριο, το διαχρονικό και το πανανθρώπινο. Δεν άλλαξε ποτέ. Τον καιρό της μεγάλης του δόξας, εμείς οι λίγοι που τον ζήσαμε από κοντά, επιβεβαιώναμε κάθε φορά το μέγεθος της εσωτερικής του αυτάρκειας και της ψυχικής αντοχής του. Το εύρημα και η ευθύνη του ήταν πολύ μεγάλα για μικρές ή μωρές φιλοδοξίες».
Ο Μανόλης Ανδρόνικος έζησε όλη του τη ζωή στη Θεσσαλονίκη όπου και πέθανε στις 30 Μαρτίου 1992.
Αγγελική Κώττη