Η υπερδεκαετής κρίση που πέρασε και περνάει ακόμη η Χώρα έγινε η μήτρα της αναγέννησης της πολιτικής βίας. Και αν στο στάδιο της αρχικής επανεμφάνισης του φαινομένου οι περισσότεροι μιλούσαν για τη δράση των υποστηρικτών κάποιων περιθωριακών ιδεολογημάτων, η εξέλιξη του φαινομένου οδήγησε στη δομική αντιπαράθεση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου με αυτούς που συνειδητά επιλέγουν τη βία ως τρόπο πολιτικής δράσης και κοινωνικής παρουσίας.
Όλοι μπορούμε να αντιληφθούμε τις συνέπειες στον κοινωνικό και οικονομικό βίο, αλλά και τις φθορές στους συνταγματικούς θεσμούς της δημοκρατίας μας από την συντήρηση της έντασης και της οξύτητας. Αυτός είναι ο λόγος που η παρεχόμενη από κάποιους πολιτική και νομική κάλυψη στα φαινόμενα αυτά-και μάλιστα υπό τον μανδύα ενός νεφελώδους δικαιωματισμού- ξενίζει την πλειοψηφία, η οποία επιθυμεί την οικονομική και κοινωνική πρόοδο της Χώρας.
Το φαινόμενο αυτό πρόσφατα προσέλαβε ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, με αφορμή την υπόθεση Κουφοντίνα. Παρατηρήσαμε, για πρώτη φορά, την επί της ουσίας συμπόρευση πολιτικών και άλλου είδους φορέων, μεταξύ των οποίων και ο πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, με τις επιδιώξεις και τις εκβιαστικές τακτικές ενός καταδικασμένου αμετανόητου τρομοκράτη.
Ο τρόπος με τον οποίο, για την ώρα, έληξε η υπόθεση, αποδεικνύει ότι στη βάση της η υπόθεση δεν αφορούσε ποτέ την ισονομία και την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, αλλά ότι επρόκειτο απλώς για μια προσπάθεια καταγραφής δυνάμεων και συσχετισμών, μια απόπειρα χειραγώγησης μέσω της εργαλειοποίησης της βίας, μία φάρσα, στην οποία συνέπραξαν όλοι οι παραπάνω.
Ο εκβιασμός απέναντι στην πολιτεία δεν πέτυχε. Το κράτος δικαίου λειτούργησε και διέσωσε την τιμή της συνταγματικής τάξης. Ίσως αυτό να είναι ένα δίδαγμα για τον τρόπο αντιμετώπισης αυτών των φαινομένων.
* Ο Δημήτρης Φούκας είναι Πρόεδρος Πρωτοδικών και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων