Η επίσημη ανακοίνωση του Twitter ότι αναστέλλει τη λειτουργία τού προσωπικού λογαριασμού τού Ντόναλντ Τραμπ μετά τα πρόσφατα επεισόδια στον Λόφο του Καπιτωλίου, δεν εξέπληξε σχεδόν κανένα. Αντιθέτως, φαίνεται να βρήκε αρκετούς υποστηρικτές που θεώρησαν επαρκή την αιτιολογία του μέσου ότι προέβη σε αυτή την κίνηση «λόγω του κινδύνου για περαιτέρω υποκίνηση βίας».
Η κατανόηση μιας τέτοιας αντίδρασης δεν είναι δύσκολη αν αναλογιστεί κανείς πως, ακόμη και όσοι μιλούν για λογοκρισία, έχουν –οι ίδιοι– χρησιμοποιήσει κατά καιρούς τη δυνατότητα που δίνουν οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης στους χρήστες τους για να «κάνουν αναφορά» ή απλώς να «μπλοκάρουν» κάποιους από τους συνομιλητές τους επειδή, κάτι που ειπώθηκε στον διαδικτυακό διάλογο, ενόχλησε. Με λίγα λόγια, οι χρήστες έχουν ήδη εκπαιδευτεί στην κατεύθυνση αυτή.
Ας κάνουμε, λοιπόν, μερικές σκέψεις. Η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα η συνταγματική κατoχύρωση του οποίου δεν αποκλείει τις περιπτώσεις καταχρηστικής άσκησής του. Επιπροσθέτως, το διαδίκτυο δεν υπάγεται σε κρατικό καθεστώς και απολαμβάνει τις ισχύουσες για τον τύπο προστατευτικές διατάξεις. Ωστόσο, αυτό που διαφοροποιεί τα πράγματα στην ψηφιακή επικοινωνία είναι το δυνητικά παγκόσμιο κοινό στο οποίο απευθύνεται κάποιος και κατ’ επέκταση τα διαφοροποιημένα κριτήρια που διαθέτει ο χρήστης βάσει του περιβάλλοντος στο οποίο εκτίθεται. Επομένως, το ερώτημα που τίθεται στην πραγματικότητα είναι τί συνιστά κατάχρηση του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης και ποιος αποφασίζει για κάτι τέτοιο.
Κατά τη διάρκεια του περιστατικού της εισβολής στο Καπιτώλιο που έκανε τον γύρο του κόσμου, ο Πρόεδρος των Η.Π.Α., κατά την προσφιλή του συνήθεια, προέβη σε συνεχή σχόλια μέσα από τον προσωπικό του λογαριασμό στο Twitter «εμπαίζοντας» τρόπον τινά το ίδιο το σύστημα. Χρησιμοποιώντας την επιρροή που είχε κατακτήσει πολύ πριν την εκλογή του –χάρις στην ιδιάζουσα προσωπικότητά του και την ευκολία της πρόσβασής του στα ΜΜΕ– στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, πυροδότησε ακόμη περισσότερο το εκρηκτικό κλίμα των τελευταίων ημερών με τις απρόβλεπτες εξελίξεις. Στην κορύφωση των γεγονότων η ιδιοκτήτρια εταιρεία του Twitter έκρινε και αποφάσισε να αναστείλει και εν συνεχεία να καταργήσει τον λογαριασμό του Ντόναλντ Τραμπ στην πλατφόρμα. Το αποτέλεσμα ήταν εκείνος να χρησιμοποίησει τον επίσημο λογαριασμό της Προεδρίας για να κάνει αναρτήσεις και εκεί συνέβη το ακόμη πιο αδιανόητο: το Twitter τις διέγραψε.
Μπορεί λοιπόν μια παγκόσμια πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης που ευαγγελίζεται την ελευθερία την έκφρασης να καταργεί μόνη της προσωπικούς λογαριασμούς ή να παρεμβαίνει σε επίσημους κυβερνητικούς λογαριασμούς επειδή η ίδια «κρίνει ότι πρέπει»; Και αν μπορεί να το κάνει με τόση ευκολία στον λογαριασμό του Πρόεδρο των Η.Π.Α. πόσο άραγε θα σχοληθεί με το αν θα πρέπει κλείσει π.χ. τον δικό σας, αν αυτό πιστεύει ότι πρέπει να κάνει. Και, τελικά, πως στοιχειοθετείται αυτό το «πρέπει»;
Ας δούμε ένα διαφορετικο παράδειγμα για να κατανοήσουμε τί ακριβώς λέμε. Στο τραπεζικό σύστημα, οι οργανισμοί ελέχουν τις συναλλαγές που γίνονται με σκοπό να εντοπίζουν τις περιπτώσεις ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Ο εντοπισμός τέτοιων κινήσεων καταγράφεται και αναφέρεται στις αρμόδιες αρχές προκειμένου εκείνες να αποφανθούν και σε περίπτωση που συμφωνήσουν με την αναφορά να προχωρήσουν σε μια σειρά από ενέργειες όπως π.χ. την δέσμευση λογαριασμών. Σκεφτείτε, λοιπόν, ένας τραπεζικός οργανισμός να προχωρούσε μόνος του σε δεσμεύσεις λογαριασμών χωρίς να δίνει λόγο σε κανέναν επειδή «έκρινε ότι πρέπει» . Εν προκειμένω, αυτό έκανε το Twitter.
Ακόμη, λοιπόν, και αν συμφωνήσουμε όλοι ότι η εκπεφρασμένη άποψή του Τραμπ είναι επιζήμια, ακόμη και αν δεχθούμε ότι η πλατφόρμα κινήθηκε με αυτόν τον τρόπο καθοδηγούμενη από αίσθημα ευθύνης απέναντι στην κοινωνία και τη δημοκρατία, η διαχείριση περιστατικών κατάχρησης του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης δεν θα πρέπει να γίνεται από το κάθε μέσο αυτοδικαίως. Αντιθέτως, θα λειτουργούσε αποτελεσματικότερα ένα σαφές ρυθμιστικό πλαίσιο διεθνούς εμβέλειας προκειμένου το Twitter, το Facebook ή οποιοδήποτε αντίστοιχο μέσο κοινωνικής δικτύωσης να αναφέρει τα όσα διαπίστωσε στις αρμόδιες και ανεξάρτητες αρχές ώστε εκείνες με τη σειρά τους να επιληφθούν και να δράσουν με διαφάνεια διασφαλίζοντας την αρχή της ισονομίας. Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι η έλλειψη ενός τέτοιου πλαισίου θολώνει το τοπίο σε σχέση με την πρόθεση εφαρμογής του κανόνα και ενισχύει την ανασφάλεια στην εφαρμογή του δικαίου. Συνεπώς, εκχωρώντας το δικαίωμα ελέγχου όσων αναρτώνται στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης στις ιδιωτικές εταιρείες που τις διαχειρίζονται, εκχωρείται ταυτόχρονα και το δικαίωμα της πλουραλιστικής και αντικειμενικής ενημέρωσης, και υποθηκεύεται η ελευθερία της έκφρασης.
Η απουσία νομοθετημάτων για την συμμετοχή στην ψηφιακή δημόσια σφαίρα φαίνεται ότι αφήνει μεγάλο περιθώριο για σφάλματα και καταχρήσεις, τόσο στις ιδιοκτήτριες εταιρείες όσο και στους χρήστες. Την ίδια στιγμή, η απροσδιοριστία ως προς τον εφαρμοστέο κανόνα και την επιβολή κυρώσεων, υπονομεύει τη δημοκρατική λειτουργία του κράτους αμφισβητώντας ευθέως τον ρόλο της δικαιοσύνης και την αρμοδιότητά της στην εφαρμογή δικαιϊκών ρυθμίσεων. Οι πρόσφατες εξελίξεις υπογραμμίζουν, χωρίς άλλο, την ανάγκη να αφήσουμε πίσω το ασαφώς αυτορρυθμιζόμενο περιβάλλον του διαδικτύου, υπό την προϋπόθεση ότι συνεχίζουμε να πιστεύουμε πως ελευθερία της έκφρασης αποτελεί τον μόνο συνταγματικά αποδεκτό τρόπο για την επίτευξη της κοινωνικής και πολιτικής προόδου του σύγχρονου κόσμου. Διαφορετικά, το τί θα πούμε και πώς θα υπόκειται κάθε φορά στην κρίση της ιδιοκτησίας του κάθε Twitter, που μπορεί να συνδέεται εξίσου με συγκεκριμένα κίνητρα, υψηλά ιδεώδη ή απλώς με την αποτυχία της παρασκευής του πρωϊνού εσπρέσο ενός διευθύνοντος συμβούλου.
* Η κ.Έλενα Τσαγκαράκη είναι Επικοινωνιολόγος, Υποψήφια Διδάκτωρ Σχολής Πολιτικών Επιστημών Παντείου Πανεπιστημίου.