Ο τέως πρωθυπουργός, κ. Αλέξης Τσίπρας, στο πλαίσιο του μετεκλογικού απολογισμού της κεντρικής επιτροπής του κόμματός του αναρωτήθηκε «πως θα καταφέρουμε, τη δεύτερη φορά Αριστερά, κερδίζοντας τις εκλογές, να αναλάβουμε την ευθύνη και τον έλεγχο όχι μόνο των κυβερνητικών θέσεων ή των υπουργείων, αλλά και των κρίσιμων αρμών της εξουσίας;».
Η δήλωσή του προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων από αρκετά πολιτικά κόμματα. Αν δεχτούμε ότι η εξουσία είναι η δυνατότητα να αναγκάσεις κάποιον να κάνει κάτι που με ελεύθερη βούληση δεν θα το έκανε, ένα βασικό ζητούμενο είναι να γίνει αντιληπτό το τί ακριβώς εννοεί ο κ. Τσίπρας στην επίμαχη φράση.
Στη φιλελεύθερη δημοκρατία υπάρχουν τρεις βασικοί πυλώνες, η νομοθετική, η εκτελεστική και η δικαστική εξουσία. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα μέσα ενημέρωσης και οι φορείς της κοινωνίας των πολιτών αναφέρονται ως ο τέταρτος και ο πέμπτος πυλώνας. Όταν οι πολίτες ψηφίζουν στις εκλογές, επιλέγουν τους εκπροσώπους τους στη νομοθετική εξουσία η οποία με τη σειρά της δίνει ψήφο εμπιστοσύνης σε μία κυβέρνηση προκειμένου να ασκήσει την εκτελεστική εξουσία - της οποίας και το έργο οφείλει να ελέγχει. Στο δικό μας κοινοβουλευτικό σύστημα η διάκριση των εξουσιών είναι σχετικά θολή, καθώς είναι συνήθης πρακτική ο έλεγχος των δύο από τους τρεις πυλώνες να ασκείται από τους πολιτικούς φορείς που ελέγχουν πλειοψηφικά τη Βουλή.
Ένα άλλο γνώρισμα του ελληνικού πολιτικού συστήματος είναι το κομματικό κράτος. Εδώ και δεκαετίες όλοι γνωρίζουν πως ο δημόσιος τομέας είναι σε μεγάλο βαθμό όμηρος των εκάστοτε υπουργών, υπουργείων και της εκάστοτε κυβέρνησης. Νεποτισμός, πελατειακό κράτος, αναξιοκρατία, είναι λέξεις που αρκετοί Έλληνες χρησιμοποιούν όταν θέλουν να περιγράψουν τον τρόπο λειτουργίας του δημοσίου. Όταν ένα κόμμα, και δη αρχηγοκεντρικό, αναλαμβάνει την εξουσία, τότε έχει (σε αντίθεση με αρκετές ανεπτυγμένες χώρες) τεράστια δύναμη επιρροής στον τρόπο λειτουργίας του κράτους. Όταν σε αυτή την εξουσία προσθέσουμε τους ελάχιστους θεσμικούς ελέγχους στην εκτελεστική εξουσία και τον πλειοψηφικό έλεγχο της νομοθετικής εξουσίας, καταλαβαίνουμε ότι στην πραγματικότητα ο εκάστοτε Έλληνας πρωθυπουργός συγκεντρώνει στο πρόσωπό του τεράστιες εξουσίες που λόγω των θεσμικών μας αδυναμιών ξεφεύγουν κατά πολύ από τις θεμιτές.
Ο κ. Τσίπρας κατά τη διάρκεια της θητείας του χρησιμοποίησε αυτές τις εξουσίες. Όρισε άτομα εμπιστοσύνης του σε νευραλγικές κρατικές θέσεις, σε ανεξάρτητες αρχές και είχε και μεγάλο μέρος του κρατικού μηχανισμού υπό τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχό του. Μέχρι εδώ, ο,τι έχουμε πει είναι γνωστό και νομίζω πως ελάχιστοι θα ήταν εκείνοι που θα διαφωνούσαν. Πού μπορεί λοιπόν να αναφέρεται όταν μιλάει για την ανάληψη του ελέγχου των αρμών της εξουσίας; Ως φιλελεύθεροι οφείλουμε πάντα να αντιμετωπίζουμε το κράτος και την εκάστοτε εξουσία με σκεπτικισμό. Υπό αυτό το πρίσμα, δεν είναι καθόλου απίθανο ο κ. Τσίπρας να αναφέρεται στους υπόλοιπους πυλώνες της δημοκρατίας μας: τη δικαστική εξουσία, τα μέσα ενημέρωσης και τους φορείς της κοινωνίας των πολιτών.
Για τα δύο πρώτα θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε πολλές προσπάθειες προκειμένου να αποκτήσει τον έλεγχο της κατάστασης. Οι δικαστικές έρευνες για κρατικές παρεμβάσεις στο έργο της δικαιοσύνης που βρίσκονται αυτή την εποχή στην επικαιρότητα ή η αποτυχημένη προσπάθεια ελέγχου του τηλεοπτικού τοπίου κατά την τετραετία 2015-2019 συμβάλλουν σε αυτή την κατεύθυνση.
Επειδή λοιπόν όπου υπάρχει καπνός μπορεί να υπάρχει και φωτιά, καλό θα ήταν να εξηγήσει περαιτέρω ο κ. Τσίπρας τι ακριβώς εννοεί ότι θα προσπαθήσει να ελέγξει αν επανεκλεγεί. Το οφείλει όχι μόνο ως πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος κόμματος. Το οφείλει πρωτίστως επειδή δηλώνει δημοκράτης.