Του Κων/νου Θ. Λαμπρόπουλου
Η Συμφωνία των Πρεσπών μεταξύ της Ελλάδας και του βαλκανικού πολυεθνοτικού κρατιδίου των Σκοπίων αποτελεί μια στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης της Αριστεράς στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής που εδράζεται σε συγκεκριμένα στερεότυπα που άπτονται της ιδεολογικοποίησης της εξωτερικής πολιτικής κατά πλήρη συμφωνία με την μαρξιστική-λενινιστική αντίληψη της Ιστορίας, όπου οι πολιτικές διαμάχες, οι διπλωματικές συγκρούσεις (ή και ο πόλεμος) έχουν κοινωνικό/ταξικό πρόσημο συνιστώντας τοιουτοτρόπως την μεθοδολογική βάση της υιοθέτησης της «αντικειμενικής» πολιτικής έναντι των απορριπτέων -κατά τους Μαρξιστές «υποκειμενικών» πολιτικών που ερείδονται σε εθνικά/πολιτισμικά στοιχεία.
Παράλληλα ένα κράμα διεθνιστικών στερεοτύπων και προσεγγίσεων με πρόσχημα αρχές του ευρωπαϊκού νεο-λειτουργισμού, παρουσιάστηκαν από την κυβερνώσα παράταξη ως αναγκαία συνθήκη στο πλαίσιο μιας επωφελούς (κατά τους ίδιους) διαπραγμάτευσης με το κρατίδιο των Σκοπίων, όπου το ελληνικό εθνικό συμφέρον θεωρείται ταυτόσημο με τα πρόσκαιρα βραχυπρόθεσμα ευρωπαϊκά και ευρω-ατλαντικά συμφέροντα.
Ως εκ τούτου, η ελληνική κυβέρνηση στην διαπραγμάτευση της Συμφωνίας των Πρεσπών, εξαιτίας των ιδεολογικών καταβολών και προσεγγίσεων της , σκοπίμως αγνόησε την εθνική γραμμή των πρότερων ελληνικών κυβερνήσεων που άπτεται της ιστορικής αλήθειας περί μη αποδοχής μακεδονικής γλώσσας και εθνότητας στους βόρειους γείτονες, ενώ η ίδια υιοθέτησε πλήρως το σλαβικό ιδεολόγημα της Τρίτης Κομμουνιστικής Διεθνούς περί γεωγραφικής Μακεδονίας, απεμπολώντας εθελούσια τα ελληνικά ιστορικά και πολιτισμικά αποκλειστικά δικαιώματα του όρου Μακεδονία και των παραγώγων του, κυρίως σ ότι αφορά την σύγχρονη περίοδο, αφήνοντας τον «ψευδομακεδονικό αλυτρωτισμό» που απορρέει από το Ίλιντεν άθικτο.
Η Στρατηγική Αυτοχειρία της Ελλάδας
Κρίνοντας την προσέγγιση της ελληνικής πλευράς στην βάση της διεθνούς πολιτικής, διαπιστώνεται πρόδηλη πλάνη και άγνοια της φύσης του διεθνούς συστήματος το οποίο είναι κρατοκεντρικό.
Ως εκ τούτου σε ένα διμερές διπλωματικό ζήτημα με ισχυρό ιστορικό και πολιτισμικό υπόβαθρο και με διεθνείς προεκτάσεις, το οποίο ταλανίζει 27 χρόνια την ελληνική διπλωματία και την ελληνική κοινωνία, είναι αδιανόητο και εκτός πραγματικότητας να μην λαμβάνεται υπόψη το εθνικό συμφέρον με την στενή έννοια του όρου, αλλά να προωθείται εκ μέρους της ελληνικής πλευράς το υποτιθέμενο συμφέρον της περιοχής της Βαλκανικής, ασαφώς, αορίστως και με περισσή επιπολαιότητα, αγνοώντας τις αρχές που διέπουν το διεθνές σύστημα ιδίως στο λυκαυγές του 21ου αιώνα, όπου ο ανταγωνισμός των Μεγάλων Δυνάμεων λαμβάνει χώρα με μεγαλύτερη ένταση και με καθολικό τρόπο (μέσα-δυνατότητες), ενώ μια σειρά περιφερειακών δυνάμεων ερίζουν για αύξηση της επιρροής και του ρόλου τους.
Σε μία εποχή που το κράτος ως κύριος πάροχος ασφάλειας, ανανεώνει την δυναμική του, ενώ το εθνικό συμφέρον καθορίζεται με την στενή έννοια του όρου, ιδίως στα ζητήματα υψηλής πολιτικής (Στα ζητήματα χαμηλής πολιτικής εξακολουθεί να υπάρχει μια αντίληψη εξυπηρέτησης του εθνικού συμφέροντος με την ευρεία έννοια), η υιοθέτηση διεθνιστικών αντιλήψεων περί συμφέροντος από μικρο-μεσαία κράτη με τεράστιο γεωπολιτικό έρεισμα σαν την Ελλάδα οδηγεί σε επικίνδυνες ατραπούς με απρόβλεπτες συνέπειες, καθώς ο ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών οξύνεται ακόμη και εντός υπερεθνικού πλαισίου (εντός Ε.Ε λ.χ).
Θα πρέπει να σημειωθεί πως ολοένα και περισσότερο ιδίως μετά την έλευση της διακυβέρνησης Trump και την επακόλουθη αλλαγή παραδείγματος στην διεθνή πολιτική, προτιμάται το διμερές διακρατικό πλαίσιο διαπραγμάτευσης, όπου η σχετική ισχύς συνεπικουρούμενη από την πολιτική βούληση και το αρραγές εσωτερικό μέτωπο, καθορίζουν το πλαίσιο.
Η υποτιθέμενη γεωπολιτική αναβάθμιση της Ελλάδας χάριν της Συμφωνίας των Πρεσπών συνεπώς αποτελεί φενάκη, καθώς αντί να προωθεί την σταθερότητα στην περιοχή στη βάση μιας πραγματιστικής στρατηγικής με έμφαση στην δυνατότητα εποπτείας με συν-καθορισμό (στο πλαίσιο της.Ε.Ε και του ΝΑΤΟ αλλά και με την συμμετοχή άλλων κρατών της Βαλκανικής, όπως η Σερβία και η Βουλγαρία) της περιφερειακής ατζέντας σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, υπονομεύει τον ίδιο τον ρόλο της στην περιοχή, καθώς άγεται συρόμενη χωρίς καμία πυξίδα στον περιφερειακό ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων και έτερων κρατικών δρώντων με μη ορατά οφέλη, με μια Συμφωνία που της αφαιρεί τα διπλωματικά όπλα για να μην καταστούν τα Σκόπια αποσταθεροποιητικός παράγων στην Βαλκανική και κυρίως όχημα τρίτων και δη των τουρκικών επιδιώξεων.
Επιπρόσθετα μην προασπίζοντας το εθνικό συμφέρον με την στενή έννοια του όρου στην διπλωματική διαμάχη με τα Σκόπια (λαμβάνοντας δηλαδή υπόψη τα ιστορικά και πολιτισμικά δίκαια της Ελλάδας καθώς και τους κινδύνους που δυνητικά ελλοχεύουν για όλη την περιοχή και προκύπτουν από την διατήρηση του ψευδοαλυτρωτισμού των Σκοπίων και την αναγνώριση μακεδονικής γλώσσας και εθνότητας στους γείτονες) εκπέμπει ένα μήνυμα στρατηγικού ετεροκαθορισμού ιδίως στην Τουρκία που μεταφράζεται ως αδυναμία από την τουρκική πλευρά.
Το γεγονός αυτό εξηγείται στην στρατηγική ανάλυση, καθώς η πολιτική της Πρόσδεσης στο Άρμα Τρίτων (Bandwagoning) όπως έπραξε η ελληνική πλευρά στις Πρέσπες, συντασσόμενη άκριτα και χωρίς απτά οφέλη με τα ευρω-ατλαντικά συμφέροντα ,μην υπολογίζοντας το εθνικό συμφέρον σε μια λογική ταχείας διευθέτησης και επείγουσας λύσης λογίζεται στην καλύτερη των περιπτώσεων από την Τουρκική ηγεσία, η οποία προτάσσει την στρατηγική αυτονομία και την ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, ως ξεκάθαρο δείγμα αδυναμίας και ετεροκαθορισμού της πολιτικής της Ελλάδας. Εντάσσεται συνεπώς η Ελλάδα τοιουτοτρόπως, κατά την τουρκική οπτική, σ ότι είχε περιγράψει ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου ως κράτος με φθίνουσα δυναμική.
Σχέσεις Τουρκίας-Σκοπίων: Η Δυνητική Αναβάθμιση της Τουρκικής Επιρροής από την Συμφωνία των Πρεσπών
Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Κοτζιάς πολλάκις αναφέρθηκε στην γεωπολιτική και γεωστρατηγική πτυχή της Συμφωνίας θεωρώντας την ως αναγκαστική επιλογή με απώτερο στόχο (υποτίθεται) το κλείσιμο ενός «ανοικτού» διπλωματικού μετώπου προς επικέντρωση του συντριπτικού συνόλου του ελληνικού διπλωματικού κεφαλαίου στην αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής.
Επιπρόσθετα στην συλλογιστική του αναφέρθηκε στην ανάγκη περιορισμού της αυξανόμενης τουρκικής επιρροής στα Σκόπια και της αποτροπής μιας βόρειας «δαγκάνας» ενός τουρκικού «κάβουρα» εναντίον της Ελλάδας, με την Συμφωνία να αποτελεί κατά τον ίδιον αποτρεπτικό παράγοντα της τουρκικής επιρροής καθώς τα Σκόπια εισερχόμενα στους κόλπους του ΝΑΤΟ θα απεκδύοντο του διλήμματος ασφαλείας που τα διακατέχει.
Παραταύτα, πρόκειται για μια αφελή διατύπωση, καθώς η Συμφωνία των Πρεσπών αντί να αμβλύνει τόσο τον «ΨευδοΜακεδονισμό» των Σκοπίων, όσο και το δίλημμα ασφαλείας τους, ενισχύει και τα δύο, καθώς η εγγενής αστάθεια στο εσωτερικό τους εξακολουθεί να υφίσταται και μάλιστα προστίθεται πλέον και το γεγονός πως εντός του σλαβικού στοιχείου η πολιτική αντιπαράθεση οξύνθηκε επικίνδυνα στο πλαίσιο της ψήφισης της Συμφωνίας, ενώ παράλληλα ενισχύθηκε ο ρόλος των αλβανικών κομμάτων που στηρίζουν την κυβερνητική πλειοψηφία. Ειδικά η αλβανική μειονότητα ενόψει και των εξελίξεων μεταξύ Αλβανίας-Κοσσόβου πιέζει για περαιτέρω παραχωρήσεις.
Θα πρέπει να επισημανθεί πως η εγγενής εσωτερική αστάθεια των Σκοπίων ενέτεινε τόσο το «μακεδονικό αφήγημα» όσο και επέτεινε την ανάγκη πολιτικής στήριξης του πολυεθνοτικού κρατιδίου από τρίτες δυνάμεις.
Η Τουρκία υπήρξε από τις πρώτες χώρες που αναγνώρισαν το κρατίδιο ως «Μακεδονία» αρχικά για πολιτικούς λόγους λόγω της κοινής πολιτικής αντιπαλότητας με την Ελλάδα.
Από το 1992 και εντεύθεν η Τουρκία παρείχε στα Σκόπια απρόσκοπτη πολιτική στήριξη στο πλαίσιο ένταξής του στους ευρω-ατλαντικούς θεσμούς, ενώ ταυτόχρονα υπήρξε οικονομική (αν και περιορισμένη) και στρατιωτική συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών.
Το σημείο καμπής και περαιτέρω ανάπτυξης των σχέσεων των δύο χωρών αφορά στην άνοδο στην εξουσία του Ταγίπ Ερντογάν και του AKP στην Τουρκία, στο νεοοθωμανικό αφήγημα και την γεωπολιτική προσέγγιση του Τούρκου πρώην Υπουργού Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, ο οποίος θεώρησε τα Σκόπια ως την «καρδιά» των Βαλκανίων και βασικό πυλώνα της τουρκικής πολιτικής ήπιας ισχύος στην περιοχή της Βαλκανικής.
Η Τουρκία ακολούθησε μια πολιτική διείσδυσης στο κρατίδιο των Σκοπίων, προσφέροντας πολιτική στήριξη και ενδυναμώνοντας το «μακεδονικό» αφήγημα στα διεθνή fora.Κυρίως όμως η πολιτική στήριξη μεταφράστηκε στην εγγύηση της ακεραιότητας των Σκοπίων λειτουργώντας ως ο εξισορροπητής των αντιθέσεων μεταξύ των Σλάβων και των Αλβανών αποκτώντας σημαντικά ερείσματα σ όλα τα κόμματα και επηρεάζοντας σημαντικά τα πολιτικά δρώμενα της βορείου γείτονος.
Το πολιτικό σύστημα των Σκοπίων όντας ευάλωτο στις διεθνείς πιέσεις, ακολούθησε εν συνόλω μια πολιτική προσεταιρισμού της Τουρκίας, προσδοκώντας τόσο σε πολιτικά όσο και σε οικονομικά οφέλη παράλληλα με την πολιτική σύμπλευσή του κυρίως με τις ΗΠΑ και την Ε.Ε ή με την Ρωσία (περίπτωση Γκρουέφσκι).
Συμβαίνει συνεπώς το εξής παράδοξο το οποίο θα συνεχιστεί και θα ενταθεί εξαιτίας της Συμφωνίας των Πρεσπών στην γειτονική χώρα: Αντί να μειωθεί ο ρόλος της Τουρκίας στην γειτονική χώρα με την ένταξή της στο ΝΑΤΟ θα αυξηθεί για δύο λόγους:
Πρώτον αίρεται πλέον η αδυναμία των Σκοπίων για εμβάθυνση της τουρκο-σκοπιανής συνεργασίας εξαιτίας της εκκρεμότητας του ονόματος. Τα Σκόπια απέφευγαν περαιτέρω εμβάθυνση ιδίως της στρατιωτικής συνεργασίας για να αποφύγουν εμπλοκή στις διαπραγματεύσεις για την αναγνώρισή τους από την Ελλάδα.
Δεύτερον τίποτα δεν εμποδίζει την πλευρά των Σκοπίων να εμβαθύνει την συνεργασία της με την Τουρκία εντός ΝΑΤΟ εναντίον των ελληνικών θέσεων. Άλλωστε το παράδειγμα της Αλβανίας μετά την ένταξή της το 2009 είναι ενδεικτικό.
Η περίπτωση ανακίνησης ανύπαρκτων μειονοτικών ζητημάτων με την σύμπραξη και των Σκοπίων και της Τουρκίας ήδη προκάλεσε την αντίδραση της Βουλγαρίας που αντελήφθη ότι μια τέτοια περίπτωση δυνητικά θα την αφορούσε.
Κυρίως όμως η αστάθεια που απορρέει από την Συμφωνία των Πρεσπών για το εσωτερικό του βόρειου γείτονα, η πολυδιάσπαση του πολιτικού σκηνικού και η όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ των αντιμαχομένων πλευρών άλλων υπό δυτική και άλλων υπό ρωσική επιρροή θα επιτρέψει μελλοντικά στην Τουρκία να λειτουργήσει ως ο «έντιμος συνομιλητής» έχοντας την καλή μαρτυρία και αποδοχή από τα σύνολο του πολιτικού κόσμου των Σκοπίων.
Αν ή όταν απειληθεί η εσωτερική ενότητα των Σκοπίων από την αντιπαράθεση μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων ακόμα και με τα Σκόπια εντός ΝΑΤΟ, η Τουρκία θα λειτουργήσει ως κράτος μέλος του ΝΑΤΟ (νομιμοποιούμενη από το ευρω-ατλαντικό πλαίσιο) και ως αποδεκτή συνομιλήτρια από την Ρωσία με την αποδοχή του πολιτικού προσωπικού των Σκοπίων, ως «έντιμη» εγγυήτρια της ασφάλειας του κρατιδίου.
Παράλληλα η Τουρκία όπως βέβαια και η Ρωσία και η Γερμανία επιδιώκουν τον Turkish Stream όπου ένα κομμάτι του μέσω της γραμμής Tesla θα διέρχεται και από τα Σκόπια. Αν και οι ΗΠΑ αντιτίθενται τόσο στον Turkish Stream όσο και στον Nordstream 2, εντούτοις στην μελλοντική αντιπαράθεση οι δρώντες θα χρησιμοποιήσουν τα Σκόπια ως διαπραγματευτικό όπλο, με την Τουρκία να καθίσταται εκ νέου ο Επιτήδειος Ουδέτερος.
Τοιουτοτρόπως , η επιρροή της μεγεθύνεται δυνητικά αντί να συρρικνούται.Το γεγονός ότι ο ίδιος ο Ζάεφ αλλά και ο Ντιμιτρόφ αμέσως μετά την υπογραφή της Συμφωνίας μετέβησαν πρώτα στην Τουρκία για συνομιλίες με τον Ταγίπ Ερντογάν και τον Τσαβούσογλου αντίστοιχα αναδεικνύει το εξής: Είτε εξακολουθούν να θεωρούν την Τουρκία ως ακρογωνιαίο λίθο της εγγύησης της εσωτερικής ενότητας των Σκοπίων είτε θέλησαν να λάβουν διαβεβαιώσεις ότι η Τουρκία δεν θα υποσκάψει μέσω των ερεισμάτων της τόσο την Συμφωνία όσο κυρίως τους ιδίους.
Εν κατακλείδι, η Συμφωνία των Πρεσπών αντί να αποτρέψει την ήδη σημαντική διείσδυση της Τουρκίας στην γείτονα χώρα δυνητικά την ενισχύει λόγω της αστάθειας που απορρέει απ αυτήν και της προνομιακής σχέσης Σκοπίων –Τουρκίας.
Μια Συμφωνία όπως αυτή των Πρεσπών, στην οποία η ελληνική πλευρά δεν κατανόησε το πραγματικό διακύβευμα αλλά αγνόησε και την αναδυόμενη διεθνή πραγματικότητα στην περιοχή, αποτέλεσε σαφώς μια στρατηγική αυτοχειρία με την Ελλάδα σε ρόλο κομπάρσου προς χάριν θολών ανταλλαγμάτων.
*Ο Κωνσταντίνος Λαμπρόπουλος είναι Στρατηγικός Αναλυτής, Εταίρος του Geneva Centre for Security Policy