Με τον σχηματισμό της κυβέρνησης Ντράγκι η Ιταλία μοιάζει να βάζει ένα στοίχημα πολλαπλού ενδιαφέροντος. Και για την ίδια. Και ίσως πολύ περισσότερο για ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η τελευταία βρίσκεται σε μεταιχμιακή φάση. Έχει μπροστά της πολύ ακόμα δρόμο για να βγει από τη δοκιμασία της υγειονομικής κρίσης. Και ακόμα περισσότερο για να βγει από την πρωτοφανή οικονομική κρίση που η πανδημία προκάλεσε υποχρεώνοντάς τη να επανεξετάσει τις ανελαστικές δημοσιονομικές πολιτικές της ιδρυτικής της Συνθήκης του Μάαστριχτ, να αναθεωρήσει τις αρχές επί των οποίων οικοδομήθηκε το παραγωγικό της πρότυπο και να ανακτήσει την αυτοδυναμία που της στέρησε η παγκοσμιοποίηση των αγορών της.
Πάνω που φάνηκε έτοιμη να κάνει το μεγάλο άλμα προς την πολιτική ολοκλήρωσή της με την εκ των πραγμάτων επιβληθείσα αμοιβαιοποίηση των κρατικών χρεών της, ξέσπασε ο πόλεμος των εμβολίων αποκαλύπτοντας σε όλο τους το μεγαλείο όχι μόνον τις διαρθρωτικές αδυναμίες της τεχνοδομής της. Ακόμα χειρότερα έδειξε το μέγεθος της αποτυχίας της να ξεπεράσει τους εθνικισμούς και ας υπήρξε η υπέρβασή τους ο λόγος της δημιουργίας της και η μεγάλη της υπόσχεση για ένα καλύτερο, ειρηνικότερο και ανεπίστρεπτο στο αυτοκαταστροφικό προπολεμικό παρελθόν μέλλον.
Και πάνω που όλα έδειχναν ότι η πλημμυρίδα του ευρωσκεπτικισμού είχε αρχίσει να υποχωρεί με την άμπωτη να παρασύρει τα ευρωπαϊκά εθνολαϊκιστικά κινήματα μετά την ήττα της Λεπέν από τον Μακρόν στις γαλλικές προεδρικές εκλογές του 2017, έσμιξαν τα συνωμοσιολογικά με τα αντιεμβολιστικά ρεύματα για να μετατρέψουν τα περιοριστικά των ατομικών ελευθεριών μέτρα κατά της πανδημίας σε αφορμή ανατροφοδότησης της δυναμικής του ευρωσκεπτικισμού συστήνοντας το υπόβαθρο της κοινωνικής δυσφορίας, το περιβάλλον της οποίας είναι ιδανικό για να επωαστεί και πάλι το αυγό του φασίζοντος αντισυστημισμού στο σύνολο σχεδόν των ευρωπαϊκών κρατών. Πλην Ουγγαρίας και μερικών άλλων εξαιρέσεων όπου παραλλαγές του φιδιού έχουν ανέβει και παραμένουν εδώ και καιρό στην εξουσία.
Σε ποια κλίμακα το φαινόμενο θα επεκταθεί και ποιες μορφές θα προσλάβει, θα καταγραφεί σύντομα στα αποτελέσματα των εκλογικών αναμετρήσεων που ακολουθούν μέσα στο 2021 σε σειρά ευρωπαϊκών χωρών αρχής γενομένης από τη συνήθως ήρεμη αλλά πλέον ανάστατη εξ αιτίας των βίαιων αντιδράσεων εναντίον των περιοριστικών μέτρων Ολλανδία. Θα είναι ένας καλός δείκτης αφού εκτός από χώρα της τουλίπας η Ολλανδία είναι πάντα και μια χώρα - προάγγελος γενικότερων ευρωπαϊκών εξελίξεων.
Πάντως, ήδη στη Γαλλία η Μαρίν Λεπέν έχει εκμηδενίσει τη δημοσκοπική απόσταση που τη χώριζε μέχρι πρότινος από τον σημερινό Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας, ενώ νεότερες ακροδεξιές κινήσεις αναπτύσσονται παροτρύνοντας και επενδύοντας σε τάσεις ανυπακοής στα περιοριστικά μέτρα που επιβάλλονται. Και αυτό συμβαίνει όχι μόνον στη Γαλλία αλλά και σε σειρά άλλων χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
Με τις εκλογές του προσεχούς Σεπτεμβρίου στη Γερμανία να εγκαινιάζουν επισήμως τη μετά - Μέρκελ εποχή, η τύχη που θα έχει σε αυτές η υπερσυντηρητική "Εναλλακτική για τη Γερμανία" (AfD) θα είναι ένας άλλος καλός δείκτης για τη δυναμική της ακροδεξιάς στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και είναι εδώ που τα τεκταινόμενα στην Ιταλία αποκτούν κομβική σημασία.
Επί παντοδυναμίας Σόιμπλε η Ιταλία, η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ, ήταν η χώρα - χαρακτηριστικό παράδειγμα της αντισυστημικής έκρηξης που έσπειρε τον πανικό στις Βρυξέλλες όσο και σε όλα τα κέντρα όπου οι ευρωπαϊκές ελίτ λάμβαναν τις αποφάσεις τους για να κρατήσουν υπό έλεγχο τα πράγματα μετά την εκδήλωση της χρηματοπιστωτικής του 2008 και της ελληνικής κρίσης του 2010-2015 που παρολίγον να οδηγήσει στην κατάρρευση της ευρωζώνης.
Ο Μάριο Ντράγκι, που ως Διοικητής τότε της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ήταν το απόλυτο αρχέτυπο του ευρωπαϊκού κατεστημένου, έγινε ο σωτήρας του ευρώ σε πείσμα του πανίσχυρου Γερμανού Υπουργού Οικονομικών. Αλλά ταυτόχρονα έγινε το κόκκινο πανί των Ιταλών λαϊκιστών.
Υπό τον κωμικό Πέπε Γκρίλο και το Κίνημα των 5 Αστέρων οι τελευταίοι άρχισαν εκείνα τα χρόνια εκ του μηδενός να γνωρίζουν ημέρες δόξας λαμπρής. Σάρωσαν στις εκλογές εκείνης της εποχής κερδίζοντας τη μάχη της εκπροσώπησης στο κοινοβούλιο με τις ψήφους του 1/4 του εκλογικού σώματος. Και μετά τις εκλογές του 2018 έφθασαν να είναι το πρώτο κόμμα στη Βουλή αντιπροσωπεύοντας το 32,7% του ιταλικού λαού.
Έκτοτε λειτουργούν ως εναλλάκτες της εξουσίας. Συνεργάστηκαν για τον σχηματισμό κυβέρνησης με την ακροδεξιά Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι. Όταν η Λέγκα απέσυρε την εμπιστοσύνη της για να προκαλέσει πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, συμμάχησαν με την Κεντροαριστερά για να διασωθεί η κυβέρνηση Κόντε. Μετά από εσωτερικό δημοψήφισμα σήμερα στηρίζουν την κυβέρνηση αυτού που τα προηγούμενα χρόνια ενσάρκωνε το σύστημα που ιδρύθηκαν για να πολεμήσουν!
Στη θεωρία αυτό λέγεται ιδεολογικός μεταμορφισμός.
Στην πράξη ονομάζεται "κωλοτούμπα".
Κάτι μας θυμίζει. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας.
Το θέμα μας είναι αν οι τελευταίες εξελίξεις στην Ιταλία σημαίνουν την αρχή του τέλους του μεγάλου ευρωπαϊκού αντισυστημικού ρεύματος της προηγούμενης δεκαετίας.
Το πιστεύουν πολλοί. Για την Ιταλία και όχι μόνον.
Στην Ελλάδα το είδαμε να συμβαίνει ίσως πρώτοι από όλους. Ακολούθησαν οι Ισπανοί με τους Podemos να μεταλλάσσονται σε κυβερνητικούς εταίρους ενός τυπικού ρεφορμιστικού σοσιαλιστικού κόμματος. Και με τους αυστριακούς ακροδεξιούς να χάνουν έδαφος χάνοντας και τη συμμετοχή τους στη διακυβέρνηση της χώρας τους.
Για τους Ιταλούς είναι η τρίτη προσπάθεια που κάνουν να βρουν τη σωτηρία τους στη σχεδία μιας τεχνοκρατικής διακυβέρνησης. Η πρώτη ήταν με τον Τσιάμπι στη δεκαετία του 1990. Η δεύτερη ήταν με τον Μόντι προκειμένου να γλυτώσουν από το ζυγό ενός επικρεμάμενου μνημονίου υπό τη δαμόκλεια σπάθη του οποίου το ελληνικό πολιτικό σύστημα την ίδια περίοδο αναγκάστηκε να κάνει το ίδιο πείραμα μια φορά με τον Λουκά Παπαδήμο και μισή φορά με τον Παναγιώτη Πικραμένο, αν και η κυβέρνηση του τελευταίου ήταν υπηρεσιακού περισσότερο χαρακτήρα.
Τούτη, ωστόσο, τη φορά ίσως αποδειχθεί ότι η Ιταλία δεν κάνει απλώς ένα ακόμα πείραμα. Αλλά ότι αλλάζει ολόκληρο το πολιτικό της παράδειγμα. Μεταβαίνοντας από τις κλασικού τύπου κυβερνήσεις διακομματικής συνεργασίας σε κυβερνήσεις τεχνοκρατικού μεν κύρους αλλά ισχυρής πολιτικής προσωπικότητας. Πράγμα που δεν αποκλείεται να μεταβάλει και τις ταλαντώσεις του εκλογικού εκκρεμούς.
Παλιότερα το εκκρεμές αυτό ταλαντευόταν μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Στα χρόνια της οικονομικής κρίσης άρχισε να ταλαντεύεται μεταξύ τεχνοκρατικής αυστηρότητας και λαϊκιστικής ελαφρότητας. Τώρα μπορεί και να ισορροπήσει στο κέντρο ενός μείγματος τεχνοκρατικής ευφυΐας και πολιτικής φαντασίας. Θα φανεί και από τη σύνθεση της κυβέρνησης Ντράγκι.
Το εγχείρημά του έχει πάντως κάτι από το εγχείρημα Μακρόν. Ενός τεχνοκράτη της οικονομίας που τέθηκε επικεφαλής ενός συνασπισμού εξουσίας απαυδισμένων στελεχών της κοινωνίας των πολιτών με νοοτροπία μαχητών πρώτης γραμμής. Μόνο που το εγχείρημα Μακρόν ανέπτυξε μια ανατρεπτική δυναμική εκπορευόμενη από την κοινωνική βάση, ενώ το εγχείρημα Ντράγκι εκπορεύεται εκ των "άνω" και είναι προϊόν πεφωτισμένων πολιτικών συμβιβασμών.
Όμως τώρα που το εγχείρημα Μακρόν εγείρει ερωτηματικά για τη διάρκεια και την αντοχή του στην κρίση, το εγχείρημα Ντράγκι μπορεί να αποδειχθεί και πάλι σωτήριο για όσες ελπίδες έχουν περισσέψει για μια διαφορετική, πιο προστατευτική, πιο αποτελεσματική και, κυρίως, πιο ευρηματική Ευρώπη. Έστω και μόνο επιτυγχάνοντας να ξαναστήσει σε πιο γερά πολιτικά πόδια τη δεύτερη βιομηχανική δύναμη της Ένωσης στην εποχή της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης στην οποία διακυβεύεται η ευρωπαϊκή κυριαρχία και η παραγωγική της αυτονομία. Πόσο μάλλον αν ο Ντράγκι καταφέρει να ξεκουνήσει τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς από το προβληματικό λογισμικό που τους έχουν βάλει ηγεσίες χωρών μαθημένων να πλουτίζουν από τα χρέη των υπολοίπων.
Σε αυτούς τους μηχανισμούς και τους "πολιτικούς μηχανικούς" που τους ελέγχουν σκάλωνε μέχρι σήμερα το εγχείρημα Μακρόν χάνοντας την αρχική πνοή του. Ίσως, με τη συνδρομή ενός αξιόπιστου τεχνικού της διαχείρισης των δημοσίων χρεών σαν τον Ντράγκι το ευρωπαϊκό όχημα να ξεσκαλώσει μπροστά στην ανηφόρα που το περιμένει πριν αρχίσει να το παίρνει η κατηφόρα.
Μετά το φιάσκο των εμβολίων είναι η ευκαιρία να πάρουν τα δικά τους μάθηματά τους όσοι μέχρι τώρα αρέσκονταν να τα κάνουν σε άλλους.
Αν χαθεί η ευκαιρία, ο ερωσκεπτικιστικός αντισυστημισμός θα έχει πολύ μέλλον μπροστά του.