Η Συμφωνία των Πρεσπών ανοίγει το δρόμο σε ένα νέο κεφάλαιο του «Μακεδονισμού», έναν επικίνδυνο αλυτρωτισμό που μπορεί να εργαλειοποιηθεί προσεχώς στην ευρύτερη περιοχή, τονίζει στο Liberal.gr ο Κώστας Λάβδας*, μιλώντας για μια εθνική υπαναχώρηση ιστορικών διαστάσεων.
Σχολιάζοντας τις ανακρίβειες για την ανάγκη αποδοχής της Συμφωνίας, ενόψει και της συζήτησης που ξεκινά σήμερα στην ολομέλεια της Βουλής, ο καθηγητής του Παντείου, εξηγεί τους λόγους για τους οποίους αυτή δεν σώζει ούτε τα προσχήματα, και μιλά για τα 5+1 ψέματα των υποστηρικτών της που υποστηρίζουν ότι πρόκειται για ένα έντιμο συμβιβασμό.
Καταρχήν, όπως λέει, είναι ο συνδυασμός του αναγνωρισμένου, πια, ονόματος «Βόρεια Μακεδονία» με την ακύρωση στην πράξη του Erga Omnes. Έπειτα είναι ο προσδιορισμός της ιθαγένειας ως «Μακεδονικής» αντί για «Βορειομακεδονικής», γεγονός που θα καθιστούσε τον συμβιβασμό περισσότερο ισοβαρή και άρα περισσότερο αποδεκτό στην Ελλάδα. Ακολουθούν η αναγνώριση του «Μακεδονικού λαού» που αναφέρεται και στις τροπολογίες του Συντάγματος της πΓΔΜ, η αποδοχή ύπαρξης επίσημης «μακεδονικής» γλώσσας, η συνταγματική δέσμευση των Σκοπίων ότι θα εξακολουθούν να μεριμνούν και για τη διασπορά του «Μακεδονικού» λαού, και τέλος η διάσταση της «συναίνεσης», την οποία η κυβέρνηση ανακάλυψε εσχάτως, όταν καθ'' όλη τη διάρκεια της διαδρομής ήταν, σύμφωνα με τον ίδιο, πολιτικά τακτικίστικη, κοινωνικά πολωτική και διχαστική.
«Πρέπει επιτέλους να αντιληφθούμε με ακρίβεια ποιος μετακινήθηκε και τι διαδρομή κάλυψε», λέει χαρακτηριστικά ο κ. Λάβδας. Και εξηγεί ότι η πλευρά της πΓΔΜ μετακινήθηκε απλώς από την σουρεαλιστική θέση σφετερισμού της ελληνικής κληρονομιάς του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου σε ένα κάπως πιο ορθολογικό έδαφος στο οποίο μπορούσε να γίνει διαπραγμάτευση. Εμείς ωστόσο, όπως λέει, μετακινηθήκαμε από αυτό που αποτελούσε ελληνική κόκκινη γραμμή και πλέον συζητάμε στην παραδοχή ότι υπάρχει μακεδονική εθνότητα.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
- Σταθερή πολιτική της Ελλάδας επί δεκαετίες ήταν να μην επιτρέπει σε άλλο κράτος να "μονοπωλήσει" το σύνολο της γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας. Με τη Συμφωνία η Ελλάδα τηρεί αυτή τη γραμμή ή την εγκαταλείπει;
Η Συμφωνία εκφράζει μια εθνική υπαναχώρηση ιστορικών διαστάσεων. Οι δηλώσεις των επίσημων κυβερνητικών υποστηρικτών της Συμφωνίας στο εσωτερικό της πΓΔΜ περί «Μακεδονικής» ταυτότητας και «Μακεδονικού» λαού αποκαλύπτουν πώς θα χρησιμοποιηθεί η νέα ονομασία και ιθαγένεια στο μέλλον.
Από εκκρεμότητα που προέκυψε με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και αφορούσε εσωτερική ρύθμιση της τότε Ομοσπονδίας, καθιστούμε τον όρο «Μακεδόνας / Μακεδονικό» αποδεκτό για χρήση από τον βόρειο γείτονα στο πλαίσιο και διεθνών οργανισμών.
Με δυο λόγια, ο συνδυασμός (α) του αναγνωρισμένου, πια, ονόματος «Βόρεια Μακεδονία», (β) της «Μακεδονικής» ιθαγένειας, (γ) του «Μακεδονικού λαού» που αναφέρεται και στις τροπολογίες του Συντάγματος της πΓΔΜ, (δ) της αποδοχής ύπαρξης επίσημης «μακεδονικής» γλώσσας και (ε) της συνταγματικής δέσμευσης των Σκοπίων ότι θα εξακολουθούν να μεριμνούν και για τη διασπορά του «Μακεδονικού» λαού, συνιστούν παραδοχή ότι υπάρχει Μακεδονική εθνότητα. Κατά συνέπεια, η Συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί νέο στάδιο στην εξέλιξη του ιδεολογήματος του «Μακεδονισμού».
- Τι σημαίνει, τελικά, ο όρος «nationality» στη Συμφωνία; Γιατί ως «nationality» ορίζεται η «Μακεδονική/πολίτης της Β. Μακεδονίας»;
Όπως έχω υποστηρίξει από την πρώτη στιγμή, τον Ιούνιο του 2018, η «nationality» (στο αγγλικό κείμενο της Συμφωνίας) θα έπρεπε να προκύπτει από την ονομασία του κράτους και να ορίζεται ως «Βορειομακεδονική». Ο προσδιορισμός της ως «Βορειομακεδονικής» αφενός θα υποδήλωνε σαφέστερα ιθαγένεια / ιδιότητα του πολίτη του κράτους αυτού («citizenship») οπότε θα έσωζε τα προσχήματα (δηλαδή θα καθιστούσε τον συμβιβασμό περισσότερο ισοβαρή και άρα περισσότερο αποδεκτό στην Ελλάδα) και αφετέρου θα βοηθούσε μακροπρόθεσμα σε μια οικονομική αλλά και πολιτιστική διπλωματία της ελληνικής πλευράς, εφόσον δεν θα είχε παραχωρηθεί συνολικά ο προσδιορισμός «Μακεδόνας» στους βόρειους γείτονες. Εδώ, αντίθετα, έχουμε να κάνουμε με σαφή και δυστυχώς κρίσιμη διπλωματική υποχώρηση της ελληνικής πλευράς.
- Στο άρθρο 7 ορίζεται ότι με τους όρους «Μακεδονία» και «μακεδονικός» θα περιγράφονται «η επικράτεια, η γλώσσα, ο πληθυσμός και τα χαρακτηριστικά τους, με τη δική τους ιστορία, πολιτισμό και κληρονομιά». Αυτό όμως δεν είναι ορισμός ταυτότητας και όχι ιθαγένειας; Ενώ και ο λαός της γείτονος θα αποκαλείται «μακεδονικός» σύμφωνα και με τη ρηματική διακοίνωση της πΓΔΜ;
Παρότι το θέμα είναι σύνθετο και το κείμενο της Συμφωνίας περιέχει και καλοδουλεμένα σημεία, το αποτέλεσμα δεν είναι ικανοποιητικό για τα ελληνικά συμφέροντα. Σωστά επισημαίνετε ότι η προσέγγιση του άρθρου 7 αναφέρεται τελικά σε ταυτότητα, επιδιώκοντας να αναδείξει τις διαφορές από την αντίστοιχη ελληνική- μακεδονική.
Εδώ όμως, όπως εξηγήσαμε με τους άλλους 11 συναδέλφους στην κοινή δήλωση – έκκληση για την μη κύρωση της Συνθήκης στην παρούσα μορφή της, οι δυο κυβερνήσεις επιχείρησαν να διαφυλάξουν και τα δυο αφηγήματα, και το ελληνικό και το σλαβομακεδονικό, παραδίδοντας τελικά στην πΓΔΜ την εθνική ταυτότητα.
Το «μακεδονικό» θα προσδιορίζει εκεί ολόκληρη την κρατική οντότητα ως εθνικός προσδιορισμός ενώ σε εμάς θα ισχύει ως τοπικός, με διακριτές βέβαια ιστορικές και πολιτισμικές συντεταγμένες.
- Ειδικά στο θέμα της γλώσσας, η αναγνώριση στο άρθρο 1.3 «μακεδονικής γλώσσας», τι προβλήματα δημιουργεί; Και επειδή με τη κύρωση της συμφωνίας, αυτή αποκτά ισχύ και στο ελληνικό Δίκαιο, δεν υποχρεούται να αναγνωρίσει και η Ελλάδα «μακεδονική γλώσσα»;
Θεωρώ ότι ο καθηγητής Μπαμπινιώτης έχει αντικρούσει με πειστικό τρόπο αυτά που γράφτηκαν για την εξειδικευμένη διάσκεψη του 1977, διαψεύδοντας ότι από τότε η Ελλάδα αναγνώρισε «μακεδονική» γλώσσα.
Σήμερα πάντως το ζήτημα είναι ότι, όπως γράφω από τον Ιούνιο του 2018, ο συνδυασμός «μακεδονικής» ιθαγένειας, λαού και γλώσσας οδηγεί στην αναγνώριση μιας μακεδονικής εθνότητας.
Ανοίγει το δρόμο για ένα νέο κεφάλαιο σε έναν εν πολλοίς φαντασιακό αλλά σίγουρα επικίνδυνο αλυτρωτισμό που μπορεί να εργαλειοποιηθεί προσεχώς από δρώντες της ευρύτερης περιοχής, δηλαδή σε ένα νέο κεφάλαιο του «Μακεδονισμού». Το μέλλον θα εξαρτηθεί από τις εξελίξεις στα Σκόπια και κυρίως άλλα, ισχυρά κέντρα της ευρύτερης περιοχής.
- Εξηγήστε μας επίσης τι είδους erga omnes θα καθιερωθεί, όταν η διεθνής ονομασία «Βόρεια Μακεδονία» θα συνυπάρχει χωρίς αντιρρήσεις με τη σκέτη «Μακεδονία»;
Δεδομένου ότι με τον όρο «Μακεδονία» σημαίνεται και η επικράτεια της πΓΔΜ, η διεθνής ονομασία «Βόρεια Μακεδονία» θα συνυπάρχει με τη σκέτη «Μακεδονία», ακυρώνοντας έτσι στην πράξη την μεικτή ονομασία erga omnes.
Αυτό μετρά και όχι ο αριθμός των κρατών που αναγνώρισε σταδιακά την πΓΔΜ με τη συνταγματική ονομασία. Μεσοπρόθεσμα, πόσο μάλλον μακροπρόθεσμα, με δεδομένη την επίσημη, πια, ελληνική αποδοχή και την είσοδο σε διεθνείς οργανισμούς με τη νέα ονομασία και με «Μακεδονική» ιθαγένεια, θα επικρατήσει η χρήση «Μακεδονία» όπως για εμάς «Ελλάδα».
- Εν ολίγοις, η συμφωνία δεν κινδυνεύει να δημιουργήσει πρόβλημα ταυτότητας για τρία εκατομμύρια Έλληνες Μακεδόνες; Και άρα να προκαλέσει ενίσχυση του εθνικισμού μέσα στη χώρα;
Οι συμβιβασμοί στις διεθνείς σχέσεις είναι απολύτως αναγκαίοι, αλλά πρέπει κατά το δυνατόν να είναι και να φαίνονται ότι είναι ισοβαρείς.
Ο βλαχομπαρόκ μεταμοντερνισμός όσων δεν αντιλαμβάνονται ότι τα κράτη βασίζονται σε συλλογικά υποκείμενα, αφενός δημιουργεί πρόσθετες ρωγμές στο εσωτερικό της Ελλάδας ενώ αφετέρου διαψεύδεται από τους ίδιους τους κυβερνώντες στα Σκόπια, πόσο μάλλον από την εκεί εθνικιστική αντιπολίτευση.
Εκεί εξακολουθούν να θεωρούν ότι η συνεχιζόμενη διαμόρφωση μιας «Μακεδονικής» ταυτότητας αποτελεί όρο για την επιβίωση της πΓΔΜ, με αλβανική μειονότητα που υπερβαίνει το 25%, διατηρεί άριστες σχέσεις με τα Τίρανα και προς το παρόν στηρίζει την πρωτοβουλία Ζάεφ, με ισχυρές βουλγαρικές ρίζες των περισσότερων από τους Σλάβους της πλειοψηφίας, με συνεχώς αυξανόμενη Τουρκική επιρροή.
Στη συνταγματική τροπολογία 36, αναφέρεται ρητά ότι το εκεί κράτος «θα προστατεύει, εγγυάται και αναδεικνύει τα χαρακτηριστικά και την ιστορική και πολιτισμική κληρονομιά του Μακεδονικού λαού» ενώ θα μεριμνά και για τη διασπορά του.
- Τελικά η συμφωνία αποτελεί έναν έντιμο συμβιβασμό, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση ή συντηρεί τη διαφωνία;
Πρόκειται για ετεροβαρή συμβιβασμό με υποχώρηση κυρίως της ελληνικής πλευράς. Πρέπει επιτέλους να αντιληφθούμε με ακρίβεια ποιος μετακινήθηκε και τι διαδρομή κάλυψε.
Η πλευρά της πΓΔΜ μετακινήθηκε, αλλά πόσο και προς ποια κατεύθυνση; Μετακινήθηκε από την σουρεαλιστική, φαντασιακά μαξιμαλιστική θέση σφετερισμού της ελληνικής κληρονομιάς του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου σε ένα κάπως πιο ορθολογικό έδαφος στο οποίο μπορούσε να γίνει διαπραγμάτευση.
Αλλά πήρε από εμάς το θεμελιώδες, αυτό που αποτελούσε ελληνική κόκκινη γραμμή, την οποία εγκαταλείψαμε το 2018, δηλαδή -μεταξύ άλλων- τον κρίσιμο προσδιορισμό «Μακεδόνας» και «Μακεδονικό».
- Κατά την κυβέρνηση το επί δεκαετίες αδιέξοδο της διπλωματίας, οφείλονταν σε έλλειψη τόλμης ή ευφυίας. Είναι πράγματι έτσι ή απλά το αδιέξοδο οφείλονταν στη προσπάθεια η μικτή ονομασία της γείτονος, να χαρακτηρίζει και τη νέα χώρα, και το έθνος που την κατοικεί και τη γλώσσα που ομιλείται;
Η σημερινή κυβέρνηση έκανε με καθυστέρηση κάτι που άλλοι θα έκαναν νωρίτερα, εάν συμφωνούσαν να κατεβάσουν τόσο τον πήχη. Κυκλοφορούν διάφορα περί «μεγάλης εικόνας» που τώρα (!) ανακάλυψαν κάποιοι, περί «ορθολογικής εξωτερικής πολιτικής», και παρόμοια κακοχωνεμένα κλισέ.
Στην πραγματικότητα, η μεγάλη εικόνα περιλαμβάνει την αυξανόμενη τουρκική αλλά και αλβανική επιρροή στην πΓΔΜ, περιλαμβάνει την ασθενή θέση της Ελλάδας στη σημερινή συγκυρία που κάθε άλλο παρά προσφέρεται για «λύση», την καχεξία της ελληνικής οικονομικής διπλωματίας και την ανυπαρξία οργανωμένων ελληνικών λόμπυ, περιλαμβάνει και την ανάγκη ορθολογικής αποτίμησης της μακροπρόθεσμης ζημίας από την εκχώρησης «Μακεδονικής» ταυτότητας στην πΓΔΜ, με την οποία θα μετέχει στο ΝΑΤΟ και άλλους οργανισμούς.
Μένει -και θέλω να το επισημάνω ιδιαίτερα- η ανάγκη προσοχής στην ενταξιακή πορεία της βόρειας γείτονος προς την ΕΕ. Να εγκαταλείψουμε τα κλισέ και να προσπαθήσουμε η κατεύθυνση να είναι προς μεγαλύτερη ευημερία και ειρήνη, όχι προς την αύξηση των προβλημάτων εντός και του ΝΑΤΟ αλλά και της ΕΕ για την Ελλάδα.
- Σχολιάστε μας και το γεγονός ότι η κυβέρνηση ανακάλυψε στο τέλος της διαδρομής της Συμφωνίας των Πρεσπών, το θέμα της συναίνεσης, και ζητά από βουλευτές εκτός της δικής της Κ.Ο. να την ψηφίσουν. Το ρωτώ γιατί από την αρχή μέχρι πρότινος, η στάση της δεν ήταν υπέρ της συναίνεσης...
Αυτή η τελευταία, πρόσθετη διάσταση αναφέρεται στη διαδικασία που ακολουθήθηκε και στις εσωτερικές επιπτώσεις της.
Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε τις τελευταίες δεκαετίες, που υπήρχε πάντοτε η προσπάθεια εξασφάλισης κάποιων συναινέσεων σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών, η σημερινή πρωτοβουλία υπήρξε πολιτικά τακτικίστικη και -το χειρότερο- κοινωνικά πολωτική και διχαστική.
Σε συνδυασμό, μάλιστα, με τις πρακτικές ευτελισμού του κοινοβουλίου και αναζήτησης βουλευτών για συγκυριακή αξιοποίηση, αφήνει στην ελληνική πολιτική τραύματα που στην καλύτερη περίπτωση θα αργήσουν να επουλωθούν ενώ στη χειρότερη θα οδηγήσουν σε κρίση νομιμοποίησης του κοινοβουλευτισμού. Αυτό θα είναι ασυγχώρητο.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Σπούδασε και εργάστηκε στην Ελλάδα, τη Βρετανία και τις ΗΠΑ. Βιβλία και άρθρα του έχουν δημοσιευτεί στα ελληνικά, τα αγγλικά και τα γερμανικά.