Τις τελευταίες ημέρες βιώνουμε ένα déjà vu καταστάσεων που νομίζαμε ότι είχαμε αφήσει πίσω μας εδώ και χρόνια. Με φόντο την πανδημία του κορονοϊού η αντιπαράθεση Βορρά – Νότου έχει αναζωπυρωθεί, δημιουργώντας εκ νέου ανησυχία για το μέλλον της ευρωζώνης. Το μέγεθος του οικονομικού σοκ, η συμμετρική φύση του και η επιβάρυνση ορισμένων κρατών, κυρίως στο Νότο, με υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους που τους κληροδότησε η προηγούμενη κρίση, επανέφεραν τη συζήτηση για φιλόδοξα χρηματοδοτικά εργαλεία στο ευρωπαϊκό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων των ευρω-ομολόγων. Παρόμοιες προτάσεις είχαν απορριφθεί κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους από τη Γερμανία και τους συμμάχους της, καθώς συνεπάγονται αμοιβαιοποίηση του κινδύνου και ενδεχόμενες δημοσιονομικές μεταβιβάσεις μεταξύ των κρατών μελών.
Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 26 Μαρτίου, το σκηνικό επαναλήφθηκε καθώς η Ολλανδία, η Γερμανία και άλλες χώρες του Ευρωπαϊκού Βορρά απέρριψαν το αίτημα εννέα ευρωπαίων ηγετών, συμπεριλαμβανομένων των ευάλωτων χωρών του Νότου, για ένα «κοινό δανειακό εργαλείο». Ακολούθησε δημόσια αντιπαράθεση μεταξύ του Πορτογάλου πρωθυπουργού και του ολλανδού υπουργού Οικονομικών. Το χάσμα είχε γίνει πιο ορατό από ποτέ. Το δράμα κορυφώθηκε με την αποτυχία του Eurogroup στις 7 Απριλίου να καταλήξει σε εναλλακτικές προτάσεις, σύμφωνα με τις οδηγίες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Στο χθεσινό Eurogroup επιτεύχθηκε τελικά συμβιβασμός, προς ανακούφιση όλων. Το πακέτο μέτρων που συμφωνήθηκε περιλαμβάνει (α) το πρόγραμμα SURE, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το οποίο θα χρηματοδοτήσει μέτρα για την αγορά εργασίας ύψους 100 δισεκατομμυρίων ευρώ -μέσω χρέους που θα εκδοθεί από την ΕΕ στη βάση κρατικών εγγυήσεων, (β) δάνεια της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) προς τον ιδιωτικό τομέα, ύψους 200 δισεκατομμυρίων ευρώ, μέσω χρέους που θα αντλήσει η (ΕΤΕπ) και το οποίο θα επίσης θα εγγυηθούν τα κράτη μέλη και (γ) και νέες πιστωτικές γραμμές από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) προς τα κράτη μέλη, που μπορεί να φτάσουν το 2% του ΑΕΠ τους, ή 240 δισεκατομμύρια ευρώ περίπου.
Αυτή τη φορά, η συμφωνία ήταν ταχύτερη σε σύγκριση με την αντίδραση της ΟΝΕ κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους, και τα συμφωνηθέντα ποσά είναι σημαντικά. Παρόλα αυτά, είναι αμφίβολο κατά πόσο αυτό το πακέτο μέτρων θα είναι αρκετό. Τα κονδύλια του ΕΜΣ θα χρησιμοποιηθούν μόνο για «άμεσες και έμμεσες δαπάνες υγειονομικής περίθαλψης, θεραπείας και πρόληψης που οφείλονται στο COVID 19». Ωστόσο, η υγειονομική περίθαλψη είναι μόνο ένα μικρό μέρος του οικονομικού κόστους της πανδημίας.
Είναι αβέβαιο πώς θα καλυφθεί το πολύ υψηλότερο κόστος στήριξης της οικονομίας κατά τη διάρκεια του lockdown· η ασαφής γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να επιτευχθεί η συμφωνία επέτρεψε στον Ολλανδό υπουργό Οικονομικών να δηλώσει ότι η στήριξη της οικονομίας -ακόμη και για μέτρα που σχετίζονται άμεσα με την πανδημία- θα συνοδεύεται από όρους μακροοικονομικής προσαρμογής, την ίδια στιγμή που ο Ιταλός υπουργός Οικονομικών ισχυριζόταν ότι «οι όροι προσαρμογής είναι εκτός συζήτησης». Επιπλέον, το κρίσιμο ζήτημα της χρηματοδότησης της ανάκαμψης των ευρωπαϊκών οικονομιών αφέθηκε για το μέλλον· και πάλι, οι δηλώσεις των υπουργών της Ολλανδίας και της Ιταλίας αμέσως μετά το Eurogroup, δείχνουν ότι οι διαφορές σχετικά με την αμοιβαιοποίηση του χρέους εξακολουθούν να είναι αγεφύρωτες.
Χωρίς έναν ευρωπαϊκό μηχανισμό χρηματοδότησης, μόλις τελειώσει η υγειονομική κρίση, ελλοχεύει ο κίνδυνος ενός κατακερματισμένου οικονομικού τοπίου, καθώς οι ευρωπαϊκές οικονομίες θα βρίσκονται σε πολύ διαφορετικές δημοσιονομικές και μακροοικονομικές τροχιές. Η διόρθωση των ανισορροπιών θα απαιτήσει πολιτικές προσαρμογής, οι οποίες ωστόσο έχουν υψηλό οικονομικό και πολιτικό κόστος· επιπλέον, δεδομένης της εμπειρίας από την κρίση χρέους, είναι απίθανο να γίνουν αποδεκτές από τις χώρες του Νότου. Μια νέα σύγκρουση για τις πολιτικές λιτότητας θα καθυστερήσει την οικονομική ανάκαμψη, θα αποδυναμώσει περαιτέρω την ήδη πληγείσα αξιοπιστία της ΕΕ και τελικά θα θέσει σε κίνδυνο την ίδια την Ευρωζώνη.