Του Παναγιώτη Καρκατσούλη
Στις διαφορετικές ερμηνείες που δόθηκαν για τα κίνητρα εκείνων που τοποθέτησαν την βόμβα στα σκαλιά του Αγ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, στο Κολωνάκι, ας προστεθεί άλλη μία. Η βόμβα σηματοδοτεί το μίσος εκείνων που την έβαλαν εναντίον της ιδιαιτερότητας που έχει η συγκεκριμένη περιοχή. Εναντίον του παρακείμενου καφέ «Φίλιον» που αποτελεί ένα από τα διαχρονικά σημεία συνεύρεσης πνευματικών ανθρώπων και παραγόντων της δημόσιας ζωής. Εναντίον του Κολωνακίου, μιας περιοχής που συμβολίζει το αστικό κομμάτι της πόλης, περισσότερο από κάθε άλλη.
Πέρα, όμως, από τις ειδικότερες ερμηνείες κι επισημάνσεις, η βόμβα στον Αγ. Διονύσιο αποτελεί μια ακόμη πράξη βίας εις βάρος της καθημαγμένης κοινωνίας μας. Η βία είναι αυτο-αναφορική. Τροφοδοτεί ένα επόμενο περιστατικό βίας κι αυτό, με τη σειρά του, ένα άλλο, ώστε να δημιουργηθεί μια «κανονικότητα βίας». Δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια με κάτι άλλο που να βρίσκεται στο «εξωτερικό περιβάλλον», ούτως ειπείν, της βίας. Εξ αυτού του λόγου και η μόνη περίπτωση που η βία νομιμοποιείται είναι όταν αυτή ασκείται από το κράτος.
Επομένως, κάθε πράξη βίας που δεν ασκείται από τα εντεταλμένα όργανα του κράτους στρέφεται, ευθέως, εναντίον του. Και, εν προκειμένω, εναντίον ενός ελληνικού κράτους καταρρακωμένου και αποδιοργανωμένου. Εκείνοι, λοιπόν, που ασκούν βία εναντίον του, σήμερα, στοχεύουν στην περαιτέρω απο-νομιμοποίησή του. Αυτή η επιδίωξη θα μπορούσε να αποτελεί τμήμα ενός σεναρίου μη κανονικότητας στην επόμενη στιγμή της χώρας.
Το κρίσιμο ερώτημα εάν προσχωρήσει κανείς σε μια τέτοια υπόθεση εργασίας είναι να προσδιορίσει ποιος ωφελείται απ' αυτό. «Qui bono?» λοιπόν, από το σερί των βομβιστικών επιθέσεων στην παρούσα συγκυρία;
Η κυβέρνηση, παρά τις φραστικές αποστροφές στελεχών της εναντίον των τρομοκρατικών επιθέσεων, είναι ένας δυνητικά ωφελούμενος από τις βομβιστικές επιθέσεις. Όχι μόνον, διότι κάποια στελέχη της διαλέγονται, εμμέσως πλην σαφώς, με τους τρομοκράτες θεωρώντας «πρωτόγονη» την πολιτική που ασκούν με τις βόμβες και συμβουλεύοντας τα «παιδιά» να εμβαθύνουν σε πολιτικά «επιχειρήματα» αντί να σκοτώνουν αθώους. Αλλά, κυρίως, διότι η ύπαρξη ενός κλίματος αναστάτωσης κι ανησυχίας την ευνοεί, αφού από θέση ισχύος μπορεί να είναι αυτή που θα «ελέγξει» αντίστοιχα φαινόμενα, διασκεδάζοντας την ανησυχία των πολιτών.
Οι άλλοι, εξωτερικοί κι εσωτερικοί εχθροί, που απεργάζονται σχέδια απο-σταθεροποίησης για την χώρα υπήρχαν και θα υπάρχουν πάντα. Και, πάντα, αυτά τα σχέδια ακυρώνονταν όσο η χώρα είναι δυνατή και ενωμένη κι επιβεβαιώνονταν όσο ήταν αδύνατη και διαιρεμένη.
Όσες πολιτικές δυνάμεις βρίσκονται απέναντι όχι μόνο από τα σενάρια απο-σταθεροποίησης αλλά και από εκείνους που προσπαθούν να επωφεληθούν απ' αυτά θα πρέπει να συσφίξουν τις σχέσεις τους, να ενισχύσουν τις γέφυρες επικοινωνίας αντί των χαρακωμάτων που ορθώνονται για συγκυριακούς λόγους. Απεναντι στα σενάρια του διχασμού και τις ταξικές-τοξικές πολιτικές πρέπει να αντιπαραθέτουμε, σταθερά, πολιτικές που ενώνουν και έργα που μας δυναμώνουν.
Τότε, οι βόμβες θα παράγουν μόνο θόρυβο.