Κατά(Θ)ληψη

Της Μαρίας Dawkinson

Η είδηση της χθεσινής μέρας ήταν σαν τρίχα με ψαλίδα, σπασμένη στα δύο. Αφορά μέρος της νεολαίας μας, τα ατίθασα και επαναστατικά νιάτα, και οι δύο εκφάνσεις της είναι α) ο ξυλοδαρμός του βουλευτή και β) η αποποινικοποίηση των καταλήψεων.

Επειδή είσαι πολύ έξυπνος αναγνώστης/ρια, νομίζω ότι έχεις κάνει ήδη όλες τις προεκτάσεις και τους συνειρμούς. Κανονικά θα σταματούσα εδώ, αν δεν έπρεπε να γεμίσω τη σελίδα. Οπότε και θα συνεχίσω με δύο κοινότοπες ιστορίες που τα βάζουν όλα στη θέση τους.

Ιστορία α

Ο πιτσιρικάς α' πάει σχολείο γιατί πρέπει. Βαριέται φριχτά, επειδή τα μισά μαθήματα δεν τα καταλαβαίνει και τα άλλα μισά τα θεωρεί βαρετά και εντελώς άχρηστα για την υπόλοιπη ζωή του. Βαριούνται μέχρι κι οι ίδιοι οι καθηγητές που του τα διδάσκουν. Από την πρώτη δημοτικού τον έκαναν να σιχαθεί το διάβασμα. Άσε που βιβλίο δεν άνοιγε κανείς στο σπίτι του.

Στο σχολείο κάνει τα τσιγάρα του, έχει το παρεάκι του, κάνει καμιά κοπάνα, κούτσα-κούτσα έτσι βγαίνει ο χρόνος. Δεν τον ενδιαφέρει τι θα γίνει όταν μεγαλώσει, αυτά είναι για τους φλώρους. Ό,τι και να γίνει εξάλλου δουλειά δε θα βρει. Προς το παρόν θα παίζει video games και θα είναι καταληψίας.

Οι καταλήψεις είναι η καλύτερή του. Τώρα που μπορούν να τις κάνουν κι ελεύθερα, μετά την αποποινικοποίηση, θα γίνει χαμός. Στις καταλήψεις ρίχνεις και γκόμενες. Σαν 24ωρα πάρτι είναι. Άσε που αν κάνεις αρκετές καταλήψεις, μπορεί να διαπρέψεις μια μέρα.

Ο πιτσιρικάς δεν έχει κανέναν να θαυμάσει. Ούτε συγγενή, ούτε γνωστό. Στην τηλεόραση και στις ειδήσεις όλοι του φαίνονται γελοίοι, χορτάτοι, βολεμένοι, ψεύτες, κλέφτες. Τους μόνους που παραδέχεται είναι τους κουκουλοφόρους που τα σπάνε, την πέφτουν στα γουρούνια, δέρνουν τα λαμόγια και δεν τους κάνουν τίποτα γιατί είναι αντιεξουσιαστές.

Μία μέρα θα δείρει κι αυτός κανένα γουρούνι καπιταλιστικό. Κι αν μπλέξει, θα κάνει το γνωστό πλέον τηλεφώνημα και δεν τρέχει μία. Το πολύ - πολύ να πάει ασφάλεια για ένα βράδυ. Έριξε φέτος και τις μολότοφ του στα δεκεμβριανά και μετά κρύφτηκε στο πολυτεχνείο με όλους τους άλλους. Άσυλο, βλέπεις. Εκεί είναι που έκανε πολύ χαβαλέ, γιατί εκτός από γκόμενες είχε και μπάφους και άλλα πολλά και αναρχικούς μεγαλύτερους που ήταν δικτυωμένοι και ήταν πολύ κουλ που τα έσπασε μαζί τους. Ξέσπασε.

Όταν μπει σε καμιά σχολή, θα γραφτεί και σε εξωκοινοβουλευτικό κόμμα αρχικά, να κατεβαίνει στις απεργίες και τις διαδηλώσεις με ντουντούκα. Έτσι κάνουν όλοι. Είδε και τον πατέρα του που δούλευε μια ζωή και δε μιλούσε, που τώρα παίρνει σύνταξη - χαρτζιλίκι, τι κατάλαβε. Στο δωμάτιό του έχει μια αφίσα της Death Metal μπάντας του και του ήρωα ράπερ, που εκτελέστηκε από τον φασισμό. Τον δεκαοκτάχρονο που σκότωσε η 17Ν δεν τον είχε ακουστά, γιατί ήταν παράπλευρη απώλεια.

Ιστορία β

Η μικρή είναι μέτρια μαθήτρια και καλό παιδί, αλλά άβγαλτη. Δεν ξεχωρίζει σε κάτι. Σε όλα είναι ούτε κρύο, ούτε ζέστη. Αλλά προσπαθεί. Πέρσι το έβγαλε με 16, βία. Δεν τα πήγε και πολύ καλά στην εξεταστική και δεν έχουν οι γονείς της χρήματα για φροντιστήρια. Ό,τι κάνει στο σχολείο.

Παρακολουθεί τις παραδόσεις όσο μπορεί. Διαβάζει όσο γίνεται. Αλλά φέτος που έγιναν νόμιμες οι καταλήψεις, έχασε πολλές παραδόσεις κι έτσι δε βλέπει να τα καταφέρνει να μπαίνει σε σχολή. Δεν της άρεσαν αρχικά οι καταλήψεις, αλλά πήγαινε για να μην τη λένε μπάζο. Στην αρχή ήταν άβολα, ένιωθε φρίκη, αλλά στην τέταρτη κατάληψη συνήθισε. Έκανε και δυο φίλους αληθινούς εκεί. Οι γονείς της ανησυχούν γι' αυτή και το μέλλον της, αλλά τους εξηγεί ότι δεν πρέπει. Γράφτηκε και σε νεολαία, κατεβαίνει και σε πορείες. Της είπαν ότι θα τη βοηθήσουν να βρει τον δρόμο της κι ας μην μπει πουθενά. Όλοι οι καλοί βολεύονται. Τελικά, οι καταλήψεις της βγήκαν σε καλό, εκείνης που ήταν αντικοινωνική, αόρατη στην τάξη και μέτρια σε όλα. Τώρα και ανήκει κάπου και βρήκε και σκοπό.

Υπάρχει και μια γ ιστορία για πλουσιόπαιδα που τα έχουν όλα, κακομαθημένα και μεγαλωμένα από αδιάφορους γονείς, που για να γεμίσουν την άδεια ζωή τους το παίζουν αντιστασιακοί, αντικαθεστωτικοί με τα λεφτά του μπαμπά και της μαμάς και i-phone στη τσέπη, αλλά βαριέμαι.

Κατάλαβες; Κατά(θ)ληψη.