Των Άλκη Ν. Δερβιτσιώτη και Στυλιανού-Ιωάννη Γ. Κουτνατζή*
Τις τελευταίες εβδομάδες, η λειτουργία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος δοκιμάζεται με πρωτόγνωρο τρόπο. Όπως είναι γνωστό, μετά από τη διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού, η απαιτούμενη πλειοψηφία για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης προς την Κυβέρνηση συγκεντρώθηκε χάρη στις ψήφους μεμονωμένων βουλευτών που εξακολουθούν να μην έχουν ενταχθεί στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του πρώτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος, ούτε να έχουν συγκροτήσει δική τους Κοινοβουλευτική Ομάδα. Λίγες μέρες αργότερα, η Συμφωνία των Πρεσπών κυρώθηκε χάρη σε μια εν μέρει διαφορετική κοινοβουλευτική πλειοψηφία από αυτή που είχε παράσχει ψήφο εμπιστοσύνης.
Τα πραγματικά δεδομένα ως προς τη σύνθεση, ακόμη και ως προς την ίδια την ύπαρξη Κοινοβουλευτικών Ομάδων, μεταβάλλονται σε καθημερινή σχεδόν βάση. Τα παραπάνω δεν απαγορεύονται καταρχήν ούτε από το Σύνταγμα ούτε από τον Κανονισμό της Βουλής. Ωστόσο, διαμορφώνουν μια νέα κοινοβουλευτική πραγματικότητα που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη λειτουργία της Βουλής. Οι αμφισβητήσεις που διατυπώθηκαν ως προς τη συγκρότηση των διαρκών κοινοβουλευτικών επιτροπών αποτέλεσαν απλώς μια πρώτη ένδειξη της νέας αυτής πραγματικότητας, η οποία ήδη εκδηλώνεται και σε σχέση με τον τρόπο διενέργειας των ψηφοφοριών στη Βουλή.
Ειδικότερα, ο Κανονισμός της Βουλής προβλέπει κατά κανόνα (στο άρθρο 71) φανερή ψηφοφορία που διεξάγεται με ανάταση του χεριού ή με έγερση. Στην κοινοβουλευτική πρακτική, για τη διαπίστωση του αποτελέσματος της ψηφοφορίας αυτής αποδίδεται καθοριστική σημασία στη στάση των κοινοβουλευτικών εκπροσώπων των κομμάτων, οι οποίοι δια της ψήφου των συγκαθορίζουν και την ψήφο της Κοινοβουλευτικής τους Ομάδας. Για το λόγο αυτό, δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο λήψης των αποφάσεων της Βουλής με λίγους παρόντες βουλευτές. Μολονότι το Σύνταγμα δεν προβλέπει ελάχιστο όριο απαρτίας, τίθενται έτσι ζητήματα συμβατότητας προς τη διάταξη του άρθρου 67 παρ. 1 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία η απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών που καταρχήν απαιτείται για τη λήψη των αποφάσεων της Βουλής δεν μπορεί να είναι μικρότερη από το ένα τέταρτο του όλου αριθμού των βουλευτών.
Σε κάθε περίπτωση, η ονομαστική ψηφοφορία προβλέπεται (στο άρθρο 72 του Κανονισμού της Βουλής) μόνο κατ' εξαίρεση, σε δύο κατηγορίες περιπτώσεων: Πρώτον, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της εξαρχής – όταν υποβάλλεται αίτηση που υπογράφεται από το ένα εικοστό του όλου αριθμού των βουλευτών (άρα, τουλάχιστον από δεκαπέντε βουλευτές) όπως επίσης σε κάθε περίπτωση που ο Πρόεδρος το κρίνει αναγκαίο. Δεύτερον, όταν υφίστανται αντιρρήσεις για το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας που ήδη έγινε με ανάταση του χεριού ή με έγερση, οπότε και πάλι απαιτείται η γραπτή αίτηση του ενός εικοστού του όλου αριθμού των βουλευτών. Κατά συνέπεια, ο Προεδρεύων μπορεί ευλόγως να κρίνει εκ των προτέρων αναγκαία τη διεξαγωγή ονομαστικής ψηφοφορίας. Δεν μπορεί όμως να αποφασίσει τη διεξαγωγή ονομαστικής ψηφοφορίας, αναλόγως του αποτελέσματος της ψηφοφορίας που ήδη διεξήχθη με ανάταση του χεριού ή με έγερση, εκ του λόγου ότι αυτό δεν τον ικανοποιεί.
Η ανωτέρω διαπίστωση ισχύει επίσης και στην περίπτωση κατά την οποία ο Προεδρεύων διακόπτει ψηφοφορία που ήδη διεξάγεται επειδή αντιλαμβάνεται ότι το αποτέλεσμά της δεν είναι ικανοποιητικό, όπως φαίνεται ότι συνέβη τις προηγούμενες μέρες. Εξάλλου, εφόσον η ψηφοφορία έχει ήδη διεξαχθεί, η επανάληψή της, υπό τη μορφή της ονομαστικής ψηφοφορίας, επιτρέπεται μόνο εφόσον το αποτέλεσμά της δεν είναι ευκρινές και υποβάλλεται σχετική αίτηση από τουλάχιστον δεκαπέντε βουλευτές.
Είναι επίσης σαφές ότι η λήψη θετικής απόφασης ή η διατύπωση θετικής γνώμης της Βουλής που απαιτείται π.χ. κατά την ακρόαση υποψηφίου μέλους ανεξάρτητης αρχής προϋποθέτουν ότι οι θετικές ψήφοι είναι περισσότερες από το άθροισμα των αρνητικών, όπως επίσης εκείνων που ψηφίζουν «παρών». Καινοφανείς ερμηνείες που επίσης διατυπώθηκαν τις τελευταίες μέρες και που διακρίνουν μεταξύ των αρνητικών ψήφων και όσων ψηφίζουν «παρών» δεν συμβαδίζουν με τη σαφή συνταγματική προϋπόθεση του άρθρου 67, σύμφωνα με την οποία απαιτείται η ύπαρξη της απόλυτης πλειοψηφίας των παρόντων μελών, προκειμένου να ληφθεί η οποιαδήποτε απόφαση της Βουλής.
Με τα σημερινά κοινοβουλευτικά δεδομένα, διανοίγονται, συνεπώς, δύο θεσμικώς ορθές δυνατότητες. Πρώτον, είναι δυνατή η τήρηση του κοινοβουλευτικού κανόνα της ψηφοφορίας με ανάταση του χεριού ή με έγερση, το αποτέλεσμα της οποίας όμως πρέπει να γίνεται σεβαστό, χωρίς να επιχειρείται να παρακαμφθεί εκ των υστέρων και αναλόγως του εάν αυτό κρίνεται αρεστό ή όχι. Δεύτερον, είναι επίσης δυνατή η διενέργεια ονομαστικής ψηφοφορίας, η οποία όμως καταλήγει σε θετικό αποτέλεσμα μόνο εφόσον οι θετικές ψήφοι είναι περισσότερες από το άθροισμα των υπολοίπων, δηλαδή όσων ψήφισαν αρνητικά και όσων ψήφισαν «παρών». Τα μέλη του Προεδρείου της Βουλής είναι υπεύθυνα για τη διασφάλιση της ανεμπόδιστης διεξαγωγής των εργασιών του Σώματος και την κατοχύρωση της ελεύθερης γνώμης και έκφρασης των βουλευτών, όπως επίσης για την πιστή τήρηση του Κανονισμού της Βουλής. Συνεπώς, οφείλουν να φροντίσουν για την ορθή τήρηση της κοινοβουλευτικής τάξης. Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, οφείλουν να καταβάλουν κάθε προσπάθεια, προκειμένου να μένουν ανεπηρέαστα από την κομματική τους προέλευση.
Τυχόν καταψήφιση νομοσχεδίων ή άλλων κυβερνητικών προτάσεων που δεν συγκεντρώνουν την απαιτούμενη πλειοψηφία είναι σαφές πολιτικό πλήγμα για την Κυβέρνηση. Οπωσδήποτε όμως είναι πλήγμα διαφορετικής τάξης και βαρύτητας σε σχέση με το πλήγμα που θα υποστούν οι κοινοβουλευτικοί μας θεσμοί, εφόσον οι σχετικές ψηφοφορίες επαναλαμβάνονται κατά το δοκούν αναλόγως του αποτελέσματος το οποίο επιθυμούν οι κοινοβουλευτικοί υποστηρικτές της Κυβέρνησης.
*Ο κ. Άλκης Ν. Δερβιτσιώτης είναι Αν. Καθηγητής Νομικής Σχολής Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης και ο κ. Στυλιανός-Ιωάννης Γ. Κουτνατζής Λέκτορας στην ίδια Σχολή.