Είναι προφανές πως μια πολύ συγκεκριμένη ομάδα κρατών της ΕΕ δεν επιθυμεί την επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία, για τους δικούς τους λόγους. Προβάλλουν το επιχείρημα πως η επιβολή κυρώσεων θα οξύνει κι άλλο την κατάσταση. Είναι αυτονόητο πως πρόκειται για μια πρόφαση. Για μια δικαιολογία που της λείπει η λογική.
Και στο εσωτερικό της Ελλάδας υπάρχει η αντίληψη—στην οποία δυστυχώς έχει προσχωρήσει και ο πρωθυπουργός—πως θα πρέπει να επιλέξουμε την απειλή κυρώσεων και όχι την επιβολή τους. «Πιστεύω στην απειλή των κυρώσεων. Αν φτάσει κανείς στο σημείο να επιβάλει κυρώσεις, τότε θα πρέπει να γνωρίζει ότι η ένταση μπορεί να συντηρηθεί για αρκετό χρονικό διάστημα».*
Υπάρχει βεβαίως και ο αντίλογος. Αν η απέναντι πλευρά γνωρίζει πως το μόνο που επικρέμαται είναι η απειλή κυρώσεων, οι οποίες όμως ποτέ δεν θα επιβληθούν, τότε απτόητη συνεχίζει τις προκλήσεις της.
Η πολιτική τού «απειλούμε με κυρώσεις, αλλά δεν τις επιβάλλουμε» φέρει την αυτοακύρωση της. Τις απειλές που ο παίκτης γνωρίζει πως ποτέ δεν θα υλοποιηθούν, δεν τις παίρνει στα σοβαρά. Τις προσπερνά.
Αυτή είναι μια πολιτική φοβική, καθώς δεν την ενδιαφέρει η συμμόρφωση της άλλης πλευράς με τους κανόνες του παιχνιδιού, αλλά φοβάται μήπως η επιβολή των κυρώσεων την εξοργίσει.
Εντελώς διαφορετική τακτική είναι η επιβολή κλιμακωτών κυρώσεων.
Σε αυτήν την περίπτωση η Τουρκία θα αντιληφθεί πως τα κράτη της ΕΕ εννοούν αυτά που λένε. Πως αν δεν συμμορφωθεί θα υπάρχει μια αλυσίδα κυρώσεων.
Έτσι φτάσαμε στο σημείο να εκλιπαρούμε την Τουρκία να ορίσει την ημερομηνία έναρξης των διερευνητικών επαφών, ενώ αυτή συνεχίζει τις προκλήσεις. Γιατί να μην το κάνει; Αφού δηλώνουμε πως μόνον την απειλούμε.
Είναι ολοφάνερο πως η Τουρκία, με τις χθεσινές προκλήσεις της, επιδιώκει να ακυρώσει, εν τοις πράγμασι, την ελληνική θέση πως διάλογος δεν γίνεται υπό καθεστώς προκλήσεων και απειλών. Προσπαθεί να αποδείξει πως ο διάλογος θα γίνει υπό τους δικούς της όρους. Και με προκλήσεις και με απειλές.
Αυτή είναι η μια πτυχή του προβλήματος. Η επικοινωνιακή, που συμβολίζει την ισχύ της μιας πλευράς. Το ουσιαστικό μέρος είναι –όπως έχει επισημανθεί από πολλούς σχολιαστές—η αποκλίνουσα αντίληψη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας για το εύρος των υπό συζήτηση θεμάτων. Κάτι που είναι αγεφύρωτο.
Μέχρι το 2016 συνεχώς συζητούσαν οι δύο πλευρές και δεν μπόρεσαν να καταλήξουν κάπου. Θα καταλήξουν σήμερα, όταν η Τουρκία έχει εντελώς διαφορετικούς προσανατολισμούς και έχει διευρύνει την ατζέντα των ελληνοτουρκικών διαφορών;
Στην πολιτική το χειρότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να αναγάγουμε το θαύμα σε στοιχείο της στρατηγικής μας. Όταν θα διαπιστώσουμε πως στην πολιτική δεν υπάρχουν θαύματα, καθώς λειτουργεί ο αμείλικτος νόμος του συσχετισμού των δυνάμεων, θα είναι πολύ αργά.
Θέλω να πιστεύω πως η πολιτική ηγεσία –για την στρατιωτική είμαι σίγουρος—να έχει κατανοήσει αυτό που είχε επισημάνει πριν από λίγες ημέρες ο Α. Παπαχελάς στην «Καθημερινή». Πως αν αποτύχουν αυτές οι διερευνητικές επαφές, τότε η κυβέρνηση θα πρέπει να λάβει σκληρές αποφάσεις, εννοώντας προφανώς πως τα περιθώρια ειρηνικής επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών θα έχουν εξαντληθεί.
Μπροστά στο επαπειλούμενο αδιέξοδο μήπως η κυβέρνηση θα πρέπει να αναθεωρήσει την πολιτική της για την απειλή, αλλά μη επιβολή κυρώσεων;
*συνέντευξη του πρωθυπουργού στον Γ. Πρετεντέρη, ΝΕΑ 12/10/2020, σελ. 15