Όταν ο Πούτιν προειδοποίησε, κατά την εισβολή στην Ουκρανία, τη Δύση ότι θα βρεθεί αντιμέτωπη με «ανείπωτες συνέπειες» αν προκαλέσει τη Ρωσία, ενδεχομένως εννοούσε τα πυρηνικά του όπλα. Η παροχή ενέργειας, ωστόσο, θα μπορούσε να είναι το πραγματικό όπλο μαζικής καταστροφής της Ρωσίας. Αυτό δηλώνει στο liberal.gr, ο διεθνούς φήμης Οικονομολόγος και σχολιαστής, Λορέντζο Κοντόνιο, εκτιμώντας παράλληλα πως ο Ρώσος ηγέτης έχει τη δύναμη να πυροδοτήσει ένα ντόμινο σοβαρών επιπτώσεις για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά της Ευρώπης, καθώς με μία κίνηση μπορεί να διπλασιάσει το ενεργειακό κόστος των χωρών-μελών της ΕΕ.
Σύμφωνα με τον κ. Κοντόνιο, στην περίπτωση που η Ρωσία μειώσει δραματικά και απότομα την παροχή ενέργειας, η αύξηση των τιμών δεν θα είναι πια παροδική αλλά θα κρατήσει χρόνια, ενώ οι πιο εκτεθειμένες χώρες είναι η Γερμανία και η Ιταλία.
Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Μαριόλη
Κύριε Κοντόνιο, πολλοί υποστηρίζουν ότι ο Πούτιν επέλεξε πολύ προσεχτικά την κατάλληλη χρονική στιγμή για να εισβάλει στην Ουκρανία. Πιστεύετε ότι κρατάει κατά κάποιο τρόπο όμηρο την Ευρώπη;
Ναι σίγουρα. Ακόμη και αν δεν υπάρξει περαιτέρω κλιμάκωση, η ουκρανική κρίση μπορεί να «κόψει» από την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας 0,5 με 1 ποσοστιαίες μονάδες το 2022. Όμως αν ο Πούτιν πιεστεί από τις κυρώσεις και αποφασίσει να μειώσει δραματικά και απότομα την παροχή ενέργειας προς την Ευρώπη, τότε ο αντίκτυπος θα είναι τεράστιος. Δεν θα είναι εύκολο για την Ευρώπη να αντικαταστήσει τις ρωσικές προμήθειες με εναλλακτικές πηγές βραχυπρόθεσμα, με αποτέλεσμα πολλές βιομηχανίες να πρέπει να σταματήσουν τη δραστηριότητά τους. Επομένως ένα αρνητικό σοκ στην παροχή ενέργειας θα έχει πολύ μεγαλύτερες επιπτώσεις για την ανάπτυξη της Ευρώπης (από το 1%). Η Γερμανία και η Ιταλία είναι οι πιο εκτεθειμένες χώρες της Ευρώπης. Όταν ο Πούτιν προειδοποίησε τη Δύση ότι θα βρεθεί αντιμέτωπη με «ανείπωτες συνέπειες» αν προκαλέσει τη Ρωσία, ενδεχομένως εννοούσε τα πυρηνικά του όπλα. Η παροχή ενέργειας, ωστόσο, θα μπορούσε να είναι το όπλο μαζικής καταστροφής της Ρωσίας.
Πού θα φτάσουν οι τιμές της ενέργειας; Οδεύουμε σε μία νέα κρίση;
Αυτό που μπορούμε να πούμε με σιγουριά είναι ότι οι αυξημένες τιμές ήρθαν για να μείνουν. Η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής ενεργειακών προϊόντων της Ευρώπης, περίπου το 26% των ευρωπαϊκών εισαγωγών πετρελαίου και το 40% των εισαγωγών φυσικού αερίου στο α’ εξάμηνο του 2021. ΟΙ εισαγωγές πετρελαίου και άλλων πετρελαϊκών προϊόντων διαμορφώνονται σε 67,3 δισ. ευρώ. Η Ρωσία μπορεί να μειώσει ελαφρώς την προσφορά για να συνεχίσει να ασκεί πιέσεις, προκαλώντας εμπορικό σοκ στην ευρωπαϊκή οικονομία. Πιθανός διπλασιασμός του ενεργειακού κόστους από τα 67,3 δισ. ευρώ στα 140 δισ. ευρώ (1% του ΑΕΠ της ΕΕ) θα πυροδοτήσει ντόμινο σοβαρών συνεπειών για ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Η αύξηση των τιμών της ενέργειας δεν θα είναι πια παροδική αλλά θα κρατήσει χρόνια.
Ας περάσουμε στα πιο πεζά προβλήματα. Η Ευρώπη καλείται να αποφασίσει για τους δημοσιονομικούς κανόνες που θα ισχύουν στο εξής. Συμφωνείτε με την έκκληση που απευθύνουν οι Μακρόν και Ντράγκι για την εφαρμογή πιο χαλαρών κανόνων και γιατί;
Δεν είναι ξεκάθαρο τι ακριβώς ζητούν οι Εμ. Μακρόν και Μ. Ντράγκι. Το σίγουρο είναι ότι η Ευρωζώνη πρέπει να αποφύγει το ενδεχόμενο πολύ πρόωρης απόσυρσης των μέτρων δημοσιονομικής στήριξης. Παρ’ όλα αυτά, η απόσυρση των μέτρων θα γίνει έτσι κι αλλιώς, καθώς η ανάκαμψη της οικονομίας και η στήριξη που θα προσφέρει το Ταμείο Ανάκαμψης, σε συνδυασμό με τα ακόμη χαμηλά επιτόκια, θα διασφαλίζουν ότι η μείωση των ελλειμμάτων και των δημόσιων χρεών θα συνάδει με τους δημοσιονομικούς κανόνες έως το 2024. Στη συνέχεια, θα εξαρτηθεί από τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες και το πλαίσιο που θα ισχύει. Δυστυχώς, δεν υπάρχει συναίνεση για το πως πρέπει να αλλάξουν οι κανόνες στο μέλλον, ενώ η γαλλική Προεδρεία αποφάσισε να μεταθέσει τη συζήτηση για μετά το καλοκαίρι. Εκτιμώ ότι τελικά θα εφαρμοστούν οι ίδιοι κανόνες αλλά η Κομισιόν θα έχει τη δυνατότητα να τους ερμηνεύσει με ευελιξία, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της.
Ποιος είναι ο σημαντικός δημοσιονομικός κανόνας που πρέπει να αλλάξει στον απόηχο της πανδημικής κρίσης;
Είναι αναπόφευκτο να εξαιρεθούν από την απαιτούμενη δημοσιονομική προσαρμογή οι δαπάνες για επενδύσεις, τις οποίες μάλιστα χρηματοδοτεί και η Ε.Ε. Διαφορετικά, θα ήταν αντιφατικό: από τη μία πλευρά, η Κομισιόν θα ζητούσε από τις χώρες-μέλη να ξοδέψουν χρήματα, αλλά από την άλλη θα απαιτούσε από τις ίδιες χώρες να μειώσουν άλλες δαπάνες για να δημιουργήσουν διαθέσιμο χώρο για επενδύσεις. Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν στο πνεύμα του Ταμείου Ανάκαμψης (NGEU).
Πόσο μακριά πιστεύετε ότι μπορούν να φτάσουν οι προτεινόμενες αλλαγές; Υπάρχει κάποια κόκκινη γραμμή;
Στο τέλος της ημέρας, όλες οι χώρες θα πρέπει να λειτουργούν με γνώμονα τη διατήρηση της βιωσιμότητας του χρέους και να επιτρέπουν μία επαρκή προσαρμογή για να φτάσουν σε μία ασφαλή ζώνη. Αυτό θα πρέπει να γίνει προς όφελος όλων των χωρών-μελών. Φυσικά, ο κανόνας του χρέους είναι ο πιο δεσμευτικός για τις υπερχρεωμένες χώρες, όμως ενώ θα πρέπει να επιτραπεί μία ηπιότερη προσαρμογή, το να πάμε σε μία συνθήκη που δεν θα υπάρχει καμία απαίτηση για μείωση του χρέους θα ήταν ριψοκίνδυνο. Πάνω απ’ όλα, θα πρέπει να διατηρηθεί η αξιοπιστία κάθε χώρας στα μάτια των αγορών.
Πιστεύετε ότι η πιθανή χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων, λ.χ. η αναθεώρηση του κανόνα χρέους στο 100% από 60% σήμερα, μπορεί να οδηγήσει αυτομάτως στην αναβάθμιση της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα;
Δεν νομίζω. Στην πραγματικότητα, δεν αποκλείεται να γίνει το εντελώς αντίθετο. Και αυτό γιατί η αλλαγή ενός κανόνα δεν θα αλλάξει ούτε τον τρόπο που αξιολογούν οι οίκοι ούτε την αντίληψη των αγορών. Οι οίκοι αξιολόγησης έχουν τους δικούς τους δείκτες και ενδιαφέρονται περισσότερο για τη βιωσιμότητα του χρέους πέρα από τον επίσημο ορισμό. Χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία μπορούν να βελτιώσουν την πιστοληπτική τους ικανότητα μόνο αν εφαρμόζεται και ακολουθείται ένα αξιόπιστο δημοσιονομικό πλαίσιο.
Στο υποθετικό σενάριο που οι κανόνες παραμείνουν αμετάβλητοι, βλέπετε ότι υπάρχει κίνδυνος για υπερχρεωμένες χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, να βρεθούν αντιμέτωπες με νέα αυστηρά μέτρα λιτότητας, σε μία περίοδο μάλιστα που προσπαθούν να πετύχουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης;
Εκτιμώ ότι υπάρχει μία γενικότερη αντίληψη που θέλει τις χώρες που πρέπει να προχωρήσουν σε προσαρμογή των δημόσιων οικονομικών, να το πράξουν σταδιακά και μόνο αφού έχουν επιστρέψει σε βιώσιμη ανάπτυξη. Για να το πετύχει αυτό, η Κομισιόν θα ερμηνεύει με ευελιξία τους κανόνες. Παρ’ όλα αυτά, μεσοπρόθεσμα οι χώρες-μέλη θα πρέπει να εφαρμόζουν τα κατάλληλα μέτρα έτσι ώστε να διασφαλίζουν τη δημοσιονομική τους βιωσιμότητα.
Είναι εφικτό να δούμε τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και δη της περιφέρειας, να εξελίσσονται σε ατμομηχανή της οικονομίας της Ευρωζώνης τα επόμενα χρόνια, στην περίπτωση που οι δημοσιονομικοί κανόνες παραμείνουν χαλαροί και οι κυβερνήσεις καταφέρουν να αξιοποιήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης;
Εκτιμώ ότι δεν παίζουν κρίσιμο ρόλο μόνο οι πόροι για την υλοποίηση επενδύσεων αλλά και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου πρέπει να βελτιώσουν την αναπτυξιακή τους δυναμική για να ξεπεράσουν τα σοβαρά προβλήματα χρέους που αντιμετωπίζουν και για να γίνει αυτό απαιτούνται βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές στις οικονομίες. Αν τα καταφέρουν, τότε ναι ο Νότος είναι πολύ πιθανό να γίνει η ατμομηχανή της ανάπτυξης στην Ευρωζώνη.
Η επανεκλογή του Πρόεδρου Ματαρέλα αποτελεί θετική εξέλιξη για την ιταλική οικονομία γιατί ο Ντράγκι παρέμεινε στη θέση του και έχει μπροστά του έναν ακόμη χρόνο να προχωρήσει σε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Είστε αισιόδοξος για το οικονομικό και πολιτικό μέλλον της Ιταλίας, ενόψει των εκλογών του 2023;
Συμφωνώ απόλυτα ότι ο συνδυασμός Ματαρέλα-Ντράγκι είναι πολύ θετικός για την Ιταλία. Είμαι συγκρατημένα αισιόδοξος ότι η κυβέρνηση Ντράγκι θα καταφέρει να περάσει τουλάχιστον ορισμένες από τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται και να υλοποιήσει επενδυτικά σχέδια. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει ένα μεγάλο ερωτηματικό για την πολιτική που θα εφαρμοστεί το μέλλον. Το πολιτικό σκηνικό δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί πλήρως και επομένως η αβεβαιότητα για τις πολιτικές που θα εφαρμοστούν είναι μεγάλη.