Όταν ο καταγγελλόμενος ανήκει σε ένα θεσμό, κατά την κοινωνική αντίληψη, αμαρτωλό…
Όταν η κατάχρηση εξουσίας, προς αποκόμιση ιδίων («πάσης φύσεως») ωφελημάτων, είναι κατά την κοινή εμπειρία συνήθης…
Όταν η καταγγέλλουσα είναι ένα πρόσωπο αγαπητό και δημοφιλές, για το ήθος της οποίας δεν έχουν ακουστεί αρνητικά σχόλια στον χώρο όπου δραστηριοποιείται…
Και μάλιστα όταν αυτή δεν φαίνεται να έχει κανένα εμφανές κίνητρο για ψευδομαρτυρία…
Όταν όλα τα ανωτέρω συντρέχουν σωρευτικά και ταυτόχρονα…
Τότε…
Δεν μπορεί να προκαλεί έκπληξη…
Ούτε ο ανταγωνισμός των ΜΜΕ για το ποιο θα προλάβει να εκδώσει πρώτο την πιο βαριά καταδικαστική απόφαση…
Ούτε το ότι η πολιτειακή και πολιτική ηγεσία του τόπου σπεύδει να συμπαρασταθεί στην παθούσα, υιοθετούσα πλήρως και προκαταβολικώς -όχι μόνο την εκδοχή, αλλά και- την ερμηνεία της για τα διαδραματισθέντα…
Ούτε ότι στη συμπαριστάμενη πολιτική ηγεσία περιλαμβάνεται και πολιτικός, φερόμενος να έχει εκφράσει παλαιότερα την αγωνία του προς πολιτικά προσκείμενο (προς τον ίδιον) αρχηγό ξένου κράτους, μήπως τυχόν πάρουν έκταση οι πολυάριθμες καταγγελίες εις βάρος του παρ' ημίν πρεσβευτή του εν λόγω κράτους για παρενόχληση κυριών…
Ούτε βέβαια εκπλήσσει ο νομικός χαρακτηρισμός των αποκαλυφθεισών πράξεων ακόμη και από εξαιρετικά έγκριτους δημοσιογράφους -μάλιστα και από έχοντες νομική παιδεία- ως βιασμού… (Έστω και αν μια προσεκτική ανάγνωση της αφηγήσεως της αθλήτριας θα μπορούσε ίσως να οδηγήσει σε αμφιβολίες για το αν τα καταγγελλόμενα γεγονότα –ανεξαρτήτως του πώς η ίδια, υπό το κράτος της ψυχολογικής τους προσέγγισης, τα χαρακτηρίζει- εμπίπτουν στην αντικειμενική υπόσταση αυτού του κακουργήματος ή συνιστούν την, επίσης αποτρόπαια αλλά άλλης ασφαλώς νομικής και ηθικής απαξίας, προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας…)
Αν όμως τίποτε από όλα αυτά δεν εκπλήσσει δεδομένου του πνεύματος των καιρών, κάποια ερωτήματα, ωστόσο, μπορούν να βασανίσουν έναν καλοπροαίρετο κριτή των αντιδράσεων (και δεν θέλω καν να σκεφθώ το τρομερό για τον διαπομπευόμενο άνθρωπο ενδεχόμενο, έστω και μια στο εκατομμύριο, να υπάρχουν ανακρίβειες ή υπερβολές στις καταγγελίες):
Πρώτον, το τεκμήριο αθωότητας έχει ακόμη κάποια νομική, ηθική και πολιτισμική αξία στη χώρα μας; Αλλά σε αυτό θα επανέλθω.
Δεύτερον, με τι τρόπους θα μπορούσε ο καταγγελλόμενος, αν ήταν αθώος, να το αποδείξει μετά από τόσα χρόνια;
Τρίτον, μήπως ο θεσμός της παραγραφής θεσπίστηκε ως δημοσίας τάξεως διάταξη -από το ευεργέτημα της οποίας απαγορεύεται ακόμη και η παραίτηση- επειδή κρίθηκε αφενός μεν πως καταγγελίες μετά από πολλές δεκαετίες είναι πρακτικά εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχθούν, θετικά ή αρνητικά, αφετέρου δε γιατί κάποτε πρέπει δια της λήθης και της μη αναμόχλευσης παλιών παθών να διασφαλίζεται η κοινωνική ειρήνη;
Τέταρτον, μήπως επί παραγεγραμμένων υποθέσεων -όπου ο καταγγελλόμενος, εάν δεν ξεκινήσει ο ίδιος δίκη για συκοφαντική δυσφήμιση, δεν θα είχε μήτε καν την τυπική δυνατότητα να αποδείξει ενδεχόμενη αθωότητά του- δεν θα έπρεπε να επιτρέπεται καταγγελία, η οποία δεν έγινε κατά τις δεκαετίες που η πράξη ήταν νομικώς ενεργός;
Πέμπτον, ακόμη και αν ο καταγγελλόμενος είχε και την τυπική νομική δυνατότητα και την πρόσβαση σε στοιχεία που θα του επέτρεπαν να αποδείξει ενδεχόμενη αθωότητά του, τι μέρος από τη ζημιά που θα έχει υποστεί θα μπορούσε να αναστρέψει, μετά από τέτοια ομόθυμη και αμετάκλητη καταδίκη από Μίντια, πολιτικό σύστημα και την -κατά σύμπτωση δικαστή- αρχηγό του κράτους;
Έκτον, το κύμα συμπάθειας που Μίντια και πολιτικό σύστημα επέδειξαν εν προκειμένω στην -κατά την εκ προοιμίου κρίση τους- βιασθείσα δεν δημιουργεί ένα τρομερό κύμα μιμητισμού (προς προσέλκυση προσοχής, κατάκτηση –πολλαπλώς εξαργυρώσιμης- δημοσιότητας, εκβιασμό, εκδίκηση κλπ), αλλά και υπερδιόγκωσης γεγονότων όπου η φράση «μου αρέσεις πολύ» χαρακτηρίζεται παρενόχληση; Μάλιστα διάβασα άρθρο όπου -ενώ χαρακτηρίζεται «δικαίωμα αυτοδιάθεσης του σώματος» η βασιζόμενη στην εκμετάλλευση της εμφάνισης κοινωνικοεπαγγελματική ανέλιξη- υποστηρίζεται πως το φλερτ προϋποθέτει συναίνεση. Ενώ, αφελώς ίσως, πίστευα πως το φλερτ δρομολογείται με πρωτοβουλία του ενός ή του άλλου και η ανταπόκριση προϋποθέτει συναίνεση.
Έβδομον, μήπως μια τέτοια προσέγγιση δημιουργεί δικτατορία του «πολιτικώς ορθού λόγου»; Πόσοι τολμούν πλέον να αναδείξουν την άλλη διάσταση του ζητήματος;
Τέλος επανέρχομαι στο πρώτο θέμα, δηλαδή στη ντε φάκτο αντιστροφή του βάρους της αποδείξεως, όπου δεν πρέπει ο καταγγέλλων να αποδείξει την ενοχή αλλά ο καταγγελλόμενος –κάτι πρακτικά πολύ δυσκολότερο- την αθωότητά του. Και εδώ αισθάνθηκα πως υπάρχει οπισθοχώρηση σε νομικό και πολιτισμικό κεκτημένο δύο χιλιάδων χρόνων, αφού αυτή η αναστροφή του βάρους της αποδείξεως, του λεγόμενου onus probandi, ακόμη και στο Ρωμαϊκό Δίκαιο, με το περιβόητο receptum nautarum, cauponum, stabulariorum προβλεπόταν μόνο για τις επαγγελματικές κατηγορίες όπου θεωρείτο πως o καταγγελλόμενος ασκεί επονείδιστο επάγγελμα. Νόμιζα δε πως τέτοια δεν υπάρχουν στην εποχή μας. (Αλλά και αν είχε προ εικοσαετίας κάποια λογική μια τέτοια αντιστροφή του βάρους αποδείξεως, όταν οι γυναίκες ήταν πολύ πιο αδύναμες κοινωνικά, δύσκολα δικαιολογείται πλέον. Αποτελεί επιβίωση του παρελθόντος, όπως ακριβώς η -κατοχυρώνουσα από το 1791 το απεριόριστο δικαίωμα στην οπλοφορία- 2η τροπολογία του αμερικανικού Συντάγματος, που υιοθετήθηκε όταν η προστατευτική παρέμβαση του κράτους ήταν πολύ δύσκολη και τα όπλα πολύ λιγότερο θανατηφόρα, αλλά πλέον τη διαιωνίζουν συμφέροντα που επενδύθηκαν πάνω της…).