Αν υπάρχει ένας δείκτης που υπό συνθήκες κοινωνικής και οικονομικής αβεβαιότητας προσφέρεται ως βάση υπολογισμού της διατηρησιμότητας των υφιστάμενων πολιτικών ισορροπιών και των κομματικών συσχετισμών είναι σίγουρα αυτός που μετρά τον βαθμό εμπιστοσύνης στις πολιτικές ηγεσίες.
Το αναμφισβήτητο προβάδισμα που εδώ και καιρό ο Κυριάκος Μητσοτάκης διατηρεί στο πεδίο αυτό έναντι του Αλέξη Τσίπρα δεν υπάρχει αμφιβολία ότι συνιστά προσώρας το κυριότερο κεκτημένο στρατηγικό πλεονέκτημα της κυβερνώσας παράταξης. Αντιστρόφως αποτελεί το σημαντικότερο μειονέκτημα τουλάχιστον της αξιωματικής αντιπολίτευσης για να μην αναφερθούμε στα λοιπά κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης που ακριβώς επειδή πάσχουν στο σημείο αυτό από βαριάς μορφής υστέρηση βρίσκονται εκτός συναγωνισμού.
Πλην όμως η αναγκαία για την διαχείριση τόσο της υγειονομικής όσο και της οικονομικής κρίσης πολιτική σταθερότητα δεν εξαρτάται μόνον από την ανθεκτικότητα του κυβερνώντος κόμματος. Εξαρτάται επιπροσθέτως, αν όχι πρωτίστως, από την αντιπροσωπευτικότητα του όλου κομματικού συστήματος.
Με αυτήν την έννοια χρήζει ιδιαίτερης προσοχής η εξέλιξη του κρίσιμου μεγέθους που αντιπροσωπεύει το ποσοστό των πολιτών που δηλώνουν ότι δεν θεωρούν κανέναν από τους ηγέτες των κοινοβουλευτικών δυνάμεων κατάλληλο για την πολιτική διεύθυνση της χώρας.
Η στάση τους δεν είναι μονοσήμαντη. Επιδέχεται διαφορετικών ερμηνειών. Και το ποια είναι κάθε φορά η βασιμότερη έχει ιδιαίτερη σημασία για την ορθή ανάγνωση των διαθέσεων του εκλογικού σώματος.
Αν ερμηνευθεί ως απλώς ενδεικτική της αποπολιτικοποίησης που έχει επέλθει στο πλαίσιο της γενικότερης απαξίωσης των δημοκρατικών θεσμών στη σύγχρονη μεταπολιτική κοινωνία της «ιδιωτικοποίησης»ΑΠΟΨΑΡ των διακυβευμάτων, της εξατομίκευσης των συμφερόντων και της αποστασιοποίησης από τον δημόσιο χώρο, το πρόβλημα είναι διαφορετικής και μάλλον πολιτισμικής τάξης.
Αν, ωστόσο, ερμηνευθεί ως δηλωτική ενός υποβόσκοντος αλλά συνειδητού «πολιτικού αρνητισμού», όπερ είναι και το ορθότερο, το μήνυμα που στέλνει ισοδυναμεί με σήμα οιωνεί κινδύνου αποσταθεροποίησης του κομματικού συστήματος και των εσωτερικών συσχετισμών του.
Είτε πρόκειται για ποσοστά πολιτών που απλά δεν πιστεύουν ότι υπάρχει πολιτική ηγεσία που να αξίζει την εμπιστοσύνη τους ή να έχει την ικανότητα να λύσει τα προβλήματά τους ή να μπορεί να κάνει κάτι που θα ωφελήσει τη χώρα, θα προάξει το γενικό συμφέρον ή θα κάνει καλύτερη τη ζωή τους είτε πρόκειται για ποσοστά ενδεικτικά του μεγέθους μιας προς το παρόν έρπουσας πολιτικής απαισιοδοξίας ή κοινωνικής διαμαρτυρίας ή λαϊκής δυσανεξίας, δυσαρέσκειας ή και απόγνωσης από την εν γένει κατάσταση και την πορεία των πραγμάτων, το βέβαιον είναι ότι από τη στιγμή που τα ποσοστά αυτά του «πολιτικού αρνητισμού» θα αρχίσουν να μεγεθύνονται θα έχει χτυπήσει προειδοποιητικό καμπανάκι για επερχόμενη διαφοροποίηση των σχέσεων της κυβέρνησης με την κοινή γνώμη.
Για όσο διάστημα η δυναμική της διαφοροποίησης δεν υπερβαίνει τα όρια της φυσιολογικής κόπωσης του εκλογικού σώματος και της φθοράς του κυβερνώντος κόμματος, ο κίνδυνος αποσταθεροποίησης θα είναι διαχειρίσιμος.
Από εκεί και πέρα, όμως, θα αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση του χρόνου των εκλογών. Όχι αναγκαστικά γιατί η αντιπολίτευση θα έχει αναδειχθεί σε υπολογίσιμο αντίπαλο δέος της κυβέρνησης. Αλλά γιατί το πραγματικό αντίπαλο δέος της που είναι ο «κανένας» ενδέχεται να αποκτήσει μια εκτός ελέγχου «αντισυστημική» δυναμική. Και η απλή αναλογική θα είναι σίγουρα να ο καλύτερος πολλαπλασιαστής της