Του Γιάννη Κουτσομύτη
Σε ένα πολύ ρευστό πλαίσιο έχουν εισέλθει οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και οι ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο και το επόμενο διάστημα είναι ιδιαίτερα κρίσιμο, καθώς οι εξελίξεις σε τρία μέτωπα αναμένεται να διαμορφώσουν ένα καινούργιο, άγνωστο σκηνικό. Οι εκλογές στην Κωνσταντινούπολη, η κρίση στις σχέσεις ΗΠΑ Τουρκίας και η ένταση που επιδιώκει η γείτονα στην Κυπριακή ΑΟΖ δημιουργούν νέα δεδομένα
Πρώτον, την ερχόμενη Κυριακή διεξάγονται οι δημοτικές εκλογές της Κωνσταντινούπολης, το αποτέλεσμα των οποίων είναι ιδιαίτερα κρίσιμο για την εσωτερική πολιτική κατάσταση της Τουρκίας και το μέλλον του Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν και του κόμματός τους. Τυχόν οριστική νίκη του υποψηφίου της αντιπολίτευσης Εκρέμ Ιμάμογλου αναμένεται να σηματοδοτήσει μια συνολική αμφισβήτηση της πολιτικής κυριαρχίας του Τούρκου ηγέτη.
Δεύτερο, η κρίση ανάμεσα στην Τουρκία και τις ΗΠΑ αναφορικά με την προμήθεια από την Άγκυρα του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S-400 απειλεί όχι μόνο να δυναμιτίσει τις σχέσεις των δύο χωρών αλλά κινδυνεύει ακόμη και να οδηγήσει την γειτονική χώρα εκτός δυτικής συμμαχίας και να τη στείλει στην αγκαλιά της Ρωσίας.
Τρίτον, η συνεχιζόμενη κρίση στην κυπριακή ΑΟΖ και οι συνεχείς ήττες της Τουρκίας στην προσπάθειά της να αμφισβητήσει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας ενδέχεται να την οδηγήσει σε πιο δραστικές και ακραίες κινήσεις που θα κλιμακώσουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση.
Και όλα αυτά συμβαίνουν ενώ η οικονομία της Τουρκίας πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο, οι διεθνείς επενδυτές χάνουν την υπομονή τους και διεθνείς οίκοι αξιολόγησης όπως η Moody''s προειδοποιούν για τον διαρκώς αυξανόμενο κίνδυνος χρεοκοπίας.
Ουσιαστικά η Τουρκία βαδίζει σε τεντωμένο σχοινί και ενδεχομένως να αναζητεί διέξοδο όχι για να εξάγει την κρίση αλλά για να χρησιμοποιήσει την ένταση προκειμένου να διαπραγματευτεί την παρουσία της στο γενικότερο παιχνίδι της Αν. Μεσογείου είτε ως σύμμαχος δύναμη είτε όχι
Σε αυτό το πλαίσιο είναι λογικό να εγείρονται ερωτήματα ως προς το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων και το ποιά είναι η ενδεδειγμένη προσέγγιση που πρέπει να ακολουθήσει η νέα Κυβέρνηση που θα προκύψει μετά τις εκλογές της 7ης Ιουλίου. Τις τελευταίες ημέρες γίναμε μάρτυρες μιας ιδιαίτερης σπουδής της Κυβέρνησης και ειδικά του Υπουργού Άμυνας να προωθήσει το διάλογο με την Τουρκία για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, υπονοώντας ότι υπάρχει ανησυχία για “ατύχημα” στο Αιγαίο, παρότι κάτι τέτοιο διαψεύδεται κατηγορηματικά από τον Υπουργό Εξωτερικών Γιώργο Κατρούγκαλο.
Σε κάθε περίπτωση, η ρευστή αυτή κατάσταση και οι διαρκείς ανησυχίες για το ενδεχόμενο θερμού επεισοδίου έχουν καταστήσει και πάλι επίκαιρο το ερώτημα για το αν είναι αναγκαία μια συνολική συμφωνία με την Τουρκία, και εάν ναι, κάτω από ποιούς όρους και συνθήκες και σε ποιά χρονική συγκυρία.
Στο γενικό ερώτημα για την αναγκαιότητα μιας συμφωνίας με την Τουρκίας θα πρέπει κανείς να απαντήσει καταφατικά, εάν ληφθούν υπόψη όλες οι παράμετροι της διένεξης, το ιστορικό εδώ και 45 χρόνια, οι ρεαλιστικές δυνατότητες της Ελλάδας να επιβάλλει μέσω του διεθνούς δικαίου, του διεθνούς παράγοντα ή δια της βίας όλες τις θέσεις της, την ισορροπία των δυνάμεων και την εκθετική προβολή αυτής της ισορροπίας στις επόμενες δεκαετίες και τι κόστος έχει η διατήρηση του υπάρχοντος status quo. Από τη στιγμή που η Ελλάδα δεν διεκδικεί τίποτε και μόνο η Τουρκία διεκδικεί, η λογική και η ιστορία μας λέει ότι το παρόν status quo θα φθίνει διαρκώς εις βάρος της Ελλάδας. Άρα είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας η εξεύρεση μιας συνολικής λύσης με την Τουρκία, καθώς η επίλυση των διμερών ζητημάτων θα απελευθέρωνε τεράστιους πόρους και θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις ευημερίας, ανάπτυξης και προφανώς συνεχούς ειρήνης.
Από το σημείο αυτό όμως μέχρι του σημείου “πάμε να κλείσουμε τις εκκρεμότητες με την Τουρκία διότι υπάρχει ο κίνδυνος θερμού επεισοδίου” υπάρχει μια χαώδης διαφορά. Το υπ'' αριθμόν ένα λάθος που μπορεί να κάνει η Ελλάδα είναι να συρθεί σε μια διμερή διαπραγμάτευση με την Τουρκία, φοβούμενη ένα θερμό επεισόδιο. Διότι αυτό ακριβώς προσπαθεί να κάνει η Τουρκία εδώ και 25 περίπου χρόνια, να σύρει την Ελλάδα σε διμερείς διαπραγματεύσεις μέσω ενός θερμού επεισοδίου. Κα είναι ιδιαίτερα θετικό το γεγονός ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας πήραν και αυτές το μάθημά τους από το πάθημα των Ιμίων και αντιμετωπίζουν την τουρκική προκλητικότητα με εξαιρετική ψυχραιμία και αποτελεσματικότητα.
Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα στο να διαπραγματευθεί η Ελλάδα με την Τουρκία είναι η παντελής διαχρονική έλλειψη καλοπιστίας από την τουρκική πλευρά με τη γνωστή τακτική της εφεύρεσης ζητημάτων και γκρίζων ζωνών ακόμη και σε διεθνείς συμβάσεις και συμφωνίας πολλές δεκαετίας αργότερα. Έτσι όπως αμφισβητεί σήμερα η Άγκυρα επιλακτικά σημεία της Συνθήκης της Λωζάνης και της Συνθήκης των Παρισίων, ακριβώς έτσι μπορεί μετά από μια Συνθήκης Ειρήνης με την Ελλάδα μπορεί να ανακαλύψει καινούργια ζητήματα που είναι δήθεν ασαφή.
Το τρίτο μεγάλο πρόβλημα, είναι οι εξωφρενικές και ανισόρροπες αιτιάσεις και απαιτήσεις της Τουρκίας. Θα ήταν τρελό να καθόταν η Ελλάδα να διαπραγματευθεί με την Τουρκία, όταν εκείνη αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία σε πάνω από 150 νησιά, νησίδες και βραχονησίδες του Αιγαίου. Διότι εάν απλά το πρόβλημα ήταν ο καθορισμός της υφαλοκρηπίδας, το ζήτημα θα μπορούσε σχετικά απλά να μεταφερθεί στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, το οποίο είναι σίγουρο ότι θα έβρισκε μια δίκαιη λύση. Αρκεί να δει κανείς έναν υποθετικό χάρτη του Αιγαίου αφού αφαιρεθούν τα νησιά και οι νησίδες που αμφισβητεί η Τουρκία, για να καταλάβει ότι δεν μπορεί να υπάρξει σοβαρή αφετηρία διαπραγμάτευσης σε αυτή τη βάση.
Το τέταρτο πρόβλημα είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχουν πλέον τη δύναμη να εγγυηθούν ως μεσολαβητές μια έντιμη συμφωνία με την Τουρκία. Η πορεία της Τουρκίας αποκλίνει πλέον από τη Δύση και φαίνεται πως για το ορατό μέλλον θα βρίσκεται στην καλύτερη περίπτωση μετέωρη μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Εάν δε η σοβούσα κρίση στις σχέσεις Άγκυρας-Ουάσιγκτον κλιμακωθεί, τότε μπορεί να βρεθούμε σε εντελώς καινούργιες συνθήκες στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας, καθώς δεν θα πρόκειται για συνοριακές διαφορές ανάμεσα σε συμμάχους όπου ευκολότερα μπορεί να βρεθεί μια εξισορρόπηση, αλλά θα έχουμε διαφορές με μια χώρα που θα βρίσκεται σε αντίπαλο γεωπολιτικό στρατόπεδο.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ήταν διαχρονικά διασυνδεδεμένες με την πορεία του Κυπριακού, και για λόγους εθνικούς αλλά και για λόγους γεωπολιτικής ισορροπίας. Η συγκρότηση πλέον της τετραμερούς συμμαχίας στην Ανατολική Μεσόγειο με το Ισραήλ και τις ΗΠΑ, αλλάζει δραματικά την ισορροπία των δυνάμεων στην περιοχή και οδηγεί αναγκαστικά σε συνολικό αναστοχασμό της στρατηγικής ασφάλειας και άμυνας της Ελλάδας.
Μακάρι τα πράγματα να ήταν διαφορετικά, αλλά βρισκόμαστε ακόμη μακριά από τη στιγμή που μπορούμε να ξεκινήσουμε συζητήσεις συνολικής διευθέτησης με την Τουρκία. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να έχει ως στρατηγικό στόχο την οριστική και διαρκή ειρήνευση με τη γείτονα χώρα και πρέπει να λειτουργεί θετικά και με σχέδιο προς αυτήν την κατεύθυνση. Αυτήν τη στιγμή το πρώτιστο μέλημα της Ελλάδας θα πρέπει να είναι να αποφευχθεί το κατρακύλισμα της Τουρκίας εκτός της δυτικής συμμαχίας κάτι που θα αποτελέι ένα γεωπολιτικό ρίσκο.