Του Γιώργου Καραμπελιά*
Βρισκόμαστε σε μια περίοδο ευρωπαϊκών εκλογών και στην Ελλάδα επικρατεί ο βαθμός μηδέν του ιδεολογικού και πολιτικού προβληματισμού. Και όμως, στις περισσότερες, αν όχι σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες, διεξάγονται σφοδρότατες συζητήσεις. Στα δύο «άκρα» των σχετικών τοποθετήσεων, βρίσκονται από τη μία όσοι θεωρούν ξεπερασμένα τα έθνη και τις εθνικές ταυτότητες και από την άλλη, όσοι απορρίπτουν διαρρήδην κάθε ιδέα υπερεθνικής ενότητας και προκρίνουν την διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την επιστροφή στο ανεξάρτητο έθνος-κράτος,. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο ακραίες επιλογές υπάρχει μια μεγάλη γκάμα τοποθετήσεων. Από τους φεντεραλιστές, που επιθυμούν μια περαιτέρω ενίσχυση των υπερεθνικών θεσμών και μηχανισμών της ΕΕ, μέχρι τους κάθε είδους «ευρωσκεπτικιστές» που προκρίνουν την ενίσχυση του ρόλου των εθνικών θεσμών και των εθνικών κρατών στο εσωτερικό της Ευρώπης.
Στην Ελλάδα στην απολύτως αναιμική αν όχι ανύπαρκτη συζήτηση που διεξάγεται κυρίαρχος είναι ο ιδεολογικός και πολιτικός πολτός των συστημικών κομμάτων, που χειροκροτούν απλώς την Ευρώπη και τους θεσμούς της, χωρίς καν ψήγματα σοβαρού προβληματισμού, πέρα από τα εάν θα στηρίξουν τον… Βέμπερ ή τον… Τίμερμανς για πρόεδρο της Κομισιόν.. Εξ άλλου η «Ευρώπη» προσφέρει εν αφθονία χρηματοδοτικά προγράμματα, θέσεις στις Βρυξέλλες και παχυλούς μισθούς στους ευρωβουλευτές. Από την άλλη πλευρά, οι «αντισυστημικοί» περιορίζονται κυρίως στους προγλωσσικούς της Χρυσής Αυγής, στον ξύλινο λόγο του ΚΚΕ, που θρηνεί γοερά επειδή εξαφανίσθηκε ο ιμπεριαλιστικός παράδεισος του «σοσιαλισμού», τάσσεται στα λόγια κατά της «ιμπεριαλιστικής» ΕΕ, και τέλος στις φιλορωσικές συνηγορίες κάθε είδους. Ελάχιστοι είναι οι σοβαροί άνθρωποι και αναλυτές που προσπαθούν μέσα στο ζοφερό και νοσηρό κλίμα της ελληνικής πολιτικής και μηντιακής σκηνής να προβληματιστούν με βάση τα άμεσα και τα μακροπρόθεσμά ελληνικά συμφέροντα.
Μια λοιπόν και δεν ακούγονται πολλές συζητήσεις από τους καθ' ύλην αρμοδίους, τους δημοσιογράφους, τα κόμματα, τους ευρωβουλευτές και τους υποψηφίους, θεώρησα χρήσιμο ένας υποψήφιος για αυτοδιοικητικές εκλογές να εκθέσει αυτός τις απόψεις του!
Η μακροπρόθεσμη στρατηγική
Το μακροπρόθεσμο και ιδεώδες σενάριο για τους Έλληνες θα ήταν ένα σενάριο μιας Ευρώπης «από τα Ουράλια έως τον Ατλαντικό»: Τα σύνορα της θα σταματούσαν στο Αιγαίο και την Κύπρο και θα συμπεριλάμβανε μια πλειάδα ισχυρών εθνικών πόλων, που θα εξισορροπούσαν τις οποιεσδήποτε ηγεμονικές τάσεις του ενός ή του άλλου πόλου –από την Γαλλία έως τη Ρωσία. Μια τέτοια «Ευρώπη» θα προσέφερε τη δυνατότητα μιας πραγματικά ανεξάρτητης πολιτικής έναντι της Αμερικής και της Κίνας σε όλα τα πεδία. Παράλληλα θα ήταν δυνατό να συγκροτηθεί ένας ισχυρός βαλκανικός πόλος που θα διασφάλιζε και την ισορροπία στο εσωτερικό των Βαλκανίων και θα τους προσέφερε έναν ουσιαστικό ρόλο στην Ενωμένη Ευρώπη.
Είναι προφανές πως η Ελλάδα, που αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της νέο-οθωμανικής Τουρκίας και της ισλαμικής πλημμυρίδας, δεν διαθέτει άλλη μακροπρόθεσμη επιλογή, πέρα από τη δημιουργία μιας ισχυρής πολυπολικής Ευρώπης, στην οποία δεν έχει καμία θέση η Τουρκία.
Μια τέτοια στόχευση, σύμφωνη με τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, σημαίνει και συγκεκριμένη μεσομακροπρόθεσμη στρατηγική:
Κατ' αρχάς, μια πολιτική που απορρίπτει μια μονοδιάστατη οικονομίστικη πολιτική, επικεντρωμένη στη νομισματική ενοποίηση, η οποία επιτείνει αντί να μειώνει τις οικονομικές και κοινωνικές διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της Ευρώπης. Η προτεραιότητα στη στρατηγική του «όλα για το ευρώ», στην πραγματικότητα απειλεί με αποσύνθεση την ΕΕ.
Πρέπει όχι μόνο να υπάρξει χαλάρωση των κανόνων της «νομισματικής πειθαρχίας», αλλά αντίθετα να καταστεί υποχρεωτική η μεταφορά πόρων και δραστηριοτήτων στις πιο αδύναμες περιοχές και να περιοριστούν τα εμπορικά πλεονάσματα χωρών όπως η Γερμανία. Ταυτόχρονα θα έπρεπε και θα μπορούσαν να ενισχυθούν οι υπανάπτυκτες παράμετροι του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος δηλαδή η πολιτική και η στρατιωτική συνεργασία, που θα επέτρεπε και τη σταδιακή απομάκρυνση από το ΝΑΤΟ και την Αμερικανική επικυριαρχία.
Σε σχέση με την Ουκρανία και τη Ρωσία, που παραμένουν οι μόνες μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες εκτός ΕΕ, θα έπρεπε να επιδιωχθεί η ταυτόχρονη προσέγγιση τους με την Ένωση, γιατί αυτές οι χώρες είναι «καταδικασμένες» να ζήσουν με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, αν θέλουν να διατηρήσουν σε βάθος χρόνου την αυτονομία τους, οικονομική, πολιτική και πολιτισμική. Ιδιαίτερα για τη Ρωσία, η στρατηγική απομάκρυνσή της από την Ευρώπη θα σημάνει αργά η γρήγορα την οικονομικο-πολιτική υποταγή της στην Κίνα και την πολιτισμική υποταγή της στο Ισλάμ. Τωόντι, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η ίδια η Ρωσία περιστοιχίζεται από ισλαμικές χώρες με μεγαλύτερο πληθυσμό από την ίδια, ενώ πάνω από είκοσι εκατομμύρια μουσουλμάνοι κατοικούν στο εσωτερικό της ρωσικής ομοσπονδίας. Η περιβόητη στρατηγική μιας ρωσο-ισλαμικης συμμαχίας της Μεσευρώπης του Ντούγκιν είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, με την αναπόφευκτη επιβολή του ισλαμικού στοιχείου πολιτισμικά και του κινεζικού, πολιτικο-οικονομικά.
Η Ρωσία δεν διαθέτει πλέον τα οικονομικά-πληθυσμιακά μεγέθη για μια αυτόνομη «μεσευρωπαϊκή» πολιτική, έστω και αν αυτοπαρασύρεται από τα στρατιωτικά τα ενεργειακά και τα γεωγραφικά της μεγέθη. Αυτά, μπορούν αντίθετα να την παγιδεύσουν σε μια πολιτική μεγαλείου και υπερδύναμης, στην οποία δεν μπορεί να ανταποκριθεί και θα την οδηγήσουν σε περιπέτειες χωρίς αντίκρισμα. Η μόνη πραγματική διέξοδος για τη Ρωσία είναι η Ευρώπη. Η προσχώρηση σε μια συμμαχία, όπου θα παίζει σημαίνοντα ρόλο, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να υποταχθεί σε κανέναν άλλο, είναι προϋπόθεση για την ίδια… αλλά και για την Ευρώπη.
Εξάλλου και η Ευρώπη, χωρίς την Ρωσία, θα υποχρεωθεί με τη σειρά της να παραμένει υποταγμένη στις ΗΠΑ γεωστρατηγικά, στην Κίνα οικονομικά και να απειλείται από την ισλαμική πλημμυρίδα, από τα νότια και τα ανατολικά.
Σε μια τέτοια στρατηγική αντίληψη μπορεί και πρέπει να υπακούει η ελληνική πολιτική στην Ευρώπη. Μια αντίληψη που προκρίνει την ενίσχυση της μη νομισματικής οικονομικής πολιτικής, και προπαντός της πολιτικής και στρατιωτικής συνεργασίας. Σε σχέση με τις ΗΠΑ, η Ευρώπη θα πρέπει να αναπτύξει σταδιακώς την αυτονομία της, ιδιαίτερα στο στρατιωτικό πεδίο. Από αυτή την άποψη ο ρόλος της Γαλλίας μπορεί να είναι αποφασιστικός, ιδιαίτερα αν σε μια τέτοια πολιτική προσχωρήσουν οι χώρες της Νότιας Ευρώπης, κατ' εξοχήν η Ιταλία, και εάν το Παρίσι εγκαταλείψει τον προνομιακό άξονα με το Βερολίνο.
Απέναντι στη Ρωσία, με βάση όσα προαναφέραμε θα πρέπει πάντα να κρατάμε ανοικτές τις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές μιας ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής ενοποίησης και ταυτόχρονα να αποκρούουμε την στρατηγική της «Ευρασίας», είτε πρόκειται για την παρά φύση συμμαχία του Πούτιν με τον Ερντογάν, είτε για την υπαγωγή της Ρωσίας στην κινεζική οικονομική σφαίρα, είτε για την βαλκανική του πολιτική πολύ συχνά.
Η μεσοπρόθεσμη τακτική
Από μια τέτοια μακροπρόθεσμη ελληνική στρατηγική, απορρέει και ένα σύνολο από τακτικού και άμεσου χαρακτήρα συμπεράσματα, που είναι μάλλον προφανή. Αρχικώς, η Ελλάδα πρέπει να εμμένει στην ενίσχυση της εθνικής της οικονομίας και την χαλάρωση του ζουρλομανδύα της πολιτικής της λιτότητας και του σκληρού γερμανικού ευρώ. Πρέπει να παλέψει για την άμεση μεταφορά πόρων προς τον Νότο και για την μετακίνηση του κέντρου βάρους της ευρωπαϊκής πολιτικής προς έναν μεσογειακό άξονα, συμπεριλαμβάνοντας και τα Βαλκάνια.
Πρέπει να παλέψει για τη δραστική μείωση των μεταναστευτικών ρευμάτων, με όλα τα μέσα, προστασία των συνόρων και επιστροφή των παράνομων μεταναστών στις πατρίδες τους, γεγονός που θα ελαφρύνει και την Ελλάδα και θα διευκολύνει την μεταφορά των μειωμένων προσφυγικών πληθυσμών στην Ευρώπη.
Ταυτόχρονα πρέπει να αγωνιστεί για την αποτροπή της τουρκικής επεκτατικότητας. Και προφανώς πρέπει να καταδικαστεί η λογική των ελληνικών ελίτ που ακολουθούσαν την καταστροφική τακτική της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, για να πάψει να είναι... επιθετική. Και όμως είναι προφανές επί τη βάσει του συσχετισμού δυνάμεων πως μια πιθανή τέτοια ένταξη θα μετέβαλε αυτομάτως την Ελλάδα και την Κύπρο σε τουρκικούς δορυφόρους, στα πλαίσια της Ευρώπης και θα οδηγούσε πολύ σύντομα στον ίδιο τον εποικισμό τους από τουρκικούς και ισλαμικούς πληθυσμούς. Συναφώς, η δημιουργία ευρωστρατού και η συμμετοχή του στη φύλαξη των ευρωπαϊκών συνόρων θα πρέπει να είναι σταθερός στόχος της Ελλάδας.
Αυτά και άλλα πολλά θα έπρεπε να συζητάμε με τη μέγιστη σοβαρότητα στην Ελλάδα, αντί να έχουμε καταδικαστεί στον διαρκή υποβιβασμό του επιπέδου της πολιτική συζήτησης στον οποίο μας έχει καταδικάσει μια άθλια εξουσία και η τραγική αβελτηρία των ελίτ της χώρας.
*Ο κ. Γιώργος Καραμπελιάς είναι συγγραφέας, υποψήφιος δήμαρχος στην Αθήνα με τον συνδυασμό «Αθήνα για την Ελλάδα»