Ήταν το ελπιδοφόρο για όλη τη μεταπολεμική Ευρώπη 1947 όταν ο καταγόμενος από τη Λευκορωσία Μιχαήλ Μονίτ, ράφτης στην Γαλλία, πίστεψε στη σταλινική προπαγάνδα κι αποφάσισε να επιστρέψει μαζί με τη σύζυγο και τα τρία του παιδιά, από την Βουργουνδία στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Αντί, όμως, για τον «σοβιετικό παράδεισο» βρέθηκε τα γκουλάγκ.
Ο Μιχαήλ Μονίτ, εργατικός και νοικοκύρης, είχε δύο αγοράσει δύο σπίτια στην Πολωνία και ένα διώροφο στην Γαλλία, θέλοντας να εξασφαλίσει την πολυμελή οικογένειά του.
Είχε γεννηθεί ο Μιχαήλ το 1905 και κατάφερε, παρά τα δέκα χρόνια που έζησε στα γκουλάγκ να ζήσει μακρά ζωή μέχρι το 1980.
Παρ’ ότι είχε αγοράσει δύο σπίτια στη Πολωνία, χάρη στις προσπάθειες της σοβιετικής προπαγάνδας πίστεψε πως αυτά καταστράφηκαν κατά την διάρκεια του πολέμου. Ταυτόχρονα, οι πράκτορές της, του υπόσχονταν μία παραδείσια ζωή, ενώ ο ίδιος έλεγε στα παιδιά του πως «αν τα μισά από αυτά που μας λένε, είναι αλήθεια, τότε θα περάσουμε ζωή χαρισάμενη».
Για την ιστορία θα πρέπει να σημειώσουμε πως από τον αριθμό των εμιγκρέδων που εγκατέλειψαν κάποια στιγμή την Ρωσική Αυτοκρατορία, την Αυστροουγγαρία, την Πολωνία και την Σοβιετική Ένωση ιδίως κατά τον Εμφύλιο πόλεμο της τελευταίας, μέχρι τον Ιούνιο του 1948 είχαν επαναπατριστεί στην χώρα των Σοβιέτ 106.835 άτομα, μεταξύ δε αυτών και 6.991 άτομα από τη Γαλλία. Εξ αυτών οι 1.420 ήταν ρωσικής καταγωγής και οι 5.471 ήταν ουκρανικής και λευκορωσικής.
Ο Μιχαήλ Μονίτ πήρε το τραίνο μαζί με την οικογένειά του το καλοκαίρι του 1947 και ξεκίνησε για το ταξίδι της επιστροφής. Φτάνοντας στην πόλη Πινσκ, οι αρχές υποχρέωσαν όλους τους επιβάτες να κατέβουν και κατάσχεσαν όλα τους τα υπάρχοντα. Η οικογένεια του Μονίτ, τοποθετήθηκε σε ένα μικρό δωμάτιο. Τα όνειρά του να ανοίξει ραφείο διαλύθηκαν μέσα στις ομίχλες της Λευκορωσίας.
Κάνοντας τις πρώτες βόλτες στην μικρή αυτή πόλη, είδε πως ήταν ντυμένες οι γυναίκες που φορούσαν αντί για παλτό, επενδύτες. Ο γιος του θυμάται, πολλά χρόνια αργότερα, πως «τα μαλλιά του πατέρα άσπρισαν μέσα σε μία ημέρα». Καταλαβαίνοντας το λάθος του, ζήτησε από τις αρχές να του χορηγήσουν άδεια να επιστρέψει οικογενειακώς στην Γαλλία, πράγμα που του το αρνήθηκαν.
Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν άθλιες. Υπολόγιζε πως θα έραβε στο σπίτι και θα μπορούσε να συντηρήσει την οικογένειά του, αλλά του είχαν δημεύσει όλα τα τόπια υφάσματος που είχε φέρει μαζί του, ενώ δεν του πρόσφεραν καμία άλλη δουλειά.
Τότε μια σκέψη πέρασε και καρφώθηκε στο μυαλό του: να αποδράσει από τον σοβιετικό παράδεισο. Σχεδίαζε να διασχίσει τα σύνορα της Λευκορωσίας με την Πολωνία μαζί με ένα φίλο του και όταν έφτανε στην Δύση, να καταθέσει πρόσκληση στις σοβιετικές αρχές, ώστε να δώσουν διαβατήρια και βίζα στην οικογένειά του. Αφελής σκέψη και ολέθρια απόφαση.
Τον συνέλαβαν τον Οκτώβριο του 1948 μαζί με τον φίλο του. Αφού τους υπέβαλαν σε απάνθρωπα βασανιστήρια, με συνοπτικές διαδικασίες του καταδίκασαν σε 10 χρόνια στα γκουλάγκ το καλοκαίρι του 1949, με την κατηγορία της κατασκοπίας.
Τον έστειλαν στον μεγάλο ρωσικό Βορρά, στην δημοκρατία Κόμι σε ένα στρατόπεδο, όπου οι φυλακισμένοι έραβαν μανίκια για στολές εργασίες, επενδύτες και καπέλα. Γρήγορα οι αξιωματικοί και η διοίκηση του στρατοπέδου κατάλαβαν πως έχουν στα χέρια τους τον «κύριο χρυσό ψαλίδι» κι έτσι του ανέθεταν να ντύνει τις συζύγους τους, με αντάλλαγμα ένα κομμάτι ψωμί, επιπλέον του άθλιου συσσιτίου. Το πρόβλημα του την εποχή εκείνη, ήταν πως δεν μπορούσε να κρύψει πουθενά αυτό το κομμάτι ψωμιού κι έτσι έπρεπε να το φάει, ακόμη κι όταν τα μάτια του έκλειναν μετά την πολύωρη κουραστική δουλειά στο ραφείο του στρατοπέδου.
Οι κλιματολογικές συνθήκες, η πολύωρη εργασία και το λιγοστό συσσίτιο, όπως ήταν φυσικό, εξόντωναν τους κρατούμενους. Ο ίδιος διηγήθηκε στα παιδιά του, χρόνια αργότερα, πως έγινε μάρτυρας ενός περιστατικού, όταν οι φρουροί έσερναν από τα πόδια έναν γέρο κρατούμενο για να τον πετάξουν στον λάκκο με άλλους νεκρούς κι εκείνος φώναζε: «Είμαι ζωντανός ακόμη». Οι φρουροί απάντησαν απλά: «Ο γιατρός ξέρει καλύτερα».
Στο μεταξύ, η οικογένειά του δυστυχούσε. Η σύζυγος του έκανε κάθε είδους δουλειές, προκειμένου να αναστήσει τα τρία τους παιδιά. Τα ίδια τα παιδιά, όμως, ως «γόνοι εχθρού του λαού» ήταν απομονωμένα, οι γονείς της περιοχής απαγόρευσαν στα βλαστάρια τους να τους μιλούν, να παίζουν μαζί τους, να τους προσκαλούν στις γιορτές. Ζούσαν όλοι μαζί, τέσσερα άτομα, σε ένα δωμάτιο, το οποίο χώριζε στην μέση μία ντουλάπα.
Λίγο μετά τον θάνατο του Στάλιν κι ενώ είχε εκτίσει 6 χρόνια από την ποινή του, ο Μιχαήλ Μονίτ απελευθερώθηκε και επέστρεψε στο σπίτι του. Αποκαταστάθηκε το 1959.
Στην συνέχεια εργάστηκε επί σειρά ετών ως υποδειγματικός εργάτης σε μεγάλο εργοστάσιο ραφής ενδυμάτων και τιμήθηκε με συγχαρητήρια των διευθύνσεων και μετάλλια. Πέθανε, μετά από το τρίτο έμφραγμα το 1980.
Τα παιδιά του μεγαλωμένα μέσα στον φόβο, μέχρι την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, δεν μίλησαν ποτέ σε κανέναν για τις περιπέτειες της οικογένειάς του, κρύβοντας ακόμη και το γεγονός ότι είχαν γεννηθεί στην Γαλλία.