Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Κάποια πράγματα σ' αυτή τη ζωή δεν είναι εύκολα. Όπως το να συμφωνήσεις με τον διαιτητή ότι το χέρι που έκανε ο αμυντικός σου είναι πράγματι χέρι — γιατί εσύ, μολονότι το χέρι του αμυντικού σου απέχει μισό μέτρο από τον κορμό του και πάει καρφί προς την μπάλα, το βλέπεις κολλημένο στα πλευρά του: αμέτοχο και ανήξερο — αθώο. Γιατί δεν είναι εύκολο να το δεις αλλιώς. Όπως δεν είναι εύκολο το να ξεχάσεις «τι σημαίνει Δεξιά». Δεν σου πάει, πώς να το κάνουμε. Έτσι μεγάλωσες, αυτά φώναζες, εναντίον αυτής οργανώθηκες, σ' αυτήν έριχνες ανέκαθεν το ανάθεμα. «Ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά», λοιπόν. Όπου «λαός» ίσον οι Αριστεροί συμπολίτες μας που βίωσαν μία φρικτή ζωή κατά την περίοδο μετά τον Εμφύλιο, για να εξηγούμεθα, και οι επίγονοί τους. Και όπου «Δεξιά» οι μετεμφυλιακές κυβερνήσεις: Κέντρου και Δεξιάς, Δεξιάς και Κέντρου.
Είναι δύσκολο. Δεν σου βγαίνει. Ή, τουλάχιστον, δεν σου βγαίνει με την πρώτη. Και φοβάσαι.
Φοβάσαι πως θα βγει ο τάδε κολλητός σου και θα σε βάλει κάτω. «Μα είναι δυνατόν;» θα σου πει. «Εσύ; Εσύ να πας με δαύτους;» Αυτός ο κολλητός σου, δηλαδή, που είτε είναι Αριστερός —όχι απαραίτητα «κολίγα γιος του παππού μου ο παππούς, κολίγα γιος του παππού μου ο πατέρας», μπορεί να 'ναι ευκατάστατος ο άνθρωπος, και μακάρι—, είτε το'ριξε ΣΥΡΙΖΑ, ήτοι είναι κάπως αριστερίζων ή απολιτικίζων αναποφάσιστος, απ' αυτούς που δεν ψηφίζουν κινούμενοι από ιδεολογικούς ή ιστορικούς ή αισθητικούς λόγους, αλλά βάσει προεκλογικών υποσχέσεων και κινήσεως του συρμού. «Έχω έκπτωση στον ΕΝΦΙΑ σήμερα, δεν πάω για το κέρδος, στο κόστος το δίνω! Δέκατο τρίτο μισθό έχω, σπαρταράει, πάρε, πάρε! Μνημόνια σκίζω, δάνεια δίνω, σπίτια χαρίζω». Κάπως έτσι…
Εν πάση περιπτώσει, τον φοβάσαι αυτόν τον κολλητό σου — θα σου την πει. Κι ας ξέρεις τι πρόκειται να γίνει. Γιατί, ακόμη και τυφλός τα τ' ώτα τον τε νουν και να 'σαι, όλο και θα πήρε το αυτί σου τις φωνές που φώναζαν δίπλα σου: «Μη! Τι πάτε να κάνετε; Μα δεν βλέπετε ότι οι άνθρωποι είναι αποφασισμένοι να ρίξουν την Ελλάδα στα βράχια της δραχμής; Έρχεται το τέλος!» Ναι, τα είχε πάρει το αυτί σου όλα αυτά, και κάπου τα φοβόσουν κι εσύ από μέσα σου, ενδομύχως, αλλά δεν ήθελες και να τα πιστέψεις στ' αλήθεια. Ή, έλεγες, εντάξει, θα περάσει κι αυτό. Πού θα πάει, θα περάσει.
Κι έτσι, ψήφισες κάτι άλλο. ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΙ. Κάτι που σου πήγαινε καλύτερα. Ή δεν πήγες καν να ψηφίσεις — δεν ήθελες να λερώσεις τα χέρια σου. Κι έτσι πέρασαν οι μέρες, ήρθε ο Καμμένος που εγγυάτο διά του στρατού του την ηρεμία στο εσωτερικό της χώρας, ήρθε ο Γιάνης, ήρθε η Ζωή, ήρθαν τα μαντάτα για ντου στο Νομισματοκοπείο από τον καπτα-Λαφαζάνη, ήρθαν οι γερμανοτσολιάδες Μενουμευρώπηδες, ήρθαν τα δημοψηφίσματα, ήρθαν οι χοροί στο Σύνταγμα, ήρθαν οι 17ωρες διαπραγματεύσεις, ήρθαν τα γεμάτα λάδια και αλεύρι και μακαρόνια και τούρκικο καφέ ντουλάπια, ήρθαν και οι νέες εκλογές, ήρθε και η νέα, καθολική νίκη του Τσίπρα, πέρασαν κι οι μήνες, και — και μετά;
Ε, τα μετά τα ξέρεις. Όλα καλά μετά. Όλα καλά, μην ανησυχείς. Διώξαμε κάποιους, κρατήσαμε άλλους, μας κράτησε ο Πάνος ο Καμμένος στα πόδια μας, αρχίσαμε τα άλλα λέει η θεία μου άλλ' ακούν τ' αυτιά μου με την Τρόικα που δεν ήταν Τρόικα αλλά ήταν Θεσμοί, «Στην αρχή αυτοί θέλανε αλλά εμείς δε θέλαμε, αλλά μετά αυτοί δεν θέλανε και εμείς θέλαμε» κ.ο.κ., ε, και κάπου τα βρήκαμε. Δώσαμε ό,τι ήταν να δοθεί, κλειδώσαμε τα προικιά της χώρας σε ένα σεντούκι και δώσαμε το κλειδί του ΟΥΤΕ ΠΟΥ ΞΕΡΟΥΜΕ ΠΟΥ, υπογράψαμε ακόμη και στις χαρτοπετσέτες των ρεστοράν που μας πήγαιναν οι κλητήρες των Θεσμών να φάμε μια μπουκιά φαΐ, φορολογήσαμε ό,τι προχωράει, ό,τι πετάει και ό,τι κολυμπάει, πήραμε μπράβο και συχαρίκια, μας κάλεσαν να βγάλουμε λόγους για το μέλλον της Ευρώπης, και —ξαναλέμε— όλα καλά. Μην ανησυχείς. Μέχρι μάλιστα που ήρθε και η… στροφή στη σοσιαλδημοκρατία, με μπροστάρηδες τύπους σαν τον Πολάκη και τον Αλέξανδρο Τριανταφυλλίδη ή τον παρακοιμώμενο Βαξεβάνη, φέρ' ειπείν.
Βέβαια, με όλα αυτά, κάποια στιγμή το είδες το έργο, το κατάλαβες. Και δαγκώθηκες. Και έγινες (δόξα Σοι, Θεέ μου, δόξα Σοι) από τους μεγάλους αντιπάλους της κυβερνώσας παρέας. Και έβλεπες με χαρά το σαράντα-τόσο τοις εκατό να κατρακυλάει και να πέφτει στις δημοσκοπήσεις κάτω από το είκοσι. Το χάρηκες και το χαίρεσαι. Γιατί έτσι έπρεπε να γίνει, και έτσι έγινε. Γιατί όσοι είδαν φως στον ΣΥΡΙΖΑ και ανέβηκαν αντιλήφθηκαν πως δεν ήταν παρά ένα κόκκινο φωτάκι. Και τον άφησαν. (Πλην των καλά τακτοποιημένων, που δικαίως εξακολουθούν να τον στηρίζουν γιατί λαδώθηκε το αντεράκι τους. Μην είμαστε και αγνώμονες).
Ενώ εσύ, κι ας λέει ό,τι θέλει πια ο κολλητός σου, δεν διστάζεις να πεις πως θα ψηφίσεις στις εκλογές που έρχονται τον Μητσοτάκη, και μάλιστα ευχόμενος —παρά την πιθανή μετεκλογική του συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ— να βγει αυτοδύναμος, μπας και μπορέσουμε να σώσουμε οτιδήποτε κι αν σώζεται.
Λοιπόν, και εφόσον δεν έχεις πάει στο άλλο άκρο (γιατί γίνονται και αυτά, πώς να το κάνουμε), είσαι ο καλύτερός μου φίλος. Όχι μόνο γιατί είδες το φως το αληθινό (αυτό άλλωστε δεν θέλει και καμιά σοφία), αλλά γιατί έτσι θα πάψει να ακούγεται εκείνο το «Ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά». Θα το λένε μόνο είτε οι εντελώς γραφικοί, και θα γελάει ο κόσμος, είτε οι νεοκονκισταδόρες του πολιτεύματος και των ταμείων του κράτους, και πάλι θα γελάει ο κόσμος. Γιατί είναι παλιό, αναχρονιστικό, και χωρίς καμιά αξία. Δεν έχουμε Δεξιά και Αριστερά πια. (Όχι ιδεολογικά και πολιτικά. Δεν λέω αυτό, προς Θεού). Αλλά έχουμε μία χώρα να σώσουμε. Ένα μέλλον να αντικρίσουμε κατάματα. Και έναν μεγάλο πόλεμο με τον λαϊκισμό της Αριστεράς και της εθνικιστικής Ακροδεξιάς να διεξαγάγουμε — και να τον νικήσουμε, ή να πέσουμε μαχόμενοι. Και σε αυτόν τον πόλεμο χρειαζόμαστε ένα πράγμα κυρίως: τον ορθολογισμό. Χρειαζόμαστε ρεαλισμό, σοβαρότητα, υπευθυνότητα, αξιοκρατία (και, ναι, μεταρρυθμίσεις).
Όπως άλλωστε χρειαζόμαστε μία καινούργια Δεξιά. Εμπνεόμενη από τις αρχές του Φιλελευθερισμού, του κοινωνικού κράτους και των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Μια «κεντρώα», μετριοπαθή, προοδευτική —και συντηρητική στις αξίες— Δεξιά που δεν θα έχει σχέση μ' εκείνη την παλιά. Που εγώ δεν την ξεχνάω τι ήταν.