Της Βίβιαν Ευθυμιοπούλου
Από την επομένη της κατάρρευσης του κράτους το 2010, άρχισαν να εκδίδονται βιβλία που το καθένα φιλοδοξούσε να μας εξηγήσει τι πήγε λάθος και τι ακριβώς έφταιξε και οδηγηθήκαμε στην χρεοκοπία. Στην αρχή προσπαθώντας κι εμείς να οργανώσουμε τις σκέψεις μας πάνω στην ελληνική κρίση και στη συνέχεια από συνήθεια που εξελίχθηκε σε χόμπι διαβάσαμε και διαβάζουμε ό,τι σχετικό εκδόθηκε. Έτσι έχουμε μια αρκετά καλή εικόνα “της βιβλιογραφίας για την κρίση”.
Ελάχιστοι ήταν αυτοί που κατάφεραν να εξηγήσουν πειστικά τι συνέβη, χωρίς να επιδοθούν σε κοινοτοπίες και αφορισμούς του είδους που συχνά καταφεύγουμε οι αρθρογράφοι στα σχόλια ημέρας. Οι περισσότεροι επιδόθηκαν σε εκ των υστέρων εκλογικεύσεις των προκατασκευασμένων τους απόψεων για το θέμα. Διαβάσαμε ουκ ολίγους “λόγους κατά Νεοελλήνων” που για τη δημοσιονομική κατάρρευση έψεγαν συνήθειες της καθημερινότητας (από το παράνομο παρκάρισμα μέχρι την άρνηση του κουλουρτζή να κόβει αποδείξεις) αλλά απέφευγαν να μας εξηγήσουν γιατί για παράδειγμα δεν έγινε ποτέ κάποια γενναία παρέμβαση στο ασφαλιστικό. Η άκριτη δαιμονοποίηση της δεκαετίας του '80 ήταν εξίσου διάχυτη και βέβαια σε κάθε ανάλυση εμφανιζόταν η “ελληνική ιδιαιτερότητα” και το ιδεολόγημα των δύο Ελλάδων συνήθως για να καλύπτουν τα λογικά χάσματα που ανέκυπταν κατά την ανάλυση.
Οκτώ χρόνια μετά και κυρίως αφού η ριζοσπαστική υπόθεση διαψεύσθηκε παρασύροντας σε κατάρρευση όλο το αριστερό ιδεολόγημα της Μεταπολίτευσης, ο πεζογράφος και κριτικός Μάκης Καραγιάννης επιδίδεται κι αυτός με τη σειρά του σε μια δοκιμιακή άσκηση νεοελληνικής αυτογνωσίας όπως την περιγράφει ο ίδιος στον υπότιτλο του βιβλίο του “Μικρό και αλαζονικό έθνος” (Επίκεντρο).
Στο δεδομένο ενδιαφέρον μας για τη συγκεκριμένη κατηγορία δοκιμίων προστέθηκε και η συγκυρία της έκδοσής του. Ο Μάκης Καραγιάννης γράφει μετά και την αριστερή διακυβέρνηση αν και τον ίδιο δεν φαίνεται να τον απασχολεί ιδιαιτέρως αυτό το γεγονός ως ορόσημο αφού θεωρεί ότι γράφει ενώ η κρίση είναι εν πλήρει εξέλιξη. Θα αναφέρουμε εξαρχής και χωρίς περιστροφές το ελάττωμα του βιβλίου. Δεν καταφέρνει να βγει από την κατηγορία των “εκ των υστέρων εκλογικεύσεων” και τους στυλιζαρισμένους αφορισμούς περί νεοελληνικής ταυτότητας. Είναι μια επιλογή που ο συγγραφέας κάνει από τον τίτλο ακόμα. Στην περίπτωση βέβαια του Μάκη Καραγιάννη δεν έχουμε να κάνουμε με συνθήματα καλλιεπώς διατυπωμένα και ατάκτως ερριμμένους αφορισμούς. Πρόκειται για μια ιστορική αναδρομή στη συζήτηση περί νεοελληνικής ταυτότητας με πλήθος αναφορές σε πηγές κάθε είδους. Ο συγγραφέας ξετυλίγει την δική του αφηγηματική εκδοχή για τη διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας ακολουθώντας την πεπατημένη δομή όπως αυτή κατέληξε να έχει διαμορφωθεί από τη συζήτηση του θέματος ανά τις δεκαετίες, δεν μας προτείνει δηλαδή μια “κόντρα ανάγνωση” στο πως διαμορφώθηκαν οι αντιλήψεις και τα ιδεολογήματα περί ταυτότητας.
Αυτό που αναδεικνύει το βιβλίο του Μάκη Καραγιάννη ως θετική προσθήκη στη βιβλιογραφία των τελευταίων ετών περί κρίσης και ταυτότητας είναι ακριβώς το ότι καταφέρνει να λειτουργήσει ως ιστορία της συζήτησης αυτής στα χρόνια που προηγήθηκαν της κατάρρευσης του 2010. Το πλήθος των πηγών και των αναφορών μαζί με την παράθεση βιβλιογραφίας το κάνει εξαιρετικό reference book που συμπληρώνει πανέμορφα κάθε άλλο ανάγνωσμα περί νεοελληνικής ταυτότητας και κρίσης. Γιαυτό και προτείνουμε να το διαβάσετε.