Έγραφα χτες ότι ευτυχώς που υπάρχουν και οι Τούρκοι για να τονώνουν τον πατριωτισμό μας. Γιατί πράγματι χωρίς ορατούς εξωτερικούς εχθρούς τρωγόμαστε με τα ρούχα μας περισσότερο από όσο τρωγόμαστε παρουσία τους. Και αν δεν τρωγόμαστε με τα ρούχα μας μας τρώει η ψυχοπαθολογία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, η ηττοπάθεια μπροστά στην υπερπροσπάθεια που χρειάζεται να κάνουμε για να βγάλουμε το κεφάλι έξω από το νερό της δεύτερης οικονομικής κρίσης που ήρθε πριν προλάβουμε να βγούμε από την προηγούμενη και η αμφιβολία αν μπορεί να βρεθεί μια μεγάλη ιδέα που θα μας ενώσει ενόψει της άλλης υπερπροσπάθειας που πρέπει να γίνει για να προλάβουμε τις επιταχυνόμενες μετά την πανδημία εξελίξεις. Τόσο στο πεδίο της επιστήμης και της τεχνολογίας, όσο και στο πεδίο της πολιτικής και της γεωπολιτικής.
Σίγουρα πάντως μια τέτοια μεγάλη ιδέα δεν μπορεί να είναι πια ούτε από μόνη της η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που υπήρξε ο εθνικός στόχος της μεταπολίτευσης. Ούτε από μόνη της η επιστροφή στην ανάπτυξη που γνωρίσαμε την ίδια περίοδο. Ούτε όμως και η αλλαγή του μοντέλου εκείνης της ανάπτυξης που οπωσδήποτε χρειάζεται, αλλά δεν αρκεί ο ψηφιακός μετασχηματισμός, η πράσινη ανάπτυξη ή η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση για να εμπνεύσει την αναγκαία για την παρακίνηση και την νοηματοδότηση της συμμετοχής σε μια προσπάθεια εμ-πάθεια.
Χωρίς εμ-πάθεια δεν παρακινείται πραγματικά καμιά κοινωνία και πολύ λιγότερο οι νεότερες γενιές της. Γιατί απλούστατα το αντίθετο της εμπάθειας είναι η απάθεια.
Άλλωστε μια από της μεγάλες πλάνες της σύγχρονης Δημοκρατίας ήταν που πίστεψε ότι με την άμβλυνση των ιδεολογικών αντιθέσεων θα βάθαινε περισσότερο και με την επιδίωξη των συναινέσεων θα έκανε τις κοινωνίες πιο αρμονικές και αισιόδοξες. Όμως με την αποφυγή των πολιτικών συγκρούσεων ούτε αρμονικότερες έγιναν, ούτε ψήλωσε ο πήχης των προσδοκιών τους.
Αντιθέτως, έγιναν πιο άτονες και ταυτόχρονα πιο δυσανεκτικές.
Δεν έφταιξε βέβαια σε αυτό μόνον η απονεύρωση των πολιτικών αντιθέσεων. Έφταιξε κυρίως η απώλεια του νοήματος των πολιτικών ανταγωνισμών σε μια εποχή που η πλειοψηφία των πολιτών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει κατ' ουσίαν καμία (ή σχεδόν) διαφορά μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, της μιας ή της άλλης παράταξης. Η εναλλαγή τους στην εξουσία δεν έφερνε καμιά αλλαγή στην καθημερινή τους ζωή. Και έτσι ο φανατισμός εξέλειπε μέχρι που τον ξανακαλλιέργησε ο λαϊκισμός.
Όμως αν ο φανατισμός σκοτώνει, η αδιαφορία αρρωσταίνει. Και αν ο φανατισμός τυφλώνει, η αδιαφορία παραλύει. Εξατομικεύει τα πάντα και επιτρέπει στα ιδιωτικά βίτσια να κυριαρχήσουν επί των δημοσίων αρετών. Είναι ο λόγος για τον οποίο δεν υπάρχει καλή κυβέρνηση, αν δεν υπάρχει καλή αντιπολίτευση. Είναι ο ίδιος λόγος για τον οποίο η Ευρώπη ξέμεινε από ηγεσίες.
Είναι το μεγάλο πρόβλημα της Δημοκρατίας. Όπως είναι και το πρόβλημα της Δύσης. Είναι σίγουρα πρωτίστως το πρόβλημα της σημερινής Ευρώπης. Ξεπέρασε την "εποχή των άκρων", που την μετέτρεψε σε εκατόμβη ολοκληρωτικών και αυτοκαταστροφικών πολέμων. Αλλά δεν της επέτρεψε να βρει μια υπερβατική ταυτότητα με πραγματική οντότητα μέσα από την οποία να χωνεύει και να μεταβολίζει τους εσωτερικούς εθνικούς και κοινωνικούς εγωισμούς/ανταγωνισμούς μετασχηματίζοντας τους σε κοινή συνείδηση και αντίληψη του διεθνούς της ρόλου. Εξ ου και η αδυναμία της να αποκτήσει κοινή εξωτερική πολιτική.
Το μέγεθος του προβλήματος αποκαλύφθηκε στην οικονομική κρίση του 2008. Επειδή, όμως, εκτός από παράλυση ο πολιτικός ευνουχισμός επιφέρει και τύφλωση, οι ευρωπαϊκές ηγεσίες δεν το είδαν. Και εκείνες που το είδαν το είδαν, βιάστηκαν να το κρύψουν κάτω από το χαλί. Και έτσι χρειάστηκε να φτάσει η Ευρώπη στην επόμενη και χειρότερη κρίση, που είναι η υγειονομική, για να το ξαναβρεί μπροστά της με τραγικότερες διαστάσεις.
Ύστερα από κοντά είκοσι χρόνια γερμανοποίησης η Ευρωπαϊκή Ένωση εμφανίζεται σήμερα μπροστά στην πανδημία κατά τη θλιβερή εικόνα και ομοίωση μιας Γερμανίας σαν κι αυτή που παρουσιάζεται μέσα από την ασυνεννοησία και την σύγχυση στην οποία έχουν βυθιστεί τα κρατίδιά της. Μα αν μια δύναμη, που φιλοδοξεί να επιβάλει την ηγεμονία της, αποδεικνύεται ανεπαρκής στη διαχείριση των κρίσεων, η αλήθεια είναι αυτή που αποκαλύπτεται μέσα από την κρίση.
Και προφανώς η Άνγκελα Μέρκελ δεν είναι αμέτοχη της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η πατρίδα της. Είναι ο τρόπος που διακυβέρνησε επί 16 χρόνια που οδήγησε σε αυτήν. Χωρίς κανένα όραμα και χωρίς κανένα πάθος. Μόνον με συμβιβασμούς. Με συμβιβασμούς που στις σχέσεις της με τους εταίρους είχαν πάντα γνώμονα τα στενά γερμανικά συμφέροντα αλλά χωρίς έστω να της προσφέρουν μια ακτινοβολία αντίστοιχη με την οικονομική ισχύ της.
Μα αν μια δύναμη που φιλοδοξεί να επιβάλει τα συμφέροντά της μαζί με την ηγεμονία της αποδεικνύεται ανεπαρκής στη διαχείριση κρίσεων, δε χρειάζεται άλλη από την αλήθεια που έρχεται στην επιφάνεια την ώρα της κρίσης για να αποτιμηθούν οι πραγματικές δυνατότητές της.
Σε πρόσφατη συνέντευξή του στον Γιάννη Παλαιολόγο και την Καθημερινή της Κυριακής 21 Μαρτίου ο Μάριο Μόντι σημειώνει ότι στην Ευρώπη "αυτό που συμβαίνει συστηματικά σε περιόδους κρίσης είναι ότι αυξάνεται η πολιτική βούληση για μεταρρυθμίσεις, συνήθως στην κατεύθυνση της μεγαλύτερης ενοποίησης και της πιο αποτελεσματικής λειτουργίας των εργαλείων πολιτικής". Φέρνει μάλιστα το παράδειγμα των βελτιώσεων που έλαβαν χώρα στην διακυβέρνηση της Ευρωζώνης μετά την κρίση του 2008-2010.
Μόνο που αυτές οι βελτιώσεις έγιναν σε πείσμα της Γερμανίας και με μεγάλες καθυστερήσεις. Και αν δεν μεσολαβούσε η υγειονομική κρίση που έφερε την Ευρώπη στα όρια της κατάρρευσης, η Γερμανία ακόμα δεν θα είχε βγάλει κανένα από τα συμπεράσματα που υποχρεώθηκε να βγάλει υπό την πίεση της απειλής που υπήρξε από την πανδημία και για δικά της συμφέροντα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάτω από αυτή την πίεση έγιναν άλματα προς την κατεύθυνση της ενοποίησης με την αμοιβαιοποίηση του χρέους και την δημιουργία του Ταμείου Ανασυγκρότησης. Άλλα αν είναι να φτάνει η Ευρώπη κάθε φορά στο χείλος της καταστροφής για να θυμάται ότι χωρίς αλληλεγγύη το εγχείρημα της ενοποίησής της δεν έχει νόημα, η συνοχή της απλούστατα δεν θα μπορεί να έχει πολύ μέλλον.
Τα στερνά πάντα τιμούν τα πρώτα. Και τα πολιτικά στερνά της Μέρκελ μοιάζουν να προειδοποιούν την Ευρώπη ότι αν συνεχίσει να πορεύεται με την λογική των διαρκών συμβιβασμών, που εξυπηρετούν μεν πρόσκαιρα κάποια εθνικά συμφέροντα, αλλά αφήνουν άλυτα τα πραγματικά και κρίσιμα προβλήματα των υπολοίπων, η τύχη της δεν θα είναι διαφορετική από αυτήν που φαίνεται να είναι σήμερα η τύχη της Ομοσπονδιακής Γερμανίας ως κράτους-κουρελού, όπως την περιγράφει στα "Νέα του Σαββατοκύριακου" (27-28. 3. 2021) ο Γιώργος Παππάς στην ανταπόκρισή του από το Βερολίνο.
Tο χειρότερο μάλιστα είναι ότι τότε δεν θα υπάρχει καν η Μέρκελ που αυτή την φορά είχε τουλάχιστον το θάρρος να αναγνωρίσει με ένα mea-culpa την ευθύνη της για το μπάχαλο που δημιούργησε εφαρμόζοντας στην διαχείριση της πανδημίας τις ίδιες μεθόδους που εφάρμοζε επί 16 χρόνια στην διαχείριση των ευρωπαϊκών υποθέσεων: εξάντλησε για ατελείωτες ώρες τους κυβερνήτες των κρατιδίων σε αδιέξοδες συζητήσεις για να τους εκμαιεύσει στο τέλος μια απόφαση που την επόμενη ημέρα αποδιοργάνωσε ολόκληρη την Γερμανία.
Με την ίδια, άλλωστε, τακτική εξακολουθεί να διαχειρίζεται και τις ευρωτουρκικές σχέσεις ξεσηκώνοντας πλέον τις αντιδράσεις και του γερμανικού τύπου.
Κλωτσώντας και πάλι τώρα το τενεκεδάκι μέχρι την Σύνοδο Κορυφής του προσεχούς Ιουνίου είναι άγνωστο με ποιους όρους το "τουρκικό ζήτημα" θα ξανατεθεί σε τρεις μήνες. Είναι όμως σίγουρο ότι ούτε μέχρι τότε η γειτονική χώρα θα έχει αλλάξει πορεία. Το μόνο που δεν πρόκειται να κάνει μέχρι τότε ο Ερντογάν είναι να αυτοκτονήσει πολιτικά εγκαταλείποντας τον μεγαλοϊδεατικό ισλαμοεθνικισμό του.
Όσο πιο επιθετικά τον προβάλει, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχει να περιορίσει τη ζημιά που του προξενεί στο μεταξύ η οικονομική κρίση.
Είναι, λοιπόν, θέμα χρόνου να κάνει την κίνηση που θα εκθέσει για μια ακόμα φορά την Μέρκελ. Και ίσως τότε να αφυπνισθούν και κάποιοι άλλοι από τους σημερινούς ευρωπαίους ακολούθους της.
Ο Μακρόν, λογικά, θα είναι ο πρώτος που θα περιμένει την ώρα και την στιγμή να το κάνει. Καλόν όμως είναι η Ελλάδα να αρχίσει να κουρδίζει από τώρα το ξυπνητήρι. Άλλωστε όσο πλησιάζει η ώρα της έναρξης του νέου ψυχρού πολέμου Δύσης-Ανατολής τόσο θα στενεύουν και τα όρια ανοχής απέναντι σε μια περιφερειακή δύναμη σαν και αυτή που ο Ερντογάν θέλει να γίνει η Τουρκία αλληθωρίζοντας και προς την Δύση και προς την Ανατολή.