Το φως της ιστορίας των πρώτων χριστιανικών αιώνων στο παλαιό Κάιρο έλαμψε και πάλι, καθώς μετά από πολλά χρόνια άνοιξαν οι περίφημες, άγνωστες στο ευρύ κοινό, κατακόμβες του Αγίου Γεωργίου παλαιού Καΐρου, με τον Πατριάρχη Θεόδωρο να ευλογεί τον ανακαινισμένο χώρο και να εγκαινιάζει πολλά μέτρα κάτω από τη γη, το νέο παρεκκλήσι, αφιερωμένο στον Άγιο Φανούριο
Το μοναστήρι του αγίου Γεωργίου βρίσκεται σε μια ιστορική περιοχή της πόλης, στο παλιό Κάιρο, όπου οι ερευνητές τοποθετούν τα ριζώματά της. Πρόκειται για την περιοχή της αρχαίας Βαβυλώνος της Αιγύπτου, η οποία πήρε την ονομασία της μετά την εγκατάσταση των Βαβυλωνίων αιχμαλώτων που έφερε στην Αίγυπτο ο Φαραώ Ραμσής Α’(1390 π.Χ.). Βρίσκεται πέντε περίπου χιλιόμετρα νοτίως του κέντρου του Καΐρου, απέναντι από τις Πυραμίδες της Γκίζας. Σήμερα είναι ένα από τα πλέον πυκνοκατοικημένα προάστια του Καΐρου, με μοναστήρια, ναούς και νεκροταφεία.
Ονομάζεται Παλαιό Κάιρο ή Παλαιά Αίγυπτος και η μονή είναι ένα εξόχως σεβαστό μνημείο που έχει δώσει το όνομα Margirgis στη συνοικία (παράφραση του άη Γιώργη στα αραβικά). Εκεί, σώζονται τμήματα του αναφερόμενου από τον Στράβωνα και άλλους συγγραφείς ρωμαϊκού Φρουρίου της Βαβυλώνας. Το φρούριο προστάτευε την είσοδο διώρυγας που έφθανε έως την Ερυθρά Θάλασσα, της οποίας η κατασκευή συνδέεται κυρίως με τον αυτοκράτορα Τραϊανό, ενώ καθεαυτό το φρούριο ανάγεται στην εποχή του Διοκλητιανού.
Είχε ισχυρά τείχη και πλήθος μεγάλων πύργων σε όλες τις πλευρές. Στον ένα από τους δύο γιγάντιους πύργους, τον βόρειο, είναι κτισμένο το καθολικό της Ελληνορθόδοξης Μονής του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, αφιερωμένο στη μνήμη του αγίου Γεωργίου, ο οποίος κατά την θρησκευτική παράδοση μαρτύρησε στη φυλακή του πύργου.
Διαθέτουμε ελάχιστα στοιχεία για την ιστορία της μονής και του ναού την εποχή της εδραίωσης του Χριστιανισμού στη περιοχή, τον 4ου αιώνα. Η λειτουργία όμως ναών εντός του φρουρίου θα ακολούθησε μια σταδιακά αυξανόμενη πορεία, η οποία κορυφώθηκε μετά το τέλος λειτουργίας του φρουρίου ως στρατιωτικού κτηρίου με την εισβολή των Αράβων στην Αίγυπτο το 640 μ.Χ. και συνεχίστηκε με τις ανταλλαγές ναών μεταξύ ορθοδόξων και μονοφυσιτών Κοπτών τους επόμενους αιώνες, καθώς η οικοδόμηση νέων ναών σχεδόν διεκόπη.
Αμέσως μετά την επικράτηση των Αράβων ιδρύθηκε η πόλη Αλ-Φουστάτ, η οποία γνώρισε εκρηκτική πληθυσμιακή αύξηση τον επόμενο αιώνα. (Φουστάτ σημαίνει στρατόπεδο, παραλλαγή της βυζαντινής λέξεως Φοσσάτο, εκ της λατινικής fossatum). Το παραπάνω γεγονός οδήγησε στην ένταξη της ευρύτερης περιοχής περιμετρικά του φρουρίου στον πολεοδομικό ιστό της νέας πόλης και την σταδιακή απώλεια του στρατιωτικού του χαρακτήρα.
Οι πρώτες τεκμηριωμένες αναφορές για την ύπαρξη του ναού του αγίου Γεωργίου ανάγονται στον 14ο αιώνα, και εκτός του ναού αφορούν και στο νειλόμετρο που κάποτε λειτουργούσε στη θέση του πύργου. Τα νειλόμετρα μεταξύ άλλων χρησίμευαν και στον προσδιορισμό του ύψους των φόρων λόγω της άμεσης σχέσης των ετήσιων διακυμάνσεων της παραγωγής με εκείνες της ροής του Νείλου. Τους επόμενους αιώνες υπάρχουν αναφορές πως η μονή με τσαρική βοήθεια λειτουργούσε ως γυναικείο μοναστήρι, νοσοκομείο και ξενοδοχείο.
Το 1798 κατά τη Γαλλική Εκστρατεία στην τότε Οθωμανική Αίγυπτο και ειδικότερα στο πλαίσιο της επιστημονικής μελέτης του τόπου και του πολιτισμού του, αρχιτέκτονες αποτύπωσαν για πρώτη φορά την ευρύτερη περιοχή του Παλαιού Καΐρου καθώς και του Φρουρίου. Χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια εργασιών, η συνεργασία Αιγυπτίων κι Ελλήνων και η γενναία δωρεά του Αθανασίου Μαρτίνου ώστε ν’ αποκατασταθεί ολόκληρο το μνημείο με ιστορία περίπου δισχιλιετή.
Ο μεγαλοπρεπής ναός, γνωστός και ως Ροτόντα της Ανατολής, χτίστηκε επάνω στον τριώροφο Ρωμαϊκό Πύργο κι αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά θρησκευτικά προσκυνήματα της Νειλοχώρας. Η εκκλησία είναι πόλος έλξης, όχι μόνο για τους Κόπτες και Ορθοδόξους στην περιοχή, αλλά εξίσου και για τους μουσουλμάνους. Πιστοί απ’ όλα τα μέρη της Αιγύπτου συρρέουν στο Μοναστήρι, προκειμένου να προσευχηθούν στην εικόνα του αγίου.
Η εικόνα αυτή διασώθηκε από καταστροφική πυρκαγιά τον Αύγουστο του 1904, που κατέκαψε το ναό και το μοναστήρι. Αποφάσισε τότε το Πατριαρχείο να φτιάξει μια εκκλησία αντάξια της ιστορίας του μνημείου. Πάνω στο σωζόμενο ρωμαϊκό πύργο, έχτισαν ένα ναό στα πρότυπα του αγίου Βιταλίου της Ραβέννας.
Σήμερα, με τη φροντίδα του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόδωρου, το μνημείο αναστηλώθηκε για ν’ αποκαλύψει στους πιστούς, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο, ένα «παλίμψηστο» πολιτισμών, από τη Ρώμη στο Βυζάντιο κι από την Αραβική κατάκτηση στους νεότερους χρόνους.
* Για τις φωτογραφίες ευχαριστούμε θερμά τη Μαρία Στέφωση