Του Δημήτρη Καμπουράκη
Καμιά φορά σκέφτομαι ότι τρομαγμένοι από τις αναμνήσεις της περιόδου 2010-15 έχουμε υπερεκτιμήσει τις δυνατότητες των ΣΥΡΙΖΑίων και θεωρούμε ότι αυτοί οι τύποι είναι πολιτικά εφτάψυχοι. Ότι πάλι την τελευταία στιγμή κάτι θα βρουν να κάνουν ώστε να κατσικωθούν άλλη μια τετραετία στην εξουσία. Μπούρδες. Έχουμε καταντήσει όλοι φοβικοί άνευ λόγου και αιτίας.
Φίλοι και γνωστοί μου λένε τακτικότατα: «Αυτοί δεν θα φύγουν, άκου με που σου λέω. Δεν ξέρω τι θα κάνουν, αλλά δεν πρόκειται να φύγουν.» Κι όταν τους λέω ότι θα φύγουν ωραιότατα και κανονικότατα, ότι θα χάσουν τις εκλογές όποτε γίνουν και ότι τα απομεινάρια της κοινοβουλευτικής τους ομάδας θα σωριαστούν ξέπνοα και με κατεβασμένα αυτιά στα έδρανα της αντιπολίτευσης, με κοιτάζουν γεμάτοι δυσπιστία, σα να μου λένε πως είμαι αφελής που πιστεύω αυτά τα αυτονόητα.
Όλα τούτα δεν είναι παρά αποτέλεσμα μιας παρατεταμένης τρομάρας που καλλιεργήθηκε από τις ορδές των Συριζοαγανακτισμένων την περίοδο 2010-15, απέναντι σε οποιονδήποτε είχε διαφορετική άποψη από την δική τους. Στην συνέχεια, το αδίστακτο των κυβερνητικών μεθόδων τους σε συνδυασμό με τον θηριώδη προπαγανδιστικό τους μηχανισμό, δημιούργησαν συνθήκες «περικύκλωσης» των αντιφρονούντων.
Για ικανό διάστημα, στις διαλυμένες δυνάμεις της κεντροαριστεράς και στις αποδυναμωμένες της κεντροδεξιάς, κυριάρχησε η άποψη του «καλύτερα να μην μπλέξω μ' αυτούς γιατί δεν ξέρω τι μπορεί να πάθω». Κλασική αντίδραση απέναντι σε ένα σύστημα εξουσίας που φάνταζε στα μάτια του μέσου πολίτη ως καθεστώς, πάει να πει ως μια παντοδύναμη ομάδα αδίστακτων. Βασικότερο όπλο του καθεστώτος η σπίλωση.
Βέβαια, από το 2015 ως το 2018 κύλησε πολύ νερό στ' αυλάκι. Κάθε μέρα που περνούσε, κάθε βδομάδα που κυλούσε, ένας πολίτης, μια ομάδα ανθρώπων ή μια κοινωνική κατηγορία έβλεπε να διαψεύδεται, να θίγεται, να εξαντλείται οικονομικά, να προσβάλλεται θεσμικά και ηθικά. Όλα αυτά τα χρόνια, κατά μία έννοια ήταν και η ιστορία μιας διαρκούς αθόρυβης πολιτικής μετακίνησης από τον πλειοψηφούσα και παντοδύναμη κυβερνητική παράταξη προς το πουθενά. Δηλαδή προς το «δεν ψηφίζω», προς το «άκυρο», «λευκό», «όλοι ίδιοι είναι», «δεν πάνε όλοι στο διάολο» και άλλα συναφή.
Πάνω όμως απ' αυτή την αθόρυβη κίνηση που έκανε το νερό του αυλακιού, συνέχιζε να υπάρχει αυτή η κούφια πανοπλία της ΣΥΡΙΖΑικής δήθεν παντοδυναμίας, του άχαστου Αλέξη ή του σαρωτικού ιδεολογικού οπλοστασίου της αριστεράς. Αυτή η πανοπλία απέτρεψε για ικανό διάστημα και ακόμα προσπαθεί να ματαιώσει την μετακίνηση των πολιτών από το «πουθενά», στις κάλπες της αντιπολίτευσης. Στην πραγματικότητα όμως, το παντοδύναμο στράτευμα του Αλέξη είναι τζούφιο πίσω απ' την σιδερένια βιτρίνα του. Έχει απολέσει κάθε μαχητική ικανότητα του και το μόνο που έχει απομείνει είναι ο θρύλος του.
Ο θρύλος αυτός, που κάνει τους γνωστούς μου να λένε με ένα είδος μεταφυσικού φόβου «αυτοί δεν θα φύγουν ποτέ», θα σπάσει μόνο μ' έναν τρόπο: Όταν οι δυνάμεις της κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς πάψουν να είναι σαν φοβισμένα κουνέλια απέναντι τους. Όταν αποκτήσουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους. Όταν πουν μέσα τους «μωρέ θα φύγουν και θα ναι μέρα μεσημέρι». Όταν πάψουν να κοιτάνε έντρομοι γύρω τους μόλις μιλήσει ο Αλέξης, αναρωτώμενοι πόσους ψηφοφόρους ξαναπλάνεψε.
Όταν πάψουν να τρέμουν μόλις ακούσουν για την πιθανότητα να μη γίνουν οι μειώσεις των συντάξεων πάνω στις οποίες είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους. Όταν πάψουν να φοβούνται ενδόμυχα τη Θεανώ, τον Πολάκη και τον Κατρούγκαλο. Όταν τέλος πάντων, πάψουν να είναι ψοφοδεείς απέναντι σ' ένα σύστημα που όσο πιο φαφούτικο είναι, τόσο πιο τρομερά ψεύτικα δόντια επιδεικνύει.