Έχω συναναστραφεί στην Κρήτη πολλούς άξιους ανθρώπους. Ευθυτενείς, λιγόλογους, περήφανους και ντόμπρους. Είχα και έχω μπαρμπάδες, ξαδέρφους, συμμαθητές, γείτονες, συγχωριανούς, που μπορεί να έχουν όλα τα ελαττώματα του κόσμου, αλλά ένα πράγμα έχουνε διδαχτεί από τα χούγια του τόπου που αξιώθηκαν να γεννηθούν: Έχουν σέβας.
Έχει στο νησί μου πολύ κόσμο που μπορεί να είναι θεόρατος στο μπόι, αλλά η καρδιά του μοιάζει με μικρού παιδιού. Ξέρω κρητικούς που από την δουλειά στα χωράφια πιάνουνε την πέτρα και την κάνουν σκόνη μέσα στην χούφτα τους, όμως αν βρουν ένα γατάκι κάθονται και το χαϊδεύουν με τις ώρες για να νιώθουν το γουργουρητό του.
Ο Κρητικός μαθαίνει από μικρός να είναι δυνατός, αλλά όχι να ασκεί την δύναμη του πάνω στο αδύναμο. Αυτό θεωρείται δειλία και παλιανθρωπιά. Μαθαίνει να μην κωλώνει απέναντι στον δυνατότερο, αλλά να χρησιμοποιεί την δύναμη του για να βοηθήσει κι όχι να ποδοπατήσει τον πιο αδύναμο και τον πιο ανήμπορο.
Ο Κρητικός μαθαίνει από το σπίτι του να είναι ευγενικός, να σέβεται αυτούς που πρέπει και το αξίζουν. Κι όταν κάνει την άστοχη κουζουλάδα του (που κάνουμε πολλές) μαθαίνει να ζητά συγνώμη. Αλλιώς, είναι σα να «βάνει το μουστάκι του στα σκατά». Έτσι ακριβώς το λέμε στα χωριά μας.