Του Γιάννη Παντελάκη
Σε όλες τις δημοσκοπήσεις των τελευταίων μηνών, υπάρχει ένα κοινό χαρακτηριστικό. Στην παράμετρο της πρόθεσης ψήφου, μειώνεται η διαφορά της πρώτης Ν.Δ. από τον δεύτερο ΣΥΡΙΖΑ. Όλες οι μετρήσεις δείχνουν αυτή ακριβώς την τάση. Στην χθεσινή-της MRB – η διαφορά κινείται στο 9,4%, έναντι 11,9% σε μέτρηση της ίδιας εταιρείας τον περασμένο Ιούνιο και 12,9% τον Δεκέμβριο του 2016. Σ'' ένα χρόνο δηλαδή, η διαφορά μειώθηκε κατά 3,5 μονάδες. Θα συνεχιστεί αυτό μέχρι τον πιθανότερο χρόνο των εκλογών που είναι το φθινόπωρο της επόμενης χρονιάς; Και αν ναι, μπορεί να έρθει και η ανατροπή;
Σε μια χώρα όπου η βασική προσδοκία σχεδόν των μισού πληθυσμού (49%) είναι τον επόμενο χρόνο να διατηρήσει τη δουλειά του με μικρότερες απολαβές, ένα μεγάλο ποσοστό (10,1%) πιστεύει ότι θα χάσει τη δουλειά του και δεν θα βρει άλλη και ένα μικρότερο (7,1% ) φοβάται ότι θα τη χάσει, η πολιτική συμπεριφορά έχει στοιχεία σχετικά μεγάλης ρευστότητας. Κάτι λογικό, όταν το κυρίαρχο πρόβλημα της κοινωνίας συνδέεται με την ανασφάλεια και τον φόβο για τις θέσεις απασχόλησης και όταν το 68% δηλώνει ότι ανταποκρίνεται με πολύ μεγάλη δυσκολία στις βασικές προσωπικές και οικογενειακές ανάγκες. Μαγικές λύσεις-σαν κι αυτές που υποσχόταν ο ΣΥΡΙΖΑ- δεν υπάρχουν και ένα μεγάλο αριθμητικά ποσοστό των πολιτών, δεν προσδοκά πια-όχι άδικα-ότι μια οποιαδήποτε κυβέρνηση μπορεί να τις δώσει. Και μάλιστα γρήγορα. Το ποσοστό αυτό, παραμένει αμήχανο και έχει απομακρυνθεί από τις κομματικές διεργασίες και δύσκολα εξαπατάται για μια ακόμα φορά.
Η ρευστότητα στην συμπεριφορά ενός σημαντικού αριθμού των ψηφοφόρων, καταγράφεται και από μια παράμετρο των δημοσκοπήσεων στην οποία σπάνια δίνεται σημασία. Το ποσοστό της αδιευκρίνιστης ψήφου (λευκό, αποχή, άκυρο, δεν απαντώ, δεν αποφάσισα). Στην χθεσινή δημοσκόπηση το ποσοστό αυτό είναι 12,8%, ενώ το αντίστοιχο τον περασμένο Ιούνιο 17,8%. Σε έξι μήνες μειώθηκε κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες αν και παραμένει σχετικά αυξημένο με τους περισσότερους ψηφοφόρους αυτής της κατηγορίας (9,5%) να επιμένουν στην επιλογή της αποχής από τις επόμενες εκλογές. Οι ψηφοφόροι αυτοί, βρίσκονται μπροστά σ'' ένα πολιτικό αδιέξοδο, για την ακρίβεια δεν έχουν κομματική επιλογή και προέρχονται κατά κύριο λόγο από τον ΣΥΡΙΖΑ με τους μισούς τουλάχιστον από αυτούς να δηλώνουν (σε όλες τις μετρήσεις) ότι δεν πρόκειται να επανέλθουν στην ίδια επιλογή.
Κάποιοι από αυτούς που ανήκουν στην «αδιευκρίνιστη ψήφο», τους τελευταίους μήνες γύρισαν στον ΣΥΡΙΖΑ, αυτός ανέβασε την συσπείρωση του στους ψηφοφόρους του Σεπτεμβρίου του 2015 (55,6%, ενώ στις προηγούμενες μετρήσεις ήταν κοντά ή και κάτω από το 50%) και ως φυσικό επακόλουθο ήταν ν'' ανεβάσει τα ποσοστά του στην πρόθεση ψήφου και να μειώσει τη διαφορά του από τη Ν.Δ. Η τελευταία, ήδη έχει συγκριτικά πολύ μεγάλο βαθμό συσπείρωσης (91,1%), άρα οι προσδοκίες της για αύξηση της επιρροής της συνδέονται με τις δυνατότητές της να προσελκύσει ψηφοφόρους άλλων κομμάτων.
Η παράμετρος των συσπειρώσεων, δείχνει ένα ενδιαφέρον συμπέρασμα, πως οι δυνατότητες του ΣΥΡΙΖΑ για ολική ανατροπή της σημερινής εικόνας, είναι σχεδόν αδύνατη. Ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει προς τη Ν.Δ. (11,8%) ένα ποσοστό που είναι σχεδόν απίθανο να επανέλθει αφού πρόκειται για επανάκαμψη παλαιών ψηφοφόρων της Ν.Δ., προς το «Κίνημα Αλλαγής» (6,6%) που έχει ανοδική πορεία και το πιο πιθανό είναι να συγκρατήσει αυτούς τους πρώην ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ και προς το ΚΚΕ (2,8%), ποσοστό που επίσης δύσκολα επανέρχεται με δεδομένο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ταυτίζεται ολοένα και περισσότερο μ'' ένα συστημικό κόμμα εξουσίας με συντηρητικές επιλογές και οι ψηφοφόροι που φεύγουν προς το ΚΚΕ (ή άλλες αριστερότερες επιλογές), εγκαταλείπουν τον ΣΥΡΙΖΑ γι'' αυτό το λόγο.
Το βασικό συμπέρασμα, με βάσει τις δημοσκοπήσεις, είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τα περιθώρια ν αυξήσει τα ποσοστά επιρροής του (πρόθεση ψήφου) με ψηφοφόρους που σήμερα ανήκουν στην «αδιευκρίνιστη ψήφο», όχι ωστόσο τόσα ώστε να προκαλέσει την ανατροπή. Όχι μόνο των συγκεκριμένων αριθμητικών δεδομένων, αλλά κυρίως με βάσει το νέο πολιτικό αφήγημα που επιχειρεί να δημιουργήσει ο Τσίπρας. Το υπεύθυνο κόμμα εξουσίας δηλαδή που βγάζει τη χώρα από τα μνημόνια και φέρνει την ανάπτυξη. Το αφήγημα αυτό, δεν μπορεί να έχει απήχηση σε μεγάλο αριθμό ψηφοφόρων και η αιτία γι αυτό προαναφέρεται στην παράμετρο που αφορά την αγωνία της πλειονότητας των πολιτών για τις εργασιακές τους σχέσεις και τις δυσκολίες ν ανταποκριθούν στις καθημερινές ανάγκες.
Η χώρα μπορεί να βγει στις αγορές με κάποιο τρόπο, θεωρητικά να μην έχει μνημόνιο (παρότι οι προβλέψεις του επεκτείνονται πέρα από τον Αύγουστο του 2018) και ο ΣΥΡΙΖΑ να ισχυρίζεται ότι μείωσε την ανεργία (με την πλειονότητα των νέων θέσεων να είναι μερικής απασχόλησης και αμοιβής), αλλά όλα αυτά δεν θα έχουν κανένα αντίκτυπο σε όσους βιώνουν την καθημερινότητα. Και οι οποίοι ειναι συντριπτικά πολλοί και στην πλειονότητά τους απρόθυμοι να στηρίξουν τον ΣΥΡΙΖΑ για μια ακόμα φορά…